Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου στο πλαίσιο της μακράς, σημαντικής και πλούσιας σε έργα δημιουργικής της πορείας, η οποία περιλαμβάνει την ποίηση, το μυθιστόρημα, το διήγημα και το θέατρο, συνέγραψε δύο
δοκίμια: το ένα αφορά τον Μπέκετ, το άλλο τον Ελύτη.
Ας έχουμε ως σημείο εκκίνησης το πρώτο: «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης» (με Πρόλογο του Jacques Lacarriere). Αυτό, ως έκδοση (:1980), χρονικά προηγείται ελάχιστα από το δεύτερο (συγκεκριμένα, από την πρώτη έκδοση του δεύτερου: 1981)· ωστόσο, το κυριότερο είναι ότι, όπως η ίδια η συγγραφέας στο δεύτερο δοκίμιο ομολογεί, το πρώτο αποτυπώνει τον πρώτο σταθμό της πνευματικής της πορείας, της αναζήτησής της στο χώρο των ιδεών.
Στο πρώτο της αυτό βιβλίο, η συγγραφέας στην Εισαγωγή της διευκρινίζει κατʼ αρχήν τον τρόπο της δικής της προσέγγισης του έργου του Μπέκετ:
δεν θα είναι ο τρόπος προσέγγισης μέσω της ορθολογικής διαδικασίας, αλλά μέσω της διαίσθησης, της ενόρασης· διευκρινίζει επίσης το στόχο
της: δεν θα είναι η αισθητική αποτίμηση του έργου του Ιρλανδού δημιουργού, αλλά η επαφή με εκείνο που – κατά τη γνώμη της – συνιστά το βάθος του: την εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης. Πράγματι, το πρώτο κείμενο το οποίο έπεται της Εισαγωγής, έχει τον τίτλο «Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης».
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται το θέμα της η συγγραφέας στο πρώτο αυτό κείμενο είναι ένας τρόπος που θα ακολουθηθεί και στα τρία άλλα κείμενα (: «Η μεταφυσική στο έργο του Μπέκετ», «Η μεταφυσική σχέση χρόνου και χώρου», «Ένα ποίημα στην ύπαρξη») που απαρτίζουν αυτό το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πρώτο μέρος του βιβλίου· είναι ένας τρόπος πολυπρισματικός, ένας τρόπος μάλλον ο πιο κατάλληλος για τη διαισθητική της προσέγγιση, ένας τρόπος ο οποίος επιτρέπει μέσα από διαφορετικές προοπτικές αναφοράς να ιδωθεί το εύρος και να ανακαλυφθεί το βάθος αυτής της εμπειρίας της υπαρξιακής οδύνης. Η κάθε προοπτική αναφοράς στο ζήτημα αυτό περιλαμβάνει πάντοτε παραθέματα από έργα του Μπέκετ και συνοδεύεται από σύντομους στοχασμούς της ίδιας της συγγραφέως, κάτι το οποίο αναδεικνύει, αντίστοιχα, δύο πράγματα: την βαθιά εξοικείωση της ίδιας με το σύνολο του έργου του και την ικανότητά της να διατυπώνει παρατηρήσεις καίριες για το έργο του αυτό.
Ο χρόνος, η ύπαρξη και το παράλογο. Ύπαρξη και μηδέν, μηδέν και ύπαρξη, ο άνθρωπος και το τίποτα, το τίποτα και ο άνθρωπος. Φόβος, φρίκη, τρόμος. Η αγωνία, η αγωνία. Η άβυσσος, η οδύνη και η περιπλάνηση. Η τραγικότητα. Αθωότητα και ενοχή. Η αντιφατικότητα. Δύο παρατηρήσεις για τις προηγηθείσες αναφορές. Η πρώτη επιθυμεί να διευκρινίσει ότι οι αναφορές αυτές αφορούν τα κύρια σημεία εστίασης του δοκιμιακού λόγου της συγγραφέως πάνω στο έργο του Μπέκετ. Η δεύτερη παρατήρηση ζητά να αποσαφηνίσει ότι η – εντελώς παραδειγματική – τροπικά διττή (:επανάληψη και αντιστροφή) κειμενική τους παρουσία, έχει ως στόχο να αναδείξει, δύο στοιχεία αυτού του διαισθητικού τρόπου προσέγγισης του Ιρλανδού δημιουργού: το ένα είναι το ότι η συγγραφέας επανέρχεται στις αυτές θεματικές για να τις συζητήσει όμως εκ νέου· το δεύτερο είναι ότι επανέρχεται στις ίδιες θεματικές για να προβεί σε νέες ερμηνευτικές συνδέσεις και συνθέσεις.
Έτσι λοιπόν, τα με γνώση επιλεγμένα από τη συγγραφέα νοηματικά νήματα που αφορούν τα κύρια στοιχεία του έργου του Μπέκετ, συνυφαίνονται από την ίδια με έναν πυκνό και συγχρόνως πολυδιάστατο τρόπο, με αποτέλεσμα να προσφέρει το δοκίμιο στον αναγνώστη του το τελικό ζητούμενο: τη δυνατότητα να καταστεί κοινωνός του παραλόγου, αυτού του εμβληματικού γνωρίσματος του έργου του Ιρλανδού δημιουργού. Η άλλη αυτή προσέγγιση του έργου του Μπέκετ, η διαισθητική-ενορατική, κομίζει επομένως ένα κέρδος για τον προσεκτικό αναγνώστη ο οποίος παρακολουθεί το αποτέλεσμα των προσπαθειών της: τον καθιστά συμ-μέτοχο της αίσθησης και της ατμόσφαιρας, του συναισθήματος και της σκέψης του παραλόγου· εν τέλει, θα τολμούσαμε ίσως να πούμε ότι του προσφέρει τη γεύση του βιώματός του.
Αν τα πρώτα τέσσερα κείμενα του βιβλίου προσφέρουν τη γεύση του βιώματος του παραλόγου, τα επόμενα τρία λειτουργούν επικουρικά, συνεισφέροντας στην κατανόησή του ως φαινομένου: το ένα αποτελεί μία πολύτιμη μαρτυρία της συνάντησης της συγγραφέως με τον Μπέκετ (: «Ένα σεμνό ασκητικό πρόσωπο»)· το δεύτερο είναι μία περιεκτική παρουσίαση των κύριων γνωρισμάτων του έργου του Ιρλανδού δημιουργού (: «Σάμουελ Μπέκετ. Ένας πρωτοπόρος του καιρού μας»)· το τελευταίο αφορά αφενός την οριοθέτηση της σχέσης του θεάτρου του παραλόγου με το σύγχρονό του θέατρο και με το θέατρο προγενέστερων εποχών, αφετέρου δε υπογραμμίζει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτού του θεάτρου (: «Το σύγχρονο θέατρο, προέκταση του καιρού μας»).
Το δεύτερο δοκίμιο, αφορά – όπως προαναφέραμε – τον Ελύτη και έχει τον τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου» (Α΄ έκδοση 1981, Β΄ έκδοση, συμπληρωμένη, 1994). Το δεύτερο αυτό, εκτενές δοκίμιο, στο οποίο και πάλι η συγγραφέας ομολογημένα χρησιμοποιεί τη διαισθητική-ενορατική οδό προσέγγισης – αυτή τη φορά – του νομπελίστα ποιητή, συνιστά – όπως προμνημονεύσαμε ότι αποκαλύπτει η ίδια – τον δεύτερο σταθμό της πνευματικής της αναζήτησης. Και πιο συγκεκριμένα:
συνιστά – όπως το εκφράζει η ίδια – τη μετάβαση από το σκοτάδι της αβύσσου της δυτικότροπης σκέψης και τέχνης, του οποίου εμβληματική μορφή αναφοράς είναι ο Μπέκετ, στο φως της Ιωνίας και της Ελλάδας γενικότερα. Κυρίαρχη μορφή αυτού του φωτεινού ορίζοντα υπέρβασης του ευρωπαϊκού μηδενισμού και της αγωνίας που τον συνοδεύει, αποτελεί, πάντοτε κατά τη συγγραφέα, ο Οδυσσέας Ελύτης, το ποιητικό – κυρίως – αλλά και το δοκιμιακό του έργο («Ανοιχτά Χαρτιά»). Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι εδώ, στο δεύτερο αυτό δοκίμιο, η προσέγγιση εκ μέρους της συγγραφέως – η ίδια και πάλι είναι που το ομολογεί – δεν λαμβάνει απλώς τη μορφή της διαισθητικής-ενορατικής προσέγγισης, όπως στην προηγούμενη περίπτωση: στο δοκίμιο για τον Μπέκετ, αλλά και τη μορφή της μύησης η οποία προσομοιάζει στα Μυστήρια – Ορφικά, Πυθαγόρεια ή Ελευσίνεια. Η μύηση λοιπόν αυτή είναι προσανατολισμένη στο, αφορά το, όραμα του κόσμου που συνθέτει-συγκροτεί η ποίηση του Ελύτη. Κατά την άποψη της συγγραφέως, κύριο πεδίο έμπνευσης του ποιητή στην προσπάθειά του αυτή αποτελεί κατʼ αρχήν η σκέψη ορισμένων Προσωκρατικών, όπως του Εμπεδοκλή, του Ηράκλειτου, του Αναξαγόρα – και του Παρμενίδη -, αλλά και άλλων φιλοσόφων όπως του Δημόκριτου, του Πυθαγόρα και των νεοπλατωνικών. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται από την ίδια στον Πλάτωνα, με έμφαση μάλιστα στη θεωρία του περί αναμνήσεως – άλλωστε, ένα χαρακτηριστικό χωρίο από σχετικό με την θεωρία αυτή έργο του φιλοσόφου κοσμεί ως προμετωπίδα το συγκεκριμένο δοκίμιο. Συχνή είναι επίσης η εκ μέρους της αναφορά στους Μυστικούς και στα ορφικά κείμενα.
Το στοίχημα το οποίο θέτει η συγγραφέας στο δοκίμιο αυτό δεν είναι εύκολο· έχει όμως η ίδια στη διάθεσή της τις απαραίτητες προϋποθέσεις κατʼ αρχήν για να το θεμελιώσει και στη συνέχεια να αγωνιστεί και να το κερδίσει· διευκρινίζουμε: όπως και στην περίπτωση του Μπέκετ, έτσι και στην υπό συζήτηση διαπιστώνουμε σε κάθε σχεδόν γραμμή και σε κάθε πάντως σελίδα την άριστη από μέρους της γνώση του ποιητικού και δοκιμιακού έργου του Ελύτη.
Διακριβώνουμε επίσης την εξοικείωση της συγγραφέως με το έργο εκείνων των αρχαίων φιλοσόφων τους οποίους μόλις προηγουμένως αναφέραμε. Μετά όμως την αναφορά μας στις προϋποθέσεις, ας αναρωτηθούμε για το ίδιο το στοίχημα: ποιο είναι το περιεχόμενό του, και, επομένως, ποια είναι η πορεία για να κερδηθεί; Το στοίχημα για τη συγγραφέα είναι να επιτύχει με το δοκίμιό της το πέρασμα μυστηρίου, το μυστ-αγωγικό πέρασμα, από την ποίηση στη φιλοσοφία· και συγχρόνως να επιτύχει ένα άλλο πέρασμα: το πέρασμα από τη φυσική των πραγμάτων στη μετα-φυσική, με όχημα τον ελληνικό Λόγο, ο οποίος εμφανίζεται με τρόπους ποιητικούς και στοχαστικούς· εμφανίζεται, για παράδειγμα, με την ποίηση του Ελύτη και με το στοχασμό του Ηράκλειτου. Το στοίχημα αυτό, προκλητικό για τη Δυτική, εξειδικεύουσα το Λόγο, σκέψη, φαίνεται να διευκολύνεται αν αναλογισθούμε ότι οι ίδιοι οι Προσωκρατικοί αποτύπωσαν το Λόγο τους πριν την επιγενέστερη αυτών διάκριση φιλοσοφικού (:αργότερα,
επιστημονικού) λόγου και ποιητικού, πριν την υπεραξιολόγηση του πρώτου ως φορέα της αλήθειας για τη φύση των πραγμάτων και την απαξιολόγηση του δεύτερου ως φορέα της (αυτο)εξαπάτησης, ως φορέα ψεύδους για τη φύση και τα πράγματα, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Το στοίχημα αυτό – θα το επαναλάβουμε – φαίνεται να διευκολύνεται αν θυμηθούμε ότι ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Nietzsche, ισχυρίζονται ότι ο ευρωπαϊκός μηδενισμός δεν είναι παρά η μοιραία, αναπόφευκτη κατάληξη του προμνημονευθέντος διχασμού και της παρεπόμενης αξιολογικής αντίθεσης μεταξύ φιλοσοφίας / ορθού λόγου – επιστήμης και ποιητικού – ονειρικού λόγου.
Αν λοιπόν θυμηθούμε, αν αναλογισθούμε όλα αυτά, τότε μία απόπειρα στροφής προς τα πίσω, προς την εποχή του Λόγου πριν αυτός υποστεί τον τραγικό του διχασμό, μία κειμενική και συγχρόνως δοκιμιακή απόπειρα όπως αυτή που προτείνει η συγγραφέας, κατʼ αρχήν νομιμοποιείται και στη συνέχεια αποκτά – πέρα από τη συμβολή της στη μελέτη της ποίησης του Ελύτη – πρόσθετο ενδιαφέρον, ως επιχειρούσα να υπερβεί τον μηδενισμό ο οποίος είναι ακριβώς το αποτέλεσμα του προαναφερθέντος διχασμού και της συνυφασμένης με αυτόν διάκρισης.
Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση λέξεις και έννοιες όπως: φως, μαγεία, μυστήριο και μύστης, όραμα και οραματισμός, οδύνη και πόνος, θαύμα, όνειρο, μεταμόρφωση, υπερβατικότητα, διαφάνεια, αθωότητα, είναι μερικές από τις λέξεις-κλειδιά οι οποίες αποτελούν τα σημεία πύκνωσης
– ή και εμμονής – της διαισθητικής-ενορατικής πορείας της συγγραφέως για να κερδίσει το προμνημονευθέν, σημαντικό της στοίχημα. Κάθε φορά που η ίδια επανέρχεται σε μία έννοια, ή σε ένα ζεύγος εννοιών, είναι για να τολμήσει μία νέα σκέψη, για να προτείνει μία νέα οπτική, για να φωτίσει μία ακόμη πλευρά του οράματος του κόσμου που εκκαλύπτεται μέσα από την ποίηση του Ελύτη.
Καταλήγοντας, μετά την κατʼ ανάγκην σύντομη περιδιάβαση στα δύο αυτά δοκίμια, θα μπορούσαμε συμπερασματικά να πούμε ότι ο δοκιμιακός λόγος της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, με τους δύο κύριους πόλους αναφοράς του, τον Μπέκετ και τον Ελύτη, κατʼ αρχήν μας αποκαλύπτει τους δύο κύριους σταθμούς της πνευματικής πορείας της ιδίας, κάτι το οποίο αφενός είναι χρήσιμο προκειμένου να έχουμε τη συνολική εικόνα του έργου της, αφετέρου δε λειτουργεί ως βαρύνουσα επικουρεία προκειμένου να ερμηνευτεί το όλο της έργο. Παράλληλα ωστόσο προς όλα αυτά, ο δοκιμιακός της λόγος συμβάλλει, με έναν τρόπο πρωτότυπο και παλλόμενο ευαισθησίας, στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας στη χώρα μας για το έργο αυτών των δύο τόσο σημαντικών δημιουργών.
Γράφτηκε για το αφιέρωμα του περιοδικού “Θέματα Λογοτεχνίας” που η ποιήτρια και καθηγήτρια στο ΑΠΘ επιμελήθηκε, τεύχος 39, 2008, των εκδόσεων Γκοβόστη.
Ο Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης είναι ποιητής και καθηγητής Φιλοσοφίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.