Η Λήμνια ποιήτρια Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου κυκλοφόρησε το τέταρτο ιστορικό της μυθιστόρημα « Πήραν την Πόλη Πήραν την… » το φθινόπωρο του 1995. Πρόκειται για μια εθνική επική σύνθεση, που, με την πλούσια γλώσσα, το ρέον ύφος και τους ποιητικούς τόνους, όχι μόνο συγκινεί και μαγεύει, αλλά και διαιωνίζει τη μνήμη των ηρώων εκείνων που υπερασπίστηκαν την Βασιλίδα Πόλη.
Την ονομάζομε ποιήτρια, γιατί ως ποιήτρια πρωτοεμφανίστηκε στα νεοελληνικά γράμματα, το 1959, με την ποιητική συλλογή « Συναντήσεις» και σ’ όλα τα έργα της πεζά, θεατρικά και δοκίμια φανερώνει σαφώς μια ποιητική αίσθηση του λόγου, που τον αναρριπίζουν και τον ζωογονούν λυρικές πνοές. Την άποψη ετούτη τη στηρίζει και η ίδια σε μια « εκ βαθέων» εξομολόγησή της σε συνέντευξη που παραχώρησε σε δημοσιογράφο, για το πώς λειτουργεί, όταν γράφει τα έργα της.
«Πάντως, το πρώτο υλικό μου είναι η ποίηση. Με ποίηση ξεκίνησα και μόνο μέσα στην ποίηση μπορώ να αναζητώ τη διαίσθησή μου για τον κόσμο ή το νόημα που κρύβει η περιπλάνηση του ανθρώπου πάνω στη Γη, ανάμεσα στη μεταφυσική του ονείρου και στην εγκόσμια περιπέτεια. (…) Είναι η προσωπική μου σχέση μαγείας με τα πράγματα».
Η Λήμνος είναι το γενέθλιο νησί της. Εδώ, για πρώτη φορά, αντίκρισε το φως του Αιγαίου που «έχτισε από παιδί τη σκέψη της» – κατά την έκφρασή της – και εκλέπτυνε την ευαισθησία της. Εδώ, στο γυμνό αλλά πανώριο τοπίο του νησιού της, πού το δέρνουν όλοι οι άνεμοι, « στο γλαυκό και στο γαλάζιο, στο μενεξεδί το χρώμα των βουνών της, στο πορφυρό των όρθρων της», όπως το βλέπει η ίδια, έζησε τα παιδικά της χρόνια, δέχτηκε το παρθενικό φίλημα της Μούσας της, «μορφώθηκαν οι βουλές της ποιήσεώς της» και βίωσε τους πρώτους σπασμούς των καλλιτεχνικών της ωδίνων. Η Λήμνος, όπως φανερώνει στο έργο της, είναι ο μεγάλος έρωτάς της, «έζησε στην καρδιά του ήλιου της και στη νύχτα του μύθου της». ΄Εγινε η μοίρα της και την κουβαλάει στην εφήμερη εγκόσμια περιπέτειά της. Γράφει σ’ ένα ποίημά της. «Έτσι σε κουβαλώ/ Μια διαφάνεια υδάτινη / στον εγκόσμιο χρόνο μου/ Εγώ/ Γη από τη γη σου / Λιθάρι φθαρτό από το βράχο σου / και τις νύχτες οι καιροί κυλιόμενοι στα μάτια μου / Την ψυχή σου / Μνήμες ακοίμητες / Ξεδιπλώνουν…»
Από τον πατέρα της , που ήρθε πρόσφυγας από τα νησιά της Προποντίδας και εγκαταστάθηκε στη Λήμνο, το 1922, απόχτησε και δεύτερη πατρίδα, που είναι ο δεύτερος μεγάλος έρωτάς της. Ακούγοντας στα παιδικά της χρόνια τις αφηγήσεις του για τα μεγαλεία της Πόλης, «που ήτανε θέλημα Θεού να τουρκέψει», τις αποτύπωσε τόσο βαθιά μέσα της, «που έγινε ένα κομμάτι, ένας φθόγγος από τη ζωή της» (Ρίλκε). Γράφει στο «Σπίτι μου της Μικρασίας». «Όταν αναρωτιέμαι ποια είναι η πατρίδα μου, δεν μπορώ να σταθώ μόνο στη Λήμνο. Μέσα βαθιά μου αισθάνομαι πως η πατρίδα μου η αληθινή είναι εκεί. Πως ήρθα από εκεί. Πως η ψυχή μου περιπλανήθηκε, πριν από μένα, στους τόπους εκείνους των προγόνων μου.»
Μνημονεύει ποιητικά τις μικρασιατικές ρίζες της και στο Όγδοο Πέρασμα της ποιητικής συλλογής « Μυστικό Πέρασμα».
Ιωνικός ήλιος ρέει στις φλέβες μου
Κι ελευθερώνει από τα σπλάχνα μου
Το λόγο.
Από τούτη τη ρωγμή του χρόνου
Από τούτη την ιωνική αλήθεια
was I born
Γι αυτό τα μάτια μου είναι γεμάτα
Παράδεισους αλλοτινούς.
Είναι πλούσιο το συγγραφικό της έργο και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Είναι μια αξιόλογη εκπρόσωπος της μεταπολεμικής γενιάς του ’60, που αναγνωρίστηκε και καταξιώθηκε από την επίσημη λογοτεχνική κριτική και εγγράφηκε ως «πολίτης εις των ιδεών την πόλιν».
Το νέο έργο της ποιήτριας, που παρουσιάζουμε σήμερα, είναι αυθεντικό ιστορικό μυθιστόρημα, γιατί, όπως και τα έργα του πατέρα του είδους Walter Scott, έχει, ως κεντρικό ήρωα και πρωταγωνιστή, ένα πλασματικό πρόσωπο και όχι μια ιστορική προσωπικότητα. Εκτός από πρωταγωνιστής ο ήρωάς της γίνεται και το υποκείμενο της αφήγησης. Με δεξιοσύνη συνθέτει επιτυχώς το πραγματικό με το πλασματικό, το ιστορικό με το φανταστικό.
Ως αφηγηματική τεχνική χρησιμοποιεί η ποιήτρια την πρωτοπρόσωπη αυτοβιογραφική αφήγηση και τον ευθύ λόγο στους διαλόγους. ΄Ετσι, τα αφηγούμενα ιστορικά και φανταστικά γεγονότα αποχτούν το χαρακτήρα της προσωπικής μαρτυρίας. Ο αφηγητής έχει την ευχέρεια να κάνει αναδρομές, να μην πλέκει γραμμικά τα επεισόδια και να κινείται άλλοτε στο σήμερα και άλλοτε στο «χτες». Ιστορώ τα γεγονότα – γράφει η μυθιστοριογράφος – από την αρχή, τα ιστορώ και από τέλος. Όμως δεν υπάρχει αρχή, ούτε τέλος. Είναι ο κύκλος.(σ.181). Έτσι, ο αφηγηματικός της λόγος έχει υποβλητική αμεσότητα, έντονη δραματικότητα και αφυπνίζει την περιέργεια και την αγωνία του αναγνώστη για την τελική έκβαση της περιπέτειας του πλασματικού ήρωα.
Ο πλασματικός ήρωας και αφηγητής ονομάζεται Πορφύριος Σγουρομάλλης, γεννήθηκε στον΄Αγιο Αλέξανδρο της Λήμνου, γενέθλιο χωριό της ηρωίδας Δοξανιώς, με τη σφραγίδα της δωρεάς στο μέτωπο. ΄Ηταν μια «κηλίδα από φως της ώχρας», η οποία, σε δύσκολες ώρες «μάτωνε και έφεγγε σαν προφητεία». Ήταν μακρινός απόγονος του αδελφού της Δοξανιώς Θεοδόσιου Σγουρομάλλη, που υπηρέτησε ως υπασπιστής του «θεόστεπτου» αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Η ποιήτρια ταυτίζεται με τον χαρισματικό ήρωά της, αποτελεί το alter ego της και η φωνή του είναι η δική της φωνή.
Στη λαϊκή ψυχή του Λημνιού ήρωα αποτύπωσε τη μαγική και γεμάτη μυστικισμό φιλοσοφία του ελληνικού λαού της εποχής εκείνης, που πίστευε, ότι αόρατες μυστικές δυνάμεις ρυθμίζουν τα ιστορικά γεγονότα και ότι η άλωση της Πόλης ήταν «διορισμένη», «πεπρωμένη». Την ημέρα όμως της καταστροφής ο ίδιος ο λαός υπερέβη το ακραίο όριο της απόγνωσης και άγγισε την ελπίδα και την πίστη, ότι, σύντομα, με την επέμβαση θείων και υπερφυσικών δυνάμεων, η Πόλη θα ξαναγίνει δική του και ο Τούρκος θα διωχτεί ως την Κόκκινη Μηλιά. Από τούτη την οπτική γωνία του λαού της πολιορκημένης Βασιλεύουσας, που εναγώνια περίμενε το θαύμα που θα την έσωζε από τον Τούρκο, αντικρίζει τα ιστορικά γεγονότα ο αφηγητής. Ωστόσο, παρά τις παρακλήσεις και τις προσευχές, το θαύμα δεν έγινε ως την τελευταία ημέρα της άλωσης. « Κανείς – γράφει με απόγνωση ο αφηγητής – δεν ακούει φτερούγα αγγέλου, κανείς δεν βλέπει τη Θεοτόκο να προπορεύεται, όπως άλλοτε, με την πολεμική της πανοπλία» (σ.502).
Ο αφηγητής, δωδεκάχρονο αγόρι, γνώρισε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στον Κότζινο της Λήμνου, την ημέρα της κηδείας της συζύγου του Αικατερίνης (Αύγουστος, 1442).
Απ’ εδώ αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια, που αποτελεί τον ιστό των φανταστικών γεγονότων, τα οποία συνείρονται εύστοχα με τα ιστορικά. Έφηβος έφτασε στο Μιστρά (1449), παραβρέθηκε στη στέψη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ως αυτοκράτορα, τον ακολούθησε στην Πόλη και διορίστηκε οφικιάλιος της ανακτορικής φρουράς. Στις 57 ημέρες της πολιορκίας πολέμησε από τα τείχη με πάθος και παράτολμη παλικαριά τους επιτιθέμενους Τούρκους δίπλα στον βασιλέα. Στο βάθος όμως η σκληρή στις μάχες ψυχή του παλικαριού είναι τρυφερή και ανθρώπινη. Κι όταν σκοτώνει εχθρούς, η καρδιά του πονάει. Την ημέρα της άλωσης βρίσκεται πάνω στα τείχη, όπου οι υπερασπιστές τους περιμένουν τη δεύτερη επίθεση του εχθρού. Βλέπει να πλησιάζουν οι επιτιθέμενοι και μονολογεί μέσα του.
«…Κι εμείς περιμένουμε. Είμαστε οι στρατιώτες του Χριστού και είναι οι στρατιώτες του Προφήτη. Σε λίγο θα συγκρουστούμε με λύσσα, θα μαχαιρωθούμε με λύσσα, και ύστερα θ’ αγκαλιαστούμε νεκροί, αδελφωμένοι, θα μοιραστούμε την ίδια παγεράδα της γης, τον ίδιο αέρα για το ψυχορράγημά μας. Τρομάζω. Πιάνω τον εαυτό μου να με λογαριάζει ανάμεσα στους νεκρούς και ανατριχίλα κυλάει στο αίμα μου. Σφίγγω με δύναμη τη λαβή του σπαθιού – κύριε, βοήθησον με εν τάχει, Κύριε…Κύριε…» (σ. 503). Εδώ διαβάζουμε το σαφές και βαθύτατα ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό μήνυμα, που πέμπει η ποιήτρια στον σημερινό κόσμο και ιδιαίτερα στη νέα γενιά.
Ο ήρωας, μετά την πτώση της Πόλης και αφού προηγούμενα φυγάδευσε τη γυναίκα του Ελένη – τον μεγάλο έρωτά του – και τον χαρισματικό γιο του Κωνσταντίνο, επιστρέφει στη Λήμνο. Μονάζει σε μια σκήτη κοντά στο ναό των Καβείρων με το όνομα Νικώνιος. Εδώ, στο γενέθλιο νησί του, στο νησί των παιδικών χρόνων και της εφηβείας του, ζει ολομόναχος, αναπολώντας καθημερινά τα δραματικά και πικρά γεγονότα της άλωσης της Πόλης και γράφει τις μνήμες του από την πολιορκία και την πτώση της Βασιλεύουσας, για να παραδώσει τα χειρόγραφα στο γιο του Κωνσταντίνο που τον περιμένει να έρθει στο νησί. Είναι αυτός, ο Κωνσταντίνος, ο γιος της Ελένης, που έχει το σημάδι της δωρεάς στο μέτωπο και, σύμφωνα με κάποια λαϊκή προφητεία, «θα μπει ελευθερωτής στην Πόλη».
Το νήμα της αφήγησης της προσωπικής του περιπέτειας αρχίζει από τη Λήμνο, περνά από το Μιστρά, φτάνει στη Βασιλεύουσα και καταλήγει στη Λήμνο, σχηματίζοντας έτσι, έναν πύρινο κύκλο. Σ’ αυτόν τον αφηγηματικό ιστό πλέκει, με αρχιτεκτονική συμμετρία, τα ιστορικά και τα φανταστικά επεισόδια. Ο αφηγητής, ως δρων πρόσωπο, περιγράφει πρόσωπα και πράγματα με έντονα χρώματα, ψυχογραφεί τους πρωταγωνιστές και παρασταίνει ζωντανά την έσχατη αγωνία αλλά και την παρακμή του κράτους. Με ξεχωριστή στοργή ψυχογραφεί τον αυτοκράτορα, που οι ανθενωτικοί δημαγωγοί, περιφερόμενοι στους δρόμους και τις πλατείες, τον λοιδορούσαν, αντί να αγωνίζονται στα τείχη για τη σωτηρία της Πόλης. Ο βασιλέας στάθηκε όρθιος στην έπαλξη του χρέους και έπεσε ηρωικά μαχόμενος στην Πύλη του Ρωμανού. Ετήρησε το λόγο του
« Εάν η Πόλις μου απωλεσθή – είπε – θα συναπολεσθώ μαζί της» (σ.344). Διέσωσε έτσι με τη θυσία του και την προσωπική και του γένους του την αξιοπρέπεια και αρκετών φανατισμένων ανθενωτικών, που προτιμούσανε να δούνε στην Πόλη
«φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν» (σ.110).
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο. Και, όπως μας λέει η μυθιστοριογράφος, « η πολιορκία της Βασιλεύουσας δεν τελείωσε με το θάνατό της, εισχώρησε στα σώματα των επιζώντων, που την κουβάλησαν στα πέρατα του κόσμου…», έγινε θρύλος.
Ο θρύλος αυτός παρακίνησε την ποιήτρια να συγγράψει το νέο της ιστορικό μυθιστόρημα. Μελέτησε με πολλή προσοχή, σχεδόν εξονυχιστικά, τους χρονογράφους της άλωσης (Γ.Φραντζή, Δούκα, Κριτόβουλο, Barbaro) και άλλες πηγές (Ράνσιμαν, Σλυμπερζέ, Κ.Παπαρρηγόπουλο), για να συνθέσει το άρτιο μυθιστόρημά της.
Η ζοφερή εικόνα των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου, όπως την παρουσιάζουν οι χρονογράφοι της Άλωσης, σίγουρα θα προκάλεσε βαθύτατο πόνο στη ψυχής της. Ο πόνος όμως δεν έπνιξε την έμπνευσή της ποιήτριας. Ό ήλιος της Ιωνίας «ελευθέρωσε το λόγο από τα σπλάχνα της» για να μας αφηγηθεί και να μας περιγράψει τα δραματικά, τα αυτόχρημα επικά γεγονότα της πολιορκίας και άλωσης της Βασιλίδας Πόλης.
Είναι ένας αφηγηματικός λόγος βαθύτατα βιωματικός, οιστρήλατος, αναβλύζει εκ των εγκάτων της, ο οποίος συνεχώς πάλλεται και στίλβει έτσι ώστε να απεικονίζει και τις πιο ευαίσθητες συσπάσεις πόνου και οδύνης του αφηγητή.
Μέσα σ’ αυτόν τον ποταμό των 603 σελίδων, το αφηγηματικό πάθος της ποιήτριας διατηρεί την έντασή του και ο λόγος της δεν χαλαρώνει ούτε στιγμή. Είναι πάντα ακμαίος και σφριγηλός, πειστικός, άμεσος.
Γράφει ο Γερμανός φιλόσοφος Oswald Spengler, «Τη φύση πρέπει κανείς να την αντιμετωπίζει επιστημονικά, για την ιστορία πρέπει να κάνει ποίηση». Και ποίηση έκαμε η Μαρία Λαμπαδαρίδου. Μας έδωσε ένα εθνικό έπος σε πεζό λόγο, στο οποίο υπάρχει πολλή ποίηση και το διαπερνά ένα γνήσιο βαθύ ρίγος. Το ιστορικό υλικό των Βυζαντινών χρονογράφων, που το αφομοίωσε με πολύ πόνο και μόχθο, το περιέβαλε με «το επαγωγόν προσωπείον του μύθου», το έκαμε ένα γοητευτικό και μαζί σπαρακτικό αφήγημα που εκτείνει, εντείνει και ανατείνει την ψυχή του αναγνώστη.
Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008