Από το Ημερολόγιο της Άλωσης:
“Όλα ήτανε έτοιμα, τα βαριά πλοία, οι γαλέρες, οι φούστες, οι βαρκαρόλες, κι εμείς ανυπόμονοι να ξεκινήσουμε. Ίδιο θερίο ανήμερο ήτανε ο Κόκο, θερίο σε ενέδρα δύσκολη, την ώρα που υπολογίζει και την ελάχιστη κίνησή του, για να επιτεθεί, με εκείνη την αλάνθαστη ευφυΐα που έχουνε τα αγρίμια, την αλάνθαστη ισορροπία ανάμεσα στην παραμικρή κίνηση και στο ενδεχόμενο.
Έπρεπε να περιμένουμε έως τα μεσάνυχτα, είπε. Τότε, στο βαθύ σκοτάδι θα ξεκινούσαμε, να μας καλύπτει η ασέληνη νύχτα.
(…)
Επίσημος ο κυρ Τζάκομο Κόκο ο μεγάλος, ο κυβερνήτης της γαλέρας από την Τραπεζούντα, ο θαλασσόλυκος, ο εμπνευστής και οδηγός του σχεδίου, σηκώθηκε απάνω, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της εκκίνησης, και όλοι ριγήσαμε από τη δυνατή συγκίνηση, αυτή που το αντρικό σώμα τη μετρά με ριπές θανάτου και τρέλας.
Το σχέδιο ήτανε να κάψουμε τον στόλο του Μωάμεθ.
Μια στιγμή ακόμα… μισή στιγμή. Τα αστέρια τρεμουλιάζουνε και από τον Βόσπορο κατεβαίνουνε οι αύρες οι ζωογόνες γεμάτες κρωξιές από θαλασσοπούλια ξάγρυπνα, αλήτες των νερών, και από τριγμούς ανατριχιαστικούς, υπόκωφους, σαν οιωνούς του ολέθρου.
Μισή στιγμή… Ο Κόκο σηκώνει το χέρι να δώσει το σύνθημα και όλοι κρατάμε την αναπνοή… τα μάτια του λάμπουνε…, α, πώς φτεροκοπά η καρδιά… Τέτοια ανυπομονησία πρώτη φορά την έζησα. Βιαζόμουνα να ιδώ τον καταραμένο στόλο τους να καίγεται από τα δικά μου χέρια… από…
Και τότε. Ω, τότε. Εκείνη την τελευταία αγωνιώδη στιγμή, λίγο πριν λάβουμε την εντολή να ξεκινήσουμε, ήρθε η προδοσία, ντυμένη τα χρυσά στολίδια των Γενοβέζων αξιωματικών. «Αντιπροσωπία από τον ποντεστά της Γένουας…» είπε ο ναύτης που όρμησε στη γαλέρα.
Και όλοι παγώσαμε.
Το μυστικό μας είχε διαρρεύσει, κάποιος μας πρόδωσε στον ποντεστά της γενοβέζικης συνοικίας, κάποιος άτιμος, που να τσουρουφλίζεται η ψυχή του σε κόλαση όρθια, και ήρθανε ντυμένοι φίλοι οι εχθροί μας”
Καλημέρα σε όλους
Eπειδή ο χρόνος ο παρών είναι μαζί και χρόνος παρελθών και μέλλοντας σαν τον χρόνο του T.S. Eliot
567 χρόνους μετά, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού.