Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή αλλά και συγκίνηση που σήμερα βρίσκομαι εδώ, στο νησί του Αίαντα, όπως το αποκαλούσε ο Αισχύλος, στη «θεία Σαλαμίνα» όπως την ονόμασε ο χρησμός του Απόλλωνα. Εγώ θα πω: στο νησί που γέννησε την Ιστορία. Που διαμόρφωσε τον ρου της Ιστορίας ως τις μέρες μας. Στο νησί που έγινε αιτία να δημιουργηθεί η έννοια του Έθνους, να γεννηθεί η συνείδηση του όμαιμου και του ομόγλωττου, με την ευφυϊα του Θεμιστοκλή αλλά και με το πείσμα του να σωθεί η Ελλάδα.
Όσο έγραφα το μυθιστόρημά μου «Το Ξύλινο Τείχος» ένα μυθιστόρημα δύσβατο και επίπονο, γιατί, εκτός από τις απέραντες μελέτες των πηγών, έπρεπε να ανασύρω από τα βάθη του χρόνου τη ζωή την καταργημένη, να ζωντανέψω εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή όχι περιγραφικά με την αφηρημένη έννοια της ιστορίας αλλά βιωματικά μ’ εκείνη την μυητική την διαισθητική βίωση του καταργημένου που το φέρουμε στη συλλογική μνήμη του αίματος, στην κυτταρική μνήμη του Ηρακλείτειου λόγου «όσα ούτε είδωμεν ούτ’ ελάβομεν ταύτα φέρομεν», είπε ο μεγάλος Εφέσιος.
Λοιπόν, όσο έγραφα το μυθιστόρημα βήμα βήμα και στιγμή τη στιγμή ανιχνεύοντας τα γεγονότα μέσα στα άπειρα βάθη αυτής της συλλογικής μνήμης, το νησί της Σαλαμίνας φάνταζε στα μάτια μου ιερό. Ένα νησί ευλογημένο από τους θεούς. Μαζί με την μικρή Ψυτάλεια, αυτόν τον σμαραγδένιο βράχο που τον τραγούδησε ο Αισχύλος – μόνο ο φιλοχορευτής Πάνας, ο φιλόχορος Παν, τριγυρίζει πάνω του, είπε.
Κι όταν – τότε, γράφοντας ακόμα – ήρθα εδώ ν’ αγγίξω τον χώρο, να τον δω από κοντά, τον χώρο αυτόν όπου πολέμησε ο Αισχύλος και έζησε ο Ευριπίδης, τον χώρο που διαμόρφωσε, όπως είπα, όχι μόνο την ιστορία της νεότερης Ελλάδας αλλά του κόσμου ολόκληρου, ένιωσα μεγάλη συγκίνηση. Και ευγνωμονώ τους Σαλαμινείς φίλους μου την Μαντώ Τόγκα και περισσότερο τον Δημήτρη Τόγκα – που ως στρατιωτικός με βοήθησε ουσιαστικά όχι μόνο με το στρατιωτικό υλικό που μου έστελνε (για τις τριήρεις, για τις πιθανές θέσεις της κάθε παράταξης, για τον πιθανό τρόπο αντιμετώπισης των τραυματιών και άπειρα άλλα) αλλά και με τις στρατιωτικές γνώσεις του με βοήθησε ώστε να μπορέσω να δώσω μυθιστορηματικά την άγρια σύγκρουση της ναυμαχίας, που ήταν από τα δυσκολότερα πράγματα στη συγγραφική μου διαδρομή.
Όμως χαίρομαι που μπόρεσα και έγραψα αυτό το μυθιστόρημα. Το έγραψα για τη γη, για τον τόπο μας που ξεπουλιέται νόμιμα πια στους λογιών «βαρβάρους». Αυτό ήταν το βασικό μου κίνητρο. Η φράση του σαλαμινομάχου Αισχύλου «τούτη γαρ η γη ξύμμαχος κείνοις πέλει» πονάει σήμερα, όταν σκεφτεί κανείς πως για εκείνον ο τόπος ήταν ζωντανός, «σύμμαχος» στον αγώνα τους, ιερός. Σήμερα ξεπουλιέται ή κακοποιείται μαζί με τις λιγοστές αξίες που μας απόμειναν, στο όνομα μιας ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης που εξουσίασε την καθημερινότητά μας αλλά και στο όνομα μιας εφήμερης κερδοσκοπίας.
Κι ύστερα, το έγραψα για τα νέα παιδιά. Γι’ αυτά που στο σχολείο τους μαθαίνουν μια ιστορία ελλιπή και κακοποιημένη. Να γνωρίσουν την αλήθεια για τον τόπο τους. Την αλήθεια για την ιστορία τους. Για τις ρίζες τους. Γιατί το χρέος ενός συγγραφέα ιστορικού μυθιστορήματος είναι η ανίχνευση της ιστορικής αλήθειας. Η θέση του έναντι της αλήθειας αυτής.
Και σήμερα θέλω να πιστεύω πως με δικαιώνει ο μόχθος μου γιατί σε όλα τα ιστορικά μου μυθιστορήματα και ιδιαίτερα στο Ξύλινο Τείχος και στο Πήραν την Πόλη, πήραν την, η ανίχνευση της ιστορικής αλήθειας ήταν το πρώτο μου χρέος, το πρώτο μου μέλημα, όσον μόχθο και αν μου στοίχισε, όση ψυχή, μαζί με τη θέση που πήρα έναντι των ιστορικών γεγονότων.
Έλαβα γράμματα αναγνωστών για το Ξύλινο Τείχος που πραγματικά με συγκίνησαν. «Αισθάνομαι την ανάγκη να αναθεωρήσω τις αξίες της ζωής μου» έγραψε κάποιος. «Πρώτη φορά κατάλαβα τι σημαίνει να είμαι Έλληνας», έγραψε κάποιος άλλος.
Και θα τολμήσω εδώ, να παρενθέσω μια σκέψη μου που γεννήθηκε όταν έγραφα το μυθιστόρημα, και που αναζωπυρώθηκε από ένα πρόσφατο γεγονός. Πριν από λίγο καιρό μου τηλεφώνησαν από τον Δήμο Φρεάρριου – σημερινή Κερατέα – να μιλήσω στο πρώτο συνέδριο που οργάνωσαν για τον Θεμιστοκλή, είπαν – επειδή ο Θεμιστοκλής ήταν Φρεάρριος.
Τους είπα πως δεν μπορούσα. Και με παρακάλεσαν να συμμετέχω του χρόνου γιατί, είπαν, αποφάσισαν να οργανώνουν κάθε χρόνο το ίδιο συνέδριο για τον Θεμιστοκλή – με διαπρεπείς καλεσμένους, προσωπικότητες από όλο τον κόσμο.
Προσωπικά, αυτό με συγκίνησε. Γιατί μέσα στη λήθη των καιρών μας, σ’ αυτήν τη γενική αμνησία, κάποιοι άνθρωποι θέλουν να τιμήσουν την ιστορία τους.
Και λέω. Μάλλον, το ίδιο το βιβλίο που έγραψα μου δίνει το δικαίωμα να πω:
Πόσο σημαντικό θα ήταν ένα παρόμοιο ετήσιο συνέδριο εδώ στη Σαλαμίνα με καλεσμένους ομιλητές από όλον τον κόσμο – γιατί το φαινόμενο της Σαλαμίνας και η σκηνή που διαδραματίστηκε εδώ στα θαλασσινά νερά της, μαζί με την στρατηγική ευφυία του Θεμιστοκλή, μέχρι σήμερα και για πάντα θα προβληματίζει την παγκόσμια διανόηση.
Και αυτό, σίγουρα, θα τιμούσε τους Σαλαμινείς.
Στην τελευταία του ομιλία του, ο Λεωνίδας, λίγο πριν από την τελική μάχη στο πιο στενό σημείο των στενών, όταν ανέβηκαν πάνω στον μικρό λόφο, όπου ήταν το οχυρό τους, για να πεθάνουν όλοι εκεί – αφού η στρατιά του Υδάρνη κατέβαινε κιόλας από το μονοπάτι της Ανόπαιας που του είχε υποδείξει ο προδότης Μαλιεύς – λοιπόν στα τελευταία εκείνα λόγια του, ο Λεωνίδας είπε: Μας ρωτάνε τι θα αφήσουμε εμείς οι Σπαρτιάτες στον χρόνο τον επερχόμενο για να μας θυμούνται οι νέες γενιές. Αφού εμείς δεν έχουμε περίλαμπρα έργα τέχνης, ναούς και αγάλματα, τι θα αφήσουμε για να μη μας λησμονήσει ο χρόνος. Ε, λοιπόν, θα αφήσουμε αυτό το πρωινό που ξημερώνει με εμάς όλους έτοιμους να πεθάνουμε για όσα πιστεύουμε. Όχι μόνο για τον συστρατιώτη που έχουμε στα αριστερά μας και για την πόλη μας αλλά για όλα όσα πιστεύουμε.
Αυτό θα αφήσουμε. Την απόφασή μας να πολεμήσουμε έτσι που θα μας ζηλέψουν ακόμα και οι θεοί. Γιατί εμείς θα δώσουμε αυτό που οι θεοί δεν μπορούν: τη ζωή μας.
Και, βέβαια, αυτά τα λόγια δεν τα βρήκα πουθενά στον Ηρόδοτο ή στις άλλες πηγές μου, γιατί κανείς ποτέ δεν έμαθε τι μπορεί να είπε ο Λεωνίδας εκείνο το τελευταίο ξημέρωμα.
Όμως όταν έχεις πλάσει στο μυαλό σου – όταν έχεις δημιουργήσει – μυθιστορηματικά έστω, το μέγεθος των ανθρώπων εκείνων, μπορείς να επινοήσεις και τα λόγια τους. Και, λέω ακόμα, ίσως ο Λεωνίδας να είπε αυτά ακριβώς τα ίδια λόγια που μυητικά ή μαγνητικά αναδύθηκαν από τα βάθη του χρόνου.
Λοιπόν, σε μια παρουσίαση του βιβλίου που έγινε, και είχε πάρα πολύ κόσμο, κάπου στον Πειραιά, και ο καθένας έλεγε τι του έδωσε το βιβλίο, μια φοιτήτρια ζήτησε να διαβάσει ένα κομμάτι από το μυθιστόρημα. Και ήταν ακριβώς η τελευταία αυτή ομιλία του Λεωνίδα.
Είπε – και αυτό μου έκανε εντύπωση – πως κάθε βράδυ, ύστερα από την κοπιαστική της μέρα, διάβαζε αυτό το ίδιο κομμάτι του βιβλίου, για να γαληνέψει. Και να αντλήσει δύναμη για την άλλη μέρα.
Και αναρωτιέμαι τι άφησε ο χρόνος – ως συνείδηση και ως μνήμη – σε τούτο το ευλογημένο νησί. Και πώς μπορεί να το μετρήσει αυτό ο σημερινός Σαλαμινεύς.
Γι’ αυτό και επανέρχομαι στην ιδέα ενός ετήσιου ή και διετούς συνεδρίου. Για να πιστοποιηθεί η συνείδηση. Να ανιχνευτεί η σημασία της ναυμαχίας εκείνης στα βάθη ενός συλλογικού ασυνειδήτου. Πιστεύω πως δεν έχει ακόμα χαρτογραφηθεί στις σωστές του διαστάσεις το ασύλληπτο σε σημασία μέγεθος της ναυμαχίας εκείνης που διαδραματίστηκε εδώ δέκα βήματα από τον τόπο που βρισκόμαστε.
Δυο λόγια ακόμα. Είπα πως το Ξύλινο Τείχος είναι ένα μυθιστόρημα σύγχρονο. Όχι γιατί φέρνει στις μέρες μας τη μακρινή εκείνη εποχή, αλλά γιατί αυτή εμπεριέχει, προφητικά, όλα όσα μεγαλύνουν ή μαστίζουν τον σύγχρονο κόσμο.
Και πολλοί με ρώτησαν τι σημαίνει αυτό.
Αν δεχτούμε πως ο περσικός ιμπεριαλισμός ήταν η πρώτη ιστορική «ύβρις», βρίσκω πως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δει κανείς τι σημαίνει η «ύβρις» αυτή στις μέρες μας. Στις ιμπεριαλιστικές τάσεις του σημερινού κόσμου. Και σίγουρα αγγίζεις τις νωπές πληγές όταν μιλάς για τις παλιές. Προσωπικά πιστεύω πως η ιστορία δεν διδάσκει και ούτε τα λάθη της ιστορίας. Μόνον η συνείδηση διδάσκει. Και ο πόνος του τόπου που οδηγεί στην ιστορική αυτογνωσία. Κι ύστερα, όταν έχεις περπατήσει όλα αυτά τα μονοπάτια του χρόνου που οδηγούν σε εποχές καταργημένες ή σε καιρούς ερειπίων, ψάχνοντας μέσα από τη στάχτη να αναστήσεις τη ζωή, μαθαίνεις τούτο: Η ζωή, ο άνθρωπος, οι αγωνίες του, ο φόβος του θανάτου, το ιερό που σημαδεύει την ψυχή του, προπαντός το «ιερό», είναι πράγματα που δεν αλλάζουν με την αλλαγή. Θέλω να πω, στο βάθος μένει ένας πυρήνας ανθρώπινος που είναι ο ίδιος σε όλους τους καιρούς. Και αυτό προσπάθησα να βρω, αυτό να δώσω. Το ανθρώπινο στοιχείο. Αυτό, ιδιαίτερα, πιστεύω πως κάνει το μυθιστόρημα «σύγχρονο».
Άλλοι πάλι με ρωτούν γιατί επέλεξα εκείνη την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή για το μυθιστόρημά μου.
Γιατί ήταν η στιγμή που θεμελιώθηκε η έννοια του έθνους. Το όμαιμον και το ομόγλωσσον. Στο περίφημο συνέδριο της Κορίνθου. Θεμελιώθηκε η έννοια της ενωμένης Ελλάδας. Για πρώτη φορά είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους τριάντα μία ελληνικές πόλεις γιατί κατάλαβαν πως μόνον ενωμένοι μπορούσαν να αντικρούσουν τον κοινό εχθρό, τον «βάρβαρο». Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά πως τους συνδέει ο τόπος, η κοινή γλώσσα, τα κοινά ιερά και προπαντός το ίδιο αίμα.
Και κανείς δεν μπορεί πει πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος εάν, τότε, επικρατούσε ο περσικός ιμπεριαλισμός, με τα άπειρα πλούτη και το φρόνημα του δούλου. Ήταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών πολιτισμών, δύο διαφορετικών κόσμων, και επεκράτησαν οι ολίγοι ελεύθεροι.
Δεν ήταν εύκολο έργο. Υπήρχε η διαφορετικότητα του αρχαίου κόσμου. Τα ιστορικά γεγονότα δεν αρκούν για να στήσεις ένα μυθιστόρημα σαν το «Ξύλινο Τείχος». Πρέπει να γνωρίσεις την αντίληψη της ζωής, τη φιλοσοφία αυτής της αντίληψης, να γνωρίσεις τις σχέσεις που είχε ο άνθρωπος με τους θεούς του, με τη Νέκυια, τον Άδη, τη σχέση του με τον χρησμό, δηλαδή το υπέρλογο στοιχείο, το υπερφυσικό. Πρέπει να γνωρίσεις την ιερατική ιατρική του, που ήταν θαυμαστή, τον τρόπο που παρασκεύαζε το φαγητό του, τον μέλανα ζωμό ή το ψωμί από άλφιτα. Απέραντα μικρά πράγματα. Και άλλα πιο σημαντικά: Να μπεις στην ψυχή του ανθρώπου εκείνου, στους ιδιαίτερους φόβους του, στην ανάγκη του για ελευθερία ή για τρυφηλότητα. Αυτά όλα ήταν η «διαφορετικότητα» που, όμως, είχε μια απέραντη σαγήνη, γιατί σε «μυούσε» στην τελετουργία ενός κόσμου χαμένου στα τρίσβαθα μιας συλλογικής μνήμης αλλά και μαγικά παρόντα, όπως είπα, στις μέρες μας.
Και οι ιστορικές πηγές που είχα μπορεί να ήταν πολλές αλλά ελλιπείς. Τα περισσότερα έπρεπε να τα εικάζω, να τα προσεγγίζω διαισθητικά. Και επειδή ένας συγγραφέας, όταν γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, έχει μια τεράστια ευθύνη έναντι της ιστορίας, αυτό έκανε ακόμα πιο δύσκολη την έλλειψη ιστορικών πηγών. Ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος ήταν οι βασικές πηγές μου. Όμως το πιο ζωντανό υλικό μου το πήρα από την τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσες». Μια μικρή μόνο φράση του μου άνοιγε δρόμους να βαδίσω. Όπως ο στίχος του «θεόθεν γαρ κατά Μοίρ’ εκράτησεν», είπε, ό,τι έγινε ήταν από τους θεούς και τη Μοίρα. Τόσο δυνατή ήταν η εξάρτηση του ανθρώπου από τη Μοίρα και τους θεούς του.
Αυτή την αντίληψη την βρήκα και όταν έγραφα το Πήραν την Πόλη, πήραν την. Έψαξα και βρήκα όλες εκείνες τις προφητείες που έλεγαν χίλια χρόνια πριν πώς θα έπεφτε η Βασιλεύουσα. Και επαληθεύτηκαν όλες μία προς μία. Υπήρχε και εκεί μια παρόμοια εξάρτηση από τους θεούς και τα σημάδια – από το υπερβατικό στοιχείο.
Στο Ξύλινο Τείχος τα πρόσωπά ήταν αρχετυπικά. Η ζωή τους ήταν σε μια συνάρτηση με τους θεούς τους. Σε μια συνεχή εξάρτηση από αυτούς. Γι΄ αυτό και ήταν πρόσωπα τραγικά στις αποφάσεις τους. Όπως ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματός μου, ο Αριστόδημος. Που επειδή δεν μπόρεσε να πολεμήσει στην τελική μάχη των Θερμοπυλών – γιατί τυφλώθηκε – οι Σπαρτιάτες τον τιμώρησαν με την έσχατη τιμωρία της προδοσίας.
Και σε όλο το μάκρος του βιβλίου υπάρχει η τραγικότητα αυτού του άτυχου Σπαρτιάτη, η συντριβή του αλλά και το τελικό μεγαλείο του.
Σήμερα λέω, αν μπόρεσα να δώσω στα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα το πραγματικό τους μέγεθος, όταν όλα γύρω τα σμικρύνουν και τα ευτελίζουν. Αν μπόρεσα να δώσω τη σημασία των αγώνων του, αγώνων της ευφυϊας και αγώνων του αίματος, για να κρατηθεί ελεύθερη τούτη η γη έως τις μέρες μας, τότε θα πω πως ο απέραντος μόχθος μου άξιζε τον κόπο. Γιατί το «Ξύλινο Τείχος» είναι ένα μυθιστόρημα απέραντου μόχθου.
Σε ιδιαίτερη εκδήλωση του Δήμου Σαλαμίνας για το Ξύλινο Τείχος, Μάιος, 2008