Τότε έμαθα πως ό,τι έχει υπάρξει, δεν χάνεται. Ό,τι έχει υπάρξει, υπάρχει για πάντα στον χρόνο
Είναι η κραυγή της ύστατης αγωνίας των πολιορκημένων που πέρασε μέσα στη συλλογική συνείδηση του γένους και έγινε τραγούδι-θρήνος. Πέρασε μέσα στις διαστάσεις του θρύλου και έγινε υπέρβαση και ιστορική αυτογνωσία. Έγινε συνείδηση βαθιά και αδιάβλητη ενός σπαραγμένου ελληνισμού.
Όταν από τις Εκδόσεις Πατάκη μου είπαν πως θα βγάλουν ξανά το Πήραν την Πόλη, πήραν την, καλοκαίρι του 2016, ήμουν στη Λήμνο. Και πήρα να διαβάσω ξανά το μυθιστόρημα.
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την πρώτη του έκδοση.
Και είχαν γίνει είκοσι δύο επανεκδόσεις.
Δεν το είχα ξαναδιαβάσει από τότε, κάποια αποσπάσματα μόνο για τις επετειακές εκδηλώσεις.
Και έμεινα έκπληκτη.
Τόσο ζωντανός ήταν ο λόγος στη μνήμη μου, τόσο να ρέει μέσα στο μυαλό μου μαζί με την αγωνία που είχα ζήσει τότε, αγωνία για την κάθε λέξη που έψαχνα να βρω, για την κάθε στιγμή ή εικόνα ζωής της μαρτυρικής πολιορκίας. Θυμόμουν ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες, πώς έψαχνα να βρω την έκφραση την κατάλληλη για να διατυπώσω την αγωνία που εγώ ζούσα, καθώς ανέβαινα μαζί με τους πολιορκημένους τον μαρτυρικό δρόμο του Γολγοθά.
Με τόση δύναμη γράφτηκε το βιβλίο αυτό.
Με τόση δύναμη αποτυπώθηκε στο μυαλό μου.
Σαν να ήταν ο δικός μου όρκος. Σαν να είχα ζήσει εγώ τα γεγονότα εκείνα σε περασμένες μου ζωές.
Και ένιωσα σαν να γράφτηκε χτες. Ότι τα χίλια έτη ως η ημέρα η εχθές, όπως είπε ο ψαλμωδός. Λες και ο χρόνος είναι μια επινόηση του μυαλού.
Γιατί τα είκοσι χρόνια πέρασαν πάνω από το βιβλίο. Το χάραξαν. Το σημάδεψαν με την αγάπη των αναγνωστών.
Και σήμερα λέω πως, ίσως, παράλληλα με το πραγματικό πέρασμα του χρόνου, υπάρχει μια μυστική δύναμη που ακυρώνει τον χρόνο.
Μια δύναμη που τον αφαιρεί ή τον αναιρεί ως αίσθηση του μυαλού.
Και σήμερα, στην εικοστή τρίτη του επανέκδοση, νιώθω σαν να βγαίνει τώρα ολοκαίνουργο και ανέγγιχτο, από τα βάθη της ψυχής μου, καθαρό, με την έννοια μιας ορφικής καθαρότητας.
Και έτσι αποστασιοποιημένη πια από τις συγκινήσεις που ζούσα τότε, αναρωτήθηκα γιατί το έγραψα. Και τι εσήμαιναν για μένα όλες εκείνες οι προφητείες που επαληθεύτηκαν μία μία. Οι προφητείες που με είχαν παγιδέψει σε μια ακατανίκητη γοητεία. Μια γοητεία που ήταν μαζί και δέος και αγωνία υπαρξιακή.
Και λέω. Μπορεί και να το έγραψα για τον ρομαντικό Μικρασιάτη πατέρα μου, τον πρόσφυγα, που έζησε όλη τη ζωή του μέσα σε μια νοσταλγία αβάσταχτη και προσπαθούσε να ξαναβρεί τη μακρινή εκείνη χαμένη πατρίδα έξω από τα υλικά του κόσμου τούτου και έξω από τον χρόνο, μια πατρίδα από τα υλικά της ψυχής.
Μπορεί, λέω, αυτό να με έφερε κι εμένα εκεί να αναζητώ μια πατρίδα έξω από τον τόπο και τον χρόνο.
Πολλά χρόνια μάζευα χρονογραφίες και ό,τι υλικό έβρισκα σχετικό με το έπος της Άλωσης. Και όλο ήθελα να ταξιδεύω εκεί, να κάθομαι μέσα στη σκοτεινή Αγια-Σοφιά. Να αφουγκράζομαι τη σιωπή της. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τις αντηχήσεις, με την ίδια την κραυγή που είχε μείνει εκεί, να ανασύρω το παρελθόν της κραυγής και του σπαραγμού. Τότε έμαθα πως ό,τι έχει υπάρξει, δεν χάνεται. Ό,τι έχει υπάρξει, υπάρχει στον χρόνο. Κι όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, ένιωθα πως συμμετείχα, πως ήμουν και εγώ μέρος εκείνου του μαρτυρίου, εκείνου του μεγαλείου.
Και εδώ θέλω να πω δυο λόγια για την ελληνικότητα του Βυζαντίου, γιατί πολύς ο λόγος που γίνεται τελευταία. Κι εγώ θέλω να καταθέσω την άποψή μου, περισσότερο για τον αναγνώστη του μυθιστορήματος.
Λοιπόν, το Βυζάντιο είναι και ελληνικό!
Όχι με την έννοια της ελλαδικής γης. Η ιστορία του Βυζαντίου είναι ιστορία του ελληνισμού.
Όταν στις 11 Μαΐου του 330 ιδρύθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, περιελάμβανε και πολλές πόλεις ελληνικές. Από τη βαθιά αρχαιότητα υπήρχε εκεί ελληνισμός, στα ιωνικά παράλια και ως μέσα στον Βόσπορο, στον Εύξεινο, με πολιτισμό μεγάλο. Και σίγουρα θα μπορούσε να καταποντιστεί ο ελληνισμός αυτός κάτω από την πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του ανατολικού κόσμου.
Όμως δεν έγινε έτσι.
Τόση δύναμη είχε η ελληνική γλώσσα, αλλά και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός που σιγά σιγά, με την πάροδο των αιώνων, εξελλήνισε την τεράστια, την κατάφρακτη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Και η ελληνική γλώσσα έγινε η επίσημη γλώσσα της. Επίσης, η αρχαία ελληνική γραμματεία απετέλεσε το θεμέλιο της παιδείας των λογίων και πολλών αυτοκρατόρων.
Και εκείνο που συνειδησιακά, θα έλεγα, αποδεικνύει πόσο το Βυζάντιο είναι και ελληνικό, δηλαδή πόσο η ελληνικότητα του Βυζαντίου έγινε συνείδηση του Γένους, είναι το γεγονός ότι:
Μετά την Άλωση, όταν η δοξασμένη Βασιλίδα Πόλη είχε πέσει πια στα χέρια του Μωάμεθ, ήταν ο ελληνισμός που την θρήνησε, με εκείνα τα σπαραχτικά τραγούδια-θρήνους που σώζονται ακόμα. Και ήταν ο ελληνισμός που την πένθησε. Και την πενθεί ακόμα.
Από τότε, από τα χρόνια που το έγραφα, είχαν μείνει μέσα μου κάποια αναπάντητα ερωτήματα που όχι μόνο με βασανίζουν ακόμα αλλά και μεγεθύνονται.
Τώρα που ξαναδιάβασα το βιβλίο, αισθάνομαι πως αυτά τα ίδια ερωτήματα έγιναν μέσα μου πηγές αγωνίας. Και σε αυτά θέλω να μείνω. Έχω ανάγκη να τα δω ξανά, να τα μοιραστώ με τον αναγνώστη.
Έλεγα – κι ακόμα λέω. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός, ή αυτό που λέμε Θεό, η έννοη τάξη του κόσμου, πώς είναι δυνατόν να είχε προετοιμάσει χίλια χρόνια πριν τον θάνατο της Βασιλεύουσας, λεπτό προς λεπτό επαληθεύοντας όλες τις προφητείες.
Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ανίσχυρος ο άνθρωπος μπρος σε αυτό που είναι διορισμένο από τον χρόνο. Και όλη εκείνη η τρισμέγιστη ανδρεία των υπερασπιστών, όλη η αυτοθυσία, η υπεροχή, η λάμψη της υπεροχής, έως την τελευταία στιγμή, η θέωση, γκρεμίστηκαν αξιοθρήνητα από την επαλήθευση εκείνων των προφητειών που χίλια χρόνια πριν έλεγαν πως η Πόλη θα έπεφτε, όταν…
Όταν η σελήνη θα έβγαινε λειψή, καίτοι γεμάτη στον δίσκο της, πάει να πει, καίτοι σε νύχτα πανσέληνος. Προφητεία που την είχε πει ο μάντης Σώπατρος στον ίδιο τον Κωνσταντίνο τον ιδρυτή. Και η άλλη προφητεία: όταν αυτοκράτορας θα ήταν ο Κωνσταντίνος γιος της Ελένης. Και όταν θα χανόταν το Φως του θαύματος, εκείνο το υπερφυσικό φως, «το καταβαίνον εξ ουρανού και δι’ όλης της νυκτός άνωθεν της πόλεως εστός, διέσκεπεν αυτήν».
Την διέσκεπε έως την πεντηκοστή έκτη ημέρα της πολιορκίας, Σάββατο, 26 Μαΐου, κάθε νύχτα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω από την Αγια-Σοφιά. Αυτό το άδηλο το μυστηριακό φως που το έτρεμε ο Μωάμεθ. Και λίγες μέρες πριν από την τελική επίθεση, είχε πάρει την απόφαση να λύσει την πολιορκία και να φύγει «επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι».
Όμως δεν έγινε έτσι.
Δεν έγινε αλίμονο.
Γιατί αλλιώς ήταν το διορισμένο.
Εκείνη ακριβώς τη νύχτα, 26 Μαΐου, Σάββατο, και ενώ ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να λύσει την πολιορκία και να φύγει, το «εξ ουρανού» φως εξαφανίστηκε.
Κατέβηκε όπως κάθε νύχτα, έμεινε για λίγο πάνω από την Αγια-Σοφιά, και μετά διαλύθηκε αργά, διασκορπίστηκε προς τη μεριά της Ανατολίας, είπαν οι χρονογραφίες.
Και σκότος μέγα έπεσε στην Πόλη.
Μετά από την έκδοση του μυθιστορήματος την πρώτη φορά, κάποιοι αναγνώστες μού έστειλαν περιοδικά ξένα περισσότερο, έρευνες, που μέχρι σήμερα γίνονται, για το τι ήταν εκείνο το μυστηριακό φως.
Όμως και οι ίδιοι οι χρονογράφοι της Άλωσης, τότε, προσπαθούσαν να εξηγήσουν τι ήταν τα διάφορα σημάδια, οι διοσημίες, εκείνων των ημερών. Φαινόμενα μυστηριώδη που μαζί με τις προφητείες που τις γνώριζε ο λαός επιβεβαίωναν τον όλεθρο που ερχόταν. Αυτόν τον ακάθεκτο, τον προγεγραμμένο όλεθρο που καμιά ανδρεία ή αυτοθυσία των αμυνομένων δεν μπορούσε να σταματήσει.
Φαινόμενα όπως ο κατακλυσμός Μάιο μήνα, την ώρα της πάνδημης λιτανείας στρατού και λαού της Βασιλεύουσας. Και όπως η μεγάλη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που την περιέφεραν στη λιτάνευση, και έπεσε από τα χέρια των πολεμιστών που την κρατούσαν, έπεσε, σαν να την τραβούσε η γη, είπαν, έπεσε πρινής μέσα στις λάσπες, και δέκα πολεμιστές μαζί δεν μπορούσαν να την σηκώσουν.
Και ύστερα είπαν, πως, την ώρα που έπεσε η Βασιλεύουσα, την ώρα που έπεσε ο σταυρός της από τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς, σκοτείνιασε ο κόσμος, όπως την ώρα της Σταύρωσης του Ιησού.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι κι εγώ η ίδια μήπως, όχι μόνο τα συγκλονιστικά γεγονότα του Έπους της Άλωσης αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, αλλά και η εξίσου συγκλονιστική επαλήθευση των προφητειών. Βρίσκω πως εκεί, ακριβώς εκεί, υπάρχει μια έλξη, μια ακατανίκητη μυστηριώδης έλξη, που είναι μαζί φόβος και δέος. Η σκέψη πως βρίσκεσαι στο έλεος της δύναμης που κρύβει μια προφητεία ειπωμένη χίλια χρόνια πριν, γεννά μια ακατανίκητη ανάγκη να μάθεις όχι μόνον αν θα επαληθευθεί η προφητεία, αλλά στην ουσία, να μάθεις τι είναι αυτό το τόσο δυνατό που αλάνθαστα θα την επαληθεύσει.
Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, θυμάμαι, ζούσα ως τα κατάβαθα του είναι μου αυτό το δέος. Και βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ μέσα στον χρόνο και μέσα στα γεγονότα, να βρω, να βιώσω, αυτό που ζούσαν οι τραγικοί εκείνοι πολιορκημένοι, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας και ο λαός του.
Φόβος και δέος μαζί.
Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, θυμάμαι, ζούσα ως τα κατάβαθα του είναι μου αυτό το δέος. Και βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ μέσα στον χρόνο και μέσα στα γεγονότα, να βρω, να βιώσω, αυτό που ζούσαν οι τραγικοί εκείνοι πολιορκημένοι, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας και ο λαός του, έτσι παγιδευμένοι μέσα στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου.
Έτσι να νικούν νίκες γιγάντιες και την ίδια στιγμή να νικιούνται από την πεπρωμένη στιγμή.
Γιατί νικούσαν. Όλες τις πενήντα επτά ημέρες της πολιορκίας νικούσαν τα αιμοχαρή ασκέρια του Μωάμεθ. Και έλεγαν, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα να κρατήσουν, λίγο ακόμα να τους βοηθήσει ο Θεός. Μόνο που ο Θεός έλειπε. Και εκείνοι πολεμούσαν ίσαμε την τελευταία στιγμή, ξέπνοοι και ματωμένοι. Γίγαντες ή ημίθεοι, περιμένοντας το θαύμα.
Και αυτή τη στιγμή λέω.
Ίσως δεν νικήθηκαν από την ξεχασμένη πυλίδα. Την Κερκόπορτα. Ή από τα άγρια στίφη, αλλά από την επαλήθευση των προφητειών.
Από την Πεπρωμένη Στιγμή.
Γιατί ήταν μοιράμενη η Πτώση.Ήτανε θέλημα θεού, είπε το δημοτικό τραγούδι. Θέλημα θεού που χίλια χρόνια πριν είχε διατυπωθεί στην προφητεία.
Σαν να ήταν η μοίρα αυτού του χαμού πιο δυνατή.
Ή σαν να είχε εγγραφεί στις αθέατες διαστάσεις του χρόνου και δεν γινόταν να ακυρωθεί.
Και ομολογώ πως, αυτή την τελευταία φράση, χρειάστηκε πολλή δουλειά για να την αποδεχτώ.
Δεν γινόταν να ακυρωθεί.
Γιατί εκείνες οι άλλες διαστάσεις του χρόνου οι άγνωστες, ήταν πιο δυνατές.
Ακόμα με βασανίζουν, σαν αναπάντητα ερωτήματα, οι διοσημίες εκείνες, τα σημάδια, που φάνηκαν τις τελευταίες ημέρες προαναγγέλλοντας τον θάνατο.
Πολλές φορές, έρχεται στον ύπνο μου η κραυγή. Και με ξυπνά. Η κραυγή του Πορφύριου, η κραυγή εκείνη που για μένα ήταν μια αναγωγή στην περιπέτεια ολόκληρου του τότε σπαρασσόμενου ελληνισμού.
Έρχεται στον ύπνο μου. Η κραυγή. Την ώρα που ο ματωμένος μου Πορφύριος έδωσε τον γιο του, τον Κωνσταντίνο του, τεσσάρω χρονών ούτε, τον έδωσε στους άγνωστους που έφευγαν, για να τον σώσει.
Από πού ανεβαίνει αυτή η κραυγή μέσα μου.
Από ποιες απρόσιτες κοίτες ζωής άλλης που κοιμούνται στα βάθη της ψυχής μας.
Και λέω. Τόσο ευάλωτοι είμαστε ως άνθρωποι. Τόσο ελλιπείς.
Τόσο λίγα μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε.
Νιώθω πολλή συγκίνηση που το μυθιστόρημα μου αυτό κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μια καινούρια διαδρομή ζωής!
Κάποια πράγματα δεν τα ορίζουμε εμείς. Γεννιούνται από εμάς, όμως έχουν τη δική τους μοίρα. Και νιώθω πως το μυθιστόρημα αυτό είναι πιο δυνατό από εμένα.
Εγώ μπόρεσα και το έγραψα. Αυτό μόνον.
Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που μπόρεσα και το έγραψα.
Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω άλλη μια φορά τις Εκδόσεις Πατάκη, που εν μέσω κρίσης απειλητικής, έβγαλαν το ογκώδες αυτό βιβλίο. Να ευχαριστήσω την Άννα Πατάκη που με τόση αγάπη φρόντισε την νέα αυτή Διαδρομή του στον Χρόνο.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαστιχο, 28 Μαίου 2017, με τίτλο “Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου σε α’ πρόσωπο”