Το επικό βιβλίο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου «Πήραν την Πόλη, πήραν την», ένα αξεπέραστο μυθιστόρημα και το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί για την Άλωση, κυκλοφορεί και πάλι
Είχα πάει για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη της δεκαετίας του 90. Και εκείνο που έκανα αυτό το πρωινό λίγες ώρες μετά την άφιξη μας ήταν να πάω στην Αγιά Σοφιά. Για μας τους Έλληνες, δεν είναι η Κωνσταντινούπολη και το σύνολο της ιστορικής πορείας της, που έχει γραφτεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Είναι το τραγικό και ηρωικό έπος της Άλωσης της στις 29 Μαΐου 1453, που έχει φωλιάσει βαθιά στη συνείδηση μας , για λόγους ανεξερεύνητους.
Μέσα στην σχετικά σκοτεινή Αγιά Σοφιά, είχα τότε την εντύπωση πως γύρω μου κυκλοφορούσαν τα φαντάσματα, αυτών των ηρωικών τελευταίων ανδρών, που προτίμησαν να πεθάνουν, για να γράψουν μιαν ακόμη σελίδα της Ιστορίας, από αυτές που το αίμα εκείνων που χάθηκαν, τις κρατάει όχι στην μνήμη μας, αλλά στην ψυχή μας.
Λίγο αργότερα εκείνο το μεσημέρι, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου. Το «Πήραν την Πόλη, πήραν την…». Ήταν αυτή η φράση που ακουγόταν με οδύνη τις επόμενες μέρες από την Άλωση, σε όλη την Ελλάδα, από τα στόματα εκείνων που μετέδιδαν το γεγονός της πτώσης. Μια φράση που μοιάζει να ακούγεται ακόμη. Σαν να αντηχεί ανάμεσα στους αιώνες.
Πολύ γρήγορα χάθηκα και αφέθηκα μέσα στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος, καθώς είναι αδύνατον μερικές φορές να αποφύγεις την μαγεία που βγαίνει από τις σελίδες κάποιων βιβλίων, που σε κάνουν να νομίζεις ότι δεν γράφτηκαν από κάποιο μυαλό στο σήμερα, αλλά από κάποια ψυχή που ταξιδεύει στον χρόνο, από κάποιον υπερβατικό Νου.
Αφέθηκα στις σελίδες αυτού του βιβλίου, όπως συμβαίνει με κάποια σπάνια βιβλία. Τις επόμενες μέρες, είχα την εντύπωση πως οι ήρωες του μυθιστορήματος, ο Πορφύριος και η Ελένη του, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης και οι άλλοι ήρωες που χάθηκαν στα τείχη της πόλης, περπατούσαν μαζί μου. Αλλά όχι δίπλα μου. Μέσα μου σαν να προσπαθούσαν με τα μάτια μου να δουν πως είναι σήμερα αυτή η Πόλη που τους διάλεξε η Μοίρα για να πραγματώσουν το έπος.
Μου είχε κάνει εντύπωση το γράψιμο της Μαρίας. Είναι ένα γράψιμο, στιβαρό, επικό, που μοιάζει να είναι γραμμένο από χέρι και μυαλό ανδρικό, που καταλαβαίνει, την μοιραία απόφαση που μπορεί να πάρει ένας άντρας, κρατώντας το σπαθί, που θα γράψει την Ιστορία. Και δεν μπορούσα να ταιριάξω αυτό το γράψιμο, με την εικόνα της ευγενικής γυναικείας μορφής,, που συνόδευε το όνομα της συγγραφέως. Ήταν αυτός ο λόγος… η περιέργεια, για το μυστήριο που έκρυβε η συγγραφέας. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου.
Ήταν αυτό ο λόγος που της τηλεφώνησα λίγες μέρες αργότερα, όταν γύρισα στην Αθήνα. Και πήγα τότε και την συνάντησα στο σπίτι ης στο Ψυχικό, μια και ήθελα να γράψω και για την ίδια και για το βιβλίο. Και είδα αυτό το περίεργο πλάσμα που με υποδέχτηκε τότε μαζί με τον άντρα της . Την μικροκαμωμένη γυναίκα με τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Και δεν πήγα μόνο μια φορά. Και ήταν τότε που σχημάτισα την εντύπωση, ότι η Μαρία δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουν τα μάτια σου. Μπορεί να σερβίρει ευγενικά το καφέ και τα άλλα πράγματα που θα σε κεράσει, μιλώντας με την καλοσυνάτη φωνή της. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου είναι ένα από εκείνα τα σπάνια, ξεχωριστά πλάσματα που φέρουν το χάρισμα της μεταφυσικής εμπειρίας. Μέσα της και γύρω της, κυκλοφορούν οι ήρωες των μυθιστορημάτων της και ξέρω…Ξέρω πως όταν γράφει… της μιλάνε με την ψιθυριστή φωνή τους και της περιγράφουν, τις εμπειρίες τους. Και της λένε για την ζωή και για το θάνατο τους, αυτά που δεν θα πουν σε κανέναν άλλον. Η Μαρία δεν γράφει απλώς για αυτά. Τα ζει. Τα «θυμάται».
Ίσως και να ήταν και αυτή εκεί. Τότε.
Είχα χρόνια να δω την Μαρία. Και πήγα και την ξαναείδα τώρα που το βιβλίο της κυκλοφορεί και πάλι από τις εκδόσεις Πατάκη.
Δεν έχει αλλάξει. Είναι ίδια όπως και την τελευταία φορά που την είδα. Ο άντρας της δεν υπάρχει πια. Ζει μόνη της… Μόνη της;… Όχι ακριβώς… Έχει τα περίεργα πλάσματα που της κάνουν συντροφιά και της μιλάνε…
To βιβλίο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Που δεν γράφτηκε ούτε εύκολα ούτε τυχαία. Για να το γράψει η συγγραφέας χρειάστηκε πρώτα να κάνει έρευνες και να μελετήσει το θέμα της για 4 ολόκληρα χρόνια. Γι’ αυτό και στις περισσότερες από 700 σελίδες του, δεν θα βρείτε μόνο ένα επικό μυθιστόρημα με ήρωες που έμειναν στην Ιστορία, αλλά και μια εκπληκτικά ακριβή ιστορική αφήγηση, που παρακολουθεί τους ήρωες και τα γεγονότα εκείνων των ημερών λεπτό προς λεπτό και σπιθαμή προς σπιθαμή και είναι χωρίς αμφιβολία το καλύτερο ιστορικό ντοκουμέντο που έχει γραφτεί για την Άλωση και τους ήρωες που σφράγισαν εκεί τη Μοίρα τους.
«Αυτό που έλπιζα να κάνω» λέει η συγγραφέας « ήταν να ανακαλύψω αυτό που παραμένει έξω από την Ιστορία: το πάθος, το θαύμα και το τραγικό μεγαλείο αυτών των πολιορκημένων ανθρώπων, που είχαν εγκαταλειφθεί και από το Θεό και από τους ανθρώπους. Όλα αυτά προσπάθησα να απεικονίσω μέσα από τον πόνο της Μίας Συνείδησης, της Μιας Μοναχικής Κραυγής, έτσι ώστε οι σημερινοί άνδρες και γυναίκες, να μπορέσουν να συμμετάσχουν σ’ αυτό το εκπληκτικό γεγονός, που καθόρισε την ιστορική πορεία της τελευταίας χιλιετίας.
Πιστεύω πως μόνο η ιστορική αυτογνωσία μπορεί να οδηγήσει ένα έθνος στο να μετουσιώσει το αίμα και ότι ο θάνατος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποτελεί το ιστορικό παρελθόν των σύγχρονων ανδρών και γυναικών. Στο πνεύμα της ειρηνικής συνύπαρξης που σκιάζεται από τη νέα χιλιετία, η γνώση της ιστορικής αλήθειας, είναι αυτή που θα διαμορφώσει, το νέο οικουμενικό ανθρώπινο ον».
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΛΙΚ, στις 13 Φεβρουαρίου 2017
Ο Άρης Τερζόπουλος είναι συγγραφέας και εκδότης περιοδικών και βιβλίων τέχνης