Από καιρό ξέσκεπες οι νύχτες μου
διαφανείς
να συνορεύουν με το πέραν
Κι εγώ να κοιτάζω την άλλη όψη των πραγμάτων
με τα φλούα φλαφς των νερών άγνωστων
κάτω από τον ύπνο μου
Να αφουγκράζομαι τις κινήσεις του Αόρατου
Ξέμεινα να σηκώνω στον ώμο μου
τον προαιώνιο οβολό
να λυγίζει ο δρόμος μου από το βάρος του
Όλα μου τα υπάρχοντα ένας αρχαίος αγερμός
που ξέμεινε από τα ιερά μυστήρια
και ο φόβος
μη βρεθώ χωρίς νόμισμα στην άκρη των νερών – όπου
ο σκοτεινός βαρκάρης με το μυτερό πλεούμενο
Μια ζωή δούλεψα να αποκτήσω την περιουσία αυτή
να τη φυλάξω πάνω στη ράχη του χρόνου
Και τώρα γέρνω από το βάρος της – καθώς
την περιφέρω ανάμεσα στα τιμαλφή μου
σαν βεβαιότητα αρχέγονη
κομμάτι αδέσποτο των μυστηρίων
Τόσο μάταιη οδοιπορία
με τα κέλευθα τα ασφοδελά κάτω
απ’ τις νύχτες μου
κι ένας τεράστιος οβελίσκος obulus
σαν μυθική αμοιβή
για το νερένιο μονοπάτι της ομίχλης.
Γράφτηκε τον Νοέμβριο 2020, με συλλογική θεματική “ο χρόνος είναι χρήμα είναι χρέος”
για το περιοδικό δε κατα