«Αυτό το όνειρο της παγκόσμιας ύπαρξης,
αυτό το όνειρο του εγώ, δεν θα το θυμηθώ πια»
Η αγωνία για το παράλογο της ύπαρξης
Από πολύ παλιότερα είχε δοθεί αυτή η αγωνία για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Από τον Κίρκεγκαρ έως τον Καμύ και τον Σαρτρ, στο φιλοσοφικό δοκίμιο. Από τον Κάφκα και τον Τζόις στο μυθιστόρημα. Προσωπικά, πιστεύω, πως πρώτος ο Αριστοφάνης, στην Αττική Κωμωδία, έδωσε όλη τη μεγαλοπρέπεια του θεατρικού παραλόγου, μόνο που στον καιρό μας κινείται σε άλλες συντεταγμένες και γεννήθηκε από άλλες
εσωτερικές περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, από τραυματικές μεταμορφώσεις, από παρωδιακή ανάγκη του αβάσταχτου, από παρωδιακή εκτόνωση της καθημερινής βίας.
«Το θέατρο είναι μια φάρσα, όπως και η ζωή μας», γράφει ο Ευγένιος Ιονέσκο. Πρέπει να το φορτώσουμε παρωδία, χιούμορ. Με κωμικότητα πολλή. Χωρίς λεπτότητες. Ως τον παροξυσμό. Εκεί βρίσκονται οι πηγές του τραγικού. Θέατρο βίας, ναι. Βίαια κωμικό. Βίαια δραματικό».
Ο Σάμουελ Μπέκετ και ο Ευγένιος Ιονέσκο είναι οι δυο μεγάλοι πρωτοπόροι του Θεάτρου του Παραλόγου. Μόνο που ο πρώτος είναι τραγικός συγγραφέας, ο δεύτερος κωμικός. Μέσα στο τραγικό του Μπέκετ, υπάρχει το κωμικό. Μέσα στο κωμικό του Ιονέσκο, υπάρχει το θλιβερό. Ο ίδιος λέει:
«Το κωμικό είναι η διαίσθηση του παραλόγου».
Ο Σάμουελ Μπέκετ είναι τραγικός, μα όχι θλιβερός
.
Και οι δύο έγραψαν Θέατρο του Παραλόγου.
Είναι οι θεμελιωτές του. Όμως με μια βασική διαφορά στο έργο τους. Το θεατρικό πρόσωπο του Μπέκετ αντιμετωπίζει το πεπρωμένο του με υπαρξιακή συνείδηση. Το θεατρικό πρόσωπο του Ιονέσκο δεν έχει συνείδηση του πεπρωμένου. Δεν αντιμετωπίζει υπαρξιακά τη μοίρα του. Γι’ αυτό και δεν δημιουργεί καμιάν υπέρβαση. Το θεατρικό πρόσωπο του Ιονέσκο είναι θλιβερό. Το ίδιο το κωμικό στοιχείο που υπάρχει στο έργο του, το οδηγεί να είναι θλιβερό.
Προσωπικά, ανήκω στον χώρο του Μπέκετ. Το τραγικό στοιχείο και το κωμικό, έτσι καθώς σκάβουν υπαρξιακά το ανθρώπινο πλάσμα, μονάχο του μέσα στην ερημιά της ύπαρξης, βρίσκω πως είναι συγκλονιστικό. Τα έργα του Ιονέσκο, όχι. Ανεξάρτητα αν ανατρέπουν και καταργούν. Εξαρθρώνουν την πραγματικότητα με τους συμβατικούς νόμους της. Παρωδούν την ύπαρξη. Στα έργα του Ιονέσκο γελάς, θλίβεσαι, τρομάζεις. Ζεις το αίσθημα της εξάρθρωσης. Μένεις στο κενό. Μόνο που το «κενό» αυτό δεν είναι το μεταφυσικό του Μπέκετ, αλλά το κενό της λογικής. Και κατά συνέπεια, ο τρόμος δεν είναι ο μεταφυσικός, αλλά πέρα για πέρα ένας τρόμος από την εξάρθρωση της λογικής.
Το θεατρικό έργο του Ιονέσκο λοιπόν συναρπάζει από άλλους δρόμους. Η διάνοιά του όμως συγκλονίζει κυριολεκτικά. Ο τρόπος που βιώνει τον χρόνο του, τον χώρο, τα πράγματα, τις αναμνήσεις του. Είναι μια διάνοια του καιρού μας, πέρα για πέρα επαναστατική του τρόπου βίωσης του κόσμου, της αντίληψης, της δράσης ή της αντι-δράσης.
Μια συναρπαστική διάνοια
Είναι μια συναρπαστική διάνοια ακόμη στον τρόπο που προκαλεί, που διαισθάνεται, που κρίνει τον εαυτό του, που απορρίπτει . «Έκανα ό,τι μπόρεσα, λέει. Πέρασα τον καιρό μου. Πρέπει να ξέρουμε ν’ αποσυνδεόμαστε από τον εαυτό μας κι από τους άλλoυς. Να βλέπουμε και να γελάμε. Παρ’ όλο τον πόνο ή τη φρίκη, εμείς να γελάμε ».
Σίγουρα, έτσι προσπάθησε να δώσει και το έργο του. Μόνο που για να φτάσει ο ίδιος στην παρωδία και στο γέλιο, περνά από οδυνηρά στρώµατα βίωσης, από δραµατικές καταστάσεις. Γράφει αλλού: «Αυτό το όνειρο της παγκόσµιας ύπαρξης, αυτό το όνειρο του εγώ, δεν θα το θυµηθώ πια. Τι, λοιπόν, ονειρεύτηκα; Ποιος ήµoυνα; (…) Όταν µ’ ένα µόνο χτύπηµα τ’ όνειρο αυτό ξεριζωθεί από το πραγµατικό, εγώ θα έχω πεθάνει. Δεν θα θυµάµαι πια το θέατρο αυτό, τον κόσµο αυτόν. Εγώ δεν θα θυµάµαι πια. Και εγώ δεν θα είµαι “εγώ”. Κι όµως όλα αυτά θα έχουν υπάρξει».
Λοιπόν, το θεατρικό πρόσωπο του Ιονέσκο δεν έχει συνείδηση του µεταφυσικού τρόµου, κι ας µιλά γι’ αυτό περισσότερο, όπως στο έργο «Ο Βασιλιάς πεθαίνει». Ο ίδιος είπε: «Το κωµικό είναι πιο απελπιστικό από το τραγικό. Δεν προσφέρει διέξοδο». Κι αλλού: «Στην τραγωδία είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου που συντρίβεται. Η κωµωδία είναι πιο θλιβερή, γιατί αποκαλύπτει πως το πρόσωπο δεν έχει καµιά αξιοπρέπεια.
Η αποµυθοποίηση του καιρού µας δεν µπορούσε παρά να δηµιουργήσει και την αποµυθοποίηση του θεατρικού προσώπου, την αποπροσωποποίηση. Είναι μια συνέπεια της αλλοτριωμένης ύπαρξης, του κατακερματισμού και της απώλειας του ψυχικού του πεδίου.
Παραφροσύνη
Στην εποχή μας υπάρχει μια διάχυτη παραφροσύνη, γράφει ο Μάρτιν Έσλιν. Δεν είναι να απορεί κανείς που η Τέχνη δείχνει μια χαρακτηριστική ομοιότητα με τα συμπώματα αυτής της παραφροσύνης. Παράφρων, όμως, όπως υπογράμμισε ο Γιουνγκ, σ’ ένα δοκίμιό του για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, δεν είναι ο καλλιτέχνης. Η τάση αυτή, γράφει, αποτελεί μια διακήρυξη της επoχής μας.
Ο Ευγένιος Ιονέσκο
Ο Ευγένιος Ιονέσκο θεμελίωσε το Θέατρο του Παραλόγου πάνω στην παρωδία και στην «εξάρθρωση του λόγου». Από πολύ µικρός εγκαταστάθηκε µε τη µητέρα του στη Γαλλία. Τα τραυµατικά βιώµατα των χωρισµένων γονιών του θα σηµαδέψουν τη ζωή του. Η πρώτη του επαφή µε το θέατρο ήταν στην πολύ παιδική ηλικία του, στο πάρκο του Λουξεµβούργου.
Δινόταν µια παράσταση από ’να κουκλοθέατρο. Όλα τα παιδιά γελούσαν, αλλά εκείνος κοίταζε σοβαρός και λυπηµένος. Γράφει ο ίδιος: «Στεκόµουν εκεί µαγεµένος µέρες ολόκληρες. Δεν γελούσα. Το θέαµα του φασουλή µε κρατoύσε εκεί σαν αποβλακωµένο. Κοίταζα τις κούκλες που µιλούσαν, κινιόνταν, χτυπιόνταν. Ήταν το ίδιο το θέαµα του κόσµου».
Το 1957 ανεβαίνει, στο µικρό θεατράκι Ισέτ, του Παρισιού, το έργο του «Η φαλακρή τραγουδίστρια», που παίχτηκε εκεί για χρόνια. Δεν υπάρχει στο έργο καµιά φαλακρή τραγουδίστρια, και το έγραψε έτσι, καθώς διάβαζε αγγλικά από µια µέθοδο «Η Αγγλική χωρίς κόπο».
Από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα είναι «Ο Ρινόκερος». Όταν τον ρώτησαν ποια βιώµατα τον ώθησαν να γράψει τον «Ρινόκερο», απάντησε «Μια νύχτα που βρέθηκα σε µια ναζιστική συγκέντρωση».
Δημοσιεύτηκε στην ημερήσια εφημερίδαμ, Η Εβδόμη, 10 Μαϊου 1987