Είναι λάθος να πιστεύει κανείς πως υπερρεαλισμός είναι η έλλειψη επαγωγής του λόγου ή πως είναι μόνον η υπέρβαση του πραγματικού και η δημιουργία μιας υπερ-πραγματικότητας όπου κυριαρχούν άλλοι νόμοι του νοείν και του είναι του κόσμου. Υπάρχει βαθύτερα μια διάσπαση του θεμελιακού νόμου της ζωής που δημιουργεί το παράλογο του κόσμου, μια εξέγερση αυτού του θεμελιακού νόμου που κρατά τα θεμέλια της ελλογικότητας και της κοσμικής τάξης.
Κάποτε, σε κάτι ραδιοφωνικές εκπομπές που έκανα με τίτλο «Περπατώ και ονειρεύομαι», έλεγα ότι ο υπερρεαλισμός είναι η ίδια η καθημερινότητά μας, υπάρχουμε σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, η μια αναδυόμενη μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμη και όνειρο, από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου, πράγμα που μέχρι σήμερα το πιστεύω. Όμως η ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου, ιδιαίτερα στις τελευταίες του συλλογές όπως «Στα πρόσω ιαχής», πιστεύω πως αποτελεί μια μετα-υπερρεαλιστική περίπτωση, μια διάσπαση ολόκληρου του ποιητικού του γίγνεσθαι, έξω από κάθε μορφή ή σχολή, έξω από κάθε έλλογη σημασιολογία. Έχει φτάσει στο «ουδενός χωρίον», όπου καμιά ποιητική «παράταξη» δεν τον διεκδικεί πια. Εκεί, σε εκείνη την επώδυνη διάσπαση του ποιητικού του γίγνεσθαι, στην απόλυτη ελευθερία προσέγγισης του κοσμικού «Χάους», οικοδομεί την νέα εκφραστική του.
Θυμάμαι, όταν είχα διαβάσει την τελευταία αυτή ποίησή του, είπα, δεν μπορώ να γράψω, τόσο απροσπέλαστη μου φάνηκε. Όμως ήταν μια πρόκληση. Να δοκιμάσω την αντοχή της προσωπικής μου όρασης σε ένα ποιητικό σύμπαν διασπασμένο και αιωρούμενο πάνω από τη «γεωμετρία του κβαντικού Χάους». Δεν ήταν τυχαίο που ο Έκτωρ Κακναβάτος τόσο πολύ μιλούσε στην ποίησή του για το «Χάος» και την πιθανή μορφολογία του. «Στην Ησιόδεια εκδοχή του, γράφει, το Χάος ακούγεται σαν ένα διανοητικό εφεύρημα που απαντά στην ανάγκη ύπαρξης ενός σημείου αναφοράς, προκειμένου να αναχθεί το γίγνεσθαι σε μια χρονική αφετηρία». Το Χάος, λοιπόν, ήταν για κείνον το σημείο αναφοράς. Επάνω του οικοδόμησε το ποιητικό του γίγνεσθαι. Και εκεί, «στη χαοτική νηνεμία, κάθε μορφή θα πρέπει να επιστρέφει», γράφει αλλού. ΄Αλλωστε, το Χάος το έδωσε με άπειρες ποιητικές εκδοχές, στη συλλογή του «Χαοτικά», (1997, Άγρα). Και, πιστεύω, από την πρώτη του ακόμα ποίηση, την σχεδόν λυρική, η έννοια του γεωμετρίας Χάους αλλά και της κβαντικής διάστασης των πραγμάτων, παίδευαν τη σκέψη του.
Στην ποίησή του «Στα πρόσω ιαχής», αλλά και στην προηγούμενη, «Ακαρεί», (2001, Άγρα), μοιάζει να υπερβαίνει και αυτή την διεγερμένη γεωμετρία του Χάους. Ή, σαν να έχει διασπαστεί το ίδιο το Χάος, συμπαρασύροντας στη διέγερσή του και τον ίδιο τον ποιητή, έτσι που το ποιητικό του σύμπαν να έχει μεταμορφωθεί σε μια επώδυνη εν-αιώρηση, όπου οι λέξεις πετράδια πολύτιμα, σπάνια, σαν θεμέλιοι λίθοι μιας γλώσσας ακμάζουσας στην αφάνειά της. Οι λέξεις στην παρούσα ποίησή του μοιάζουν σηματωροί ενός κατακερματισμένου νοήματος, μιας αρχέγονης πρώτης ύλης, που σημαίνει το Άδηλο, και που μόνον ψηλαφείς τα ίχνη της πίσω από το ακατάληπτο και το αινιγματικό.
Το Άδηλο ήθελε διακαώς να χαρτογραφήσει ο Έκτωρ Κακναβάτος και όχι μόνο με τις τελευταίες του ποιητικές συλλογές. Αυτό το μυστηριώδες «Αθέατο», που εξουσιάζει το μέσα και έξω στο ποιητικό γίγνεσθαι των πραγμάτων, καταργώντας όλες τις διάρκειες, όλες τις έννοιες του χρόνου, αλλά και μετα-ποιώντας χύδην τα κοσμικά υλικά σε ποίηση. Σε παλαιότερη ποιητική συλλογή του, «Η κλίμακα του Λίθου», έγραφε: «ένα θεό μέσα στην πέτρα βρήκα που με γνώριζε / κι άστραψα πλάι του κοπίδι λίθινο». Και στα «Βραχέα και Μακρά» έγραφε: «Η πραγματικότητα είναι ο ορατός, ψηλαφητός φλοιός του Χάους». Ίσως για να σκεφτούμε πως ο υπερρεαλισμός πια της εκφραστικής του, αυτή η ποιητική του υπερ-πραγματικότητα, θα μπορούσε να είναι το Υπερ-Χάος. Με αυτή τη διαλεκτική των κοσμικών στοιχείων και μεταμορφώσεων μαρτυρεί ο Κακναβάτος τις θέσεις του στον κόσμο της «αναμέτρησης με το τερατώδες». Έτσι οι στίχοι: «και που δεν σάστισες σαν μέσα στο ψωμί / αντίς πετροχελίδονο βρήκες το πέδιλο / του αρχάγγελου», ή: «Κι εγώ / στις τσέπες μου όσο γινόταν πιο βαθιά / επώαζα φυσίγγια», μαρτυρούν τον τρόπο της μετα-ποίησης των κοσμικών στοιχείων.
Και όμως, παρά την τόσο ερμητική ποίησή των τελευταίων του συλλογών, βρίσκεις εικόνες ενός καθαρού υπερρεαλισμού, που έχουν την ίδια σαγήνη με παλαιότερες, όπως: «κανένας τους δεν μαρτυρούσε που το σπίτι / κινούσε νύχτα από μόνο του / παίρνοντας το στρατί / για τα κακόφημα άστρα». Κι αλλού: «ξέμεινε πίσω κι έρημο να αλυχτά / το κόκαλο του σκοταδιού». Πιστεύω πως ο Έκτωρ Κακναβάτος υπήρξε ο μοναδικός ποιητής που τα υλικά της ποίησής του ήταν τα ίδια τα κοσμογονικά στοιχεία. Οι αρχέγονες συλλαβές μιας ρέουσας ύλης πριν το Χάος «διακοσμηθεί» από τον λόγο του Αναξαγόρα – για να θυμηθούμε και το «νους επελθών διεκόσμησε χάος» του μεγάλου κοσμολόγου.
Και αν πάμε λίγο στα «Χαοτικά Ι» θα βρούμε πιο υπαρκτό το κοσμογονικό υλικό της ποίησής του: “Μη φυλάγεσαι από την αταξία, είναι ευφυής / Η τάξη είναι αγκύλωση Φυλάξου, γράφει εκεί, θέτοντας σε αμφισβήτηση κάθε έλλογη και εκκοσμικευμένη θεωρία περί υπάρξεως. Και αλλού: “ω γεωμετρία αίμα που στάζεις απ’ τ΄ αρμόνια», λέει, ζητώντας μιαν εξισωτική απόδειξη της ύπαρξης. Γιατί στο ποιητικό βάθος της αγωνίας του το χάος είναι ομοούσιο της ύπαρξης. Ομοούσιο της “άγριας νοημοσύνης” που υπάρχει πέρα από τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης.
Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 29 Απριλίου 2011 για τον θάνατό του.