Τη συλλογική έννοια της ιστορίας πρέπει να την κάνεις προσωπική. Τότε μόνο γίνεται μαρτυρία.
Στο έργο σας το ιστορικό συμβάν συνυπάρχει με τη μυθοπλασία. Και η αντικειμενική άποψη των γεγονότων με μια μεταφυσική προσέγγιση της μοίρας. Εξηγείστε μας αυτή τη στάση σας.
Η σύζευξη ιστορίας και μύθου είναι το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Η ισορροπία που πρέπει να κρατήσει κανείς ανάμεσα στον σεβασμό προς την ιστορία και στη δύναμη του μύθου. Και όσο κι αν φαίνεται εύκολο αυτό, δεν είναι. Την αφηρημένη έκταση της ιστορίας πρέπει να την κάνεις ζωή. Να της δώσεις μια διάσταση του παρόντα χρόνου. Ή να το πω αλλιώς. Τη συλλογική έννοια της ιστορίας πρέπει να την κάνεις προσωπική. Τότε μόνο γίνεται μαρτυρία. Γίνεται ιστορική αυτογνωσία και προσωπικός καθαρμός.
Όσο για τη μεταφυσική διάσταση των γεγονότων, να σας θυμίσω ότι σε όλα μου τα μυθιστορήματα υπάρχει ένα έντονο μεταφυσικό στοιχείο, υπερφυσικό. Με ενδιαφέρει το υπερφυσικό φαινόμενο. Πολύ περισσότερο στο “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, γιατί με βοηθούσε ο μυστικισμός που υπήρχε, το μεταφυσικό στοιχείο που ζούσε ο λαός της Βασιλεύουσας στην καθημερινότητά του, σημάδια εξωφυσικά, οιωνοί, προφητείες που εξουσίαζαν τη ζωή τους, θαύματα που τα πίστευαν από αιώνες και γενικά υπήρχε μια μεταφυσική ροπή προς έναν θρησκευτικό περισσότερο μυστικισμό. Έπρεπε να τα περάσω όλα αυτά στο μυθιστόρημα για να δημιουργήσω το κλίμα της εποχής. Και ο ίδιος ο ήρωάς μου, ο Πορφύριος, ο νεαρός πολεμιστής του αυτοκράτορα που είναι συγχρόνως και αφηγητής των γεγονότων, είναι σημαδεμένος. Φέρει στο μέτωπο το σημάδι του κύκλου, που φέγγει και ματώνει σαν προφητεία.
Όπως είναι απολύτως φυσικό, μέσα στο μυθιστόρημά σας εκφράζετε και τη δική σας άποψη για τα ιστορικά γεγονότα. Ιδιαιτέρως στέκεστε στη στάση της Δύσης στα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση του Βυζαντίου, αλλά και στη στάση που ο ορθόδοξος κλήρος, όπως και μια ανώτερη οικονομικά τάξη είχαν και η οποία τελικά άφησε αβοήθητο τον Παλαιολόγο. Πιστεύετε πως η πτώση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί; Και αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο ποια μπορεί να ήταν η εξέλιξη του ελληνικού έθνους;
Όταν γράφει κανείς ένα ιστορικό μυθιστόρημα, είναι υποχρεωμένος να πάρει θέση έναντι της ιστορίας. Τότε μόνον ο αναγνώστης θα βιώσει τις καταστάσεις εκείνες που θα τον οδηγήσουν σε μια ιστορική αυτογνωσία, σε μια ιστορική κάθαρση, και για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όσο οδυνηρά και αν είναι τα γεγονότα, πρέπει το μυθιστόρημα να προσφέρει μια τελική λύτρωση, μια απελευθέρωση. Και πιστεύω πως αυτό ακριβώς προσφέρει στον αναγνώστη το “Πήραν την Πόλη, πήραν την”. Διαφορετικά, τα ιστορικά γεγονότα τα βρίσκει κανείς και στην ιστορία. Γιατί να διαβάσει το μυθιστόρημα. Εδώ είναι η διαφορά. Το μυθιστόρημα θα του δώσει τα πρόσωπα στον ανθρώπινο αγώνα τους, θα του δώσει τα δρώμενα στο ιστορικό τους γίγνεσθαι, θα τα κάνει παρόντα, έτσι ώστε να συμμετέχει συγκινησιακά σ’ αυτά.
Και βέβαια, όπως τα ιστορώ και στο μυθιστόρημα, και ο κλήρος έκρυψε στα σεντούκια του το βιος του, και οι πλούσιοι της Βασιλεύουσας όπως ο Λουκάς Νοταράς που το πλήρωσε με τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του, και η Δύση αρνήθηκε τη βοήθεια – καίτοι ο Πάπας είχε υποσχεθεί να βοηθήσει όταν έγινε η ένωση των εκκλησιών.
Αν δεν πάρεις θέση σε όλα αυτά, γιατί να το γράψεις το μυθιστόρημα. Μόνο που πρέπει η ιστορική έρευνα να είναι ακριβής και σχολαστική. Εγώ τα στοιχεία μου, τα περισσότερα, τα πήρα από τους αυτόπτες χρονογράφους – ούτε καν από εκείνους που έγραψαν τη χρονογραφία από αφηγήσεις άλλων όπως ο Κριτόβουλος. Προτίμησα τον Φραντζή και τον Μπάρμπαρο. Ο Μπάρμπαρο ήταν Βενετός γιατρός και κρατούσε ημερολόγιο.
Τώρα για το εάν θα μπορούσε να είχε σωθεί η Βασιλεύουσα – εφόσον τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά – πιστεύω πως κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Στα ερωτήματα αυτά υπάρχει περισσότερο ο μεταφυσικός παράγοντας, το γραμμένο – όπως οι προφητείες που χίλια χρόνια πριν μιλούσαν για το πέσιμο της Πόλης.
Τελικά ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος όταν δεχότανε να στεφθεί αυτοκράτορας ήξερε ή έστω υποψιαζότανε τη μοίρα του; Με άλλα λόγια η επιλογή του στηρίχτηκε σε προσωπικές φιλοδοξίες ή στη διάθεσή του να μετατραπεί σε σύμβολο ενός έθνους;
Να γι’ αυτό ο συγγραφέας, πριν απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα, πρέπει να γνωρίζει σε βάθος την προσωπικότητα του ιστορικού προσώπου. Λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν διορατικός και με μεγάλες στρατηγικές ικανότητες, ήταν βαθιά πονεμένος (είχαν ήδη πεθάνει και οι δύο γυναίκες της ζωής του που πολύ αγαπούσε, η μία με παιδί στα σπλάχνα), ήταν ανθρώπινος και συμπονετικός. Και το πιο σημαντικό, αγαπούσε πραγματικά την αυτοκρατορία, πέρα από προσωπικές φιλοδοξίες, ονειρευόταν να την δει αναγεννημένη. Γι’ αυτό και στις 57 οδυνηρές ημέρες της πολιορκίας αγωνίστηκε με μια γενναιότητα εκπληκτική. Και έπεσε μαζί με την Πόλη του.
Μυθιστόρημα πολυσέλιδο, γεμάτο από πληροφορίες ιστορικές. Κι όμως γραμμένο μέσα σε τρία χρόνια. Άθλος συγγραφικός. Πώς το κατορθώσατε;
Τέσσερα χρόνια. Αλλά δεν ήταν η δουλειά, ο πνευματικός μόχθος της συγγραφής ή η ιστορική έρευνα που με εξουθένωσαν. Ήταν το ψυχικό άλγος, τα δάκρυα με τα οποία συμμετείχα στα συγκλονιστικά εκείνα γεγονότα των 57 ημερών, όταν λαός και αυτοκράτορας ανέβαιναν τον Γολγοθά της ύστατης αγωνίας, της θυσίας, έτσι παγιδευμένοι στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου.
Δεν έχω γράψει άλλο βιβλίο τόσο επώδυνα. Πολλές φορές στη μέση σκέφτηκα να βγω, να το παρατήσω, δεν άντεχα. Όμως είχα πια παγιδευτεί. Είχα αγαπήσει όλα εκείνα τα πρόσωπα, είχα δεθεί μαζί τους, έπρεπε να τα περπατήσω ως το τέλος, να φτάσω στον θρύλο που υπερβαίνει την ιστορία, που λυτρώνει, να λυτρωθώ κι εγώ.
Ο Πορφύριος – ο ήρωας του έργου – είναι καθαρό προϊόν μυθοπλασίας ή είχατε κάποιο πρότυπο;
Είναι καθαρά φανταστικό πρόσωπο. Όμως επειδή τα πρόσωπα που περνούν μέσα στο θρύλο είναι ή γίνονται τρισμέγιστα, και για να μπορεί ο ήρωάς μου να σταθεί πλάι σ’ αυτά, τον έπλασα με υπερφυσικές δυνατότητες, έτσι σημαδεμένο με τον κύκλο της ώχρας στο μέτωπο, έτσι με τον κεραυνό στο αίμα και με την προφητική του ικανότητα. Το “σημάδι” είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό και παράλληλα δένει με τα προφητικά “σημάδια” που προέλεγαν το πέσιμο της Πόλης.
Πέρα από την Πόλη, στο έργο υπάρχει και ένας άλλος τόπος που ιδιαίτερα τονίζετε. Η Λήμνος. Τόπος της καταγωγής σας, αλλά και τόπος που πολλά πρέπει να σημαίνει για τον ελληνισμό. Μιλήστε μας για τη Λήμνο
Η Λήμνος υπάρχει σε όλα μου τα βιβλία. Και όχι μόνο γιατί είναι ο τόπος της καταγωγής μου, θα ήταν λίγο να το πω αυτό. Η Λήμνος είναι για μένα μια υπαρξιακή αναφορά σε ό,τι κάνω στη ζωή μου, πολύ περισσότερο σε ό,τι γράφω. Ο τρόπος με τον οποίο πλάστηκε η ψυχή μου, από την παιδική ηλικία, με τους θρύλους και τους μύθους της, με την ιστορία της, δημιούργησε δεσμούς βαθύτερους, υποστασιακούς. Και ίσως δεν θα τέλειωνα ποτέ το “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, αν δεν κυριαρχούσε στο μυθιστόρημα – αφού ο ήρωάς μου ήταν από τη Λήμνο. Έτσι, μέσα από τη νοσταλγία τη δική του, δραπέτευα κι εγώ να ξεκουράσω τη σκέψη μου στα χρυσαφένια τοπία της.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αδέσμευτος της Κυριακής στις 27 Μαϊου 2001, ως επετειακό της Αλώσεως, με τίτλο: «Πήραν την Πόλη, πήραν την»
Η Κώστια Κοντολέων είναι συγγραφέας