«Σε μια εποχή που ο θάνατος έγινε η πιο ευτελής πράξη…»
«… σε μια εποχή που ο θάνατος έγινε η πιο
ευτελής πράξη, ήθελα να δώσω ένα μυθιστόρημα που θα
μιλά για το αθάνατο κομμάτι της ψυχής»
Πότε συνειδητοποιήσατε την συγγραφική σας κλίση;
Νομίζω, είναι κάτι που υπήρχε από πάντα. Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο. Παιδί ακόμα, θυμάμαι, και ενώ στη Λήμνο όπου γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια δεν υπήρχε κανένα βιβλιοπωλείο – μιλάμε για πολύ μακρινά χρόνια – εγώ έλεγα πως όταν μεγαλώσω θα γράφω βιβλία.
Ποια η σχέση σας με τον Σάμουελ Μπέκετ;
Με τον Σάμουελ Μπέκετ είχαμε αλληλογραφία πάνω από είκοσι χρόνια. Τον είχα γνωρίσει όταν ήμουν με υποτροφία στο Παρίσι. Η γνωριμία του ήταν μια μοναδική εμπειρία.
Ποιο κατά την άποψή σας είναι το καλύτερο σας έργο;
Όχι, δεν μπορώ να πω. Ή ίσως θα μπορούσα να πω: κάθε φορά το τελευταίο. Είναι σαν τα παιδιά που γεννά μια μάνα και τα αγαπά όλα. Αυτό δεν σ’ αφήνει να τα κρίνεις. Όμως τροποποιώντας λίγο την ερώτηση, θα πω με ποιο ταυτίστηκα περισσότερο. Ε, λοιπόν, όσο κι αν φανεί παράξενο, ταυτίστηκα με το βυζαντινό μου Πήραν την Πόλη, πήραν την” κι ας είναι ο ήρωάς μου άνδρας. Εκεί υπάρχει η ανθρώπινη περιπέτεια, η κοσμική και υπαρξιακή μαζί, υπάρχει μια υπέρβαση του ανθρώπινου μέσα στα ανεξήγητα μυστικά που κουβαλά η ψυχή από την προϋπαρξιακή διαδρομή της. Υπάρχει το μυστήριο, το θαύμα, η προφητεία. Όλα αυτά είναι στοιχεία που βγήκαν από τη δική μου ψυχή, από τη δική μου αντίληψη για τον κόσμο και για την ύπαρξη.
Και κατά την άποψη των αναγνωστών ποιο είναι το καλύτερο έργο σας;
Νομίζω πως και η προτίμηση των αναγνωστών συμπίπτει με τη δική μου. Αν και ο κάθε αναγνώστης έχει τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του, άλλοι αγάπησαν την Γκρίζα Πολιτεία, άλλοι το Σώμα θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες. Άλλοι τη Δοξανιώ ή τη Μαρούλα της Λήμνου. Ωστόσο, και από τα γράμματα που λαβαίνω και από την επικοινωνία μου με τους αναγνώστες, νομίζω πως το Πήραν την Πόλη, πήραν την άγγιξε πιο βαθιά την ψυχή. Ίσως γιατί ήταν ένα μυθιστόρημα ψυχής, μια κατάθεση ψυχής. Λέω, όσο μου μέλλεται να ζήσω, κι όσα κι αν γράψω, αυτό δεν θα μπορούσα να το έγραφα ποτέ ξανά. Είναι από τα έργα που μια φορά γεννιούνται σε μια συγκεκριμένη στιγμή γιατί έτσι είναι μοιράμενα να γεννηθούν.
Είσαστε ευχαριστημένη από τις μέχρι τώρα κριτικές που έχετε δεχτεί;
Ο καλύτερος κριτικός είναι η μοναχική ώρα του αναγνώστη. Μόνος με το μυθιστόρημα που του έδωσες. Εκείνος σε κρίνει. Όταν πριν κάποια χρόνια η Ακαδημία βράβευσε το μυθιστόρημά μου Με τη Λάμπα Θυέλλης, μετά την τελετή της απονομής των βραβείων, ήρθε μια απλή γυναίκα και μου πρόσφερε λουλούδια. Την ευχαρίστησα και τη ρώτησα ποια είναι. Μου είπε πως είχε έρθει από τα περίχωρα του Ξυλόκαστρου μόνο και μόνο για να μου προσφέρει τα λουλούδια. Πιστέψτε με πως εκείνη τη στιγμή, θεώρησα πιο σημαντική τη χειρονομία αυτής της απλής γυναίκας από το βραβείο.
Πόσο συγκλίνουν οι απόψεις κριτικών και συγγραφέων;
Το πιο ενδιαφέρον είναι να μην συγκλίνουν. Ο συγγραφέας στα πρώτα του χρόνια μπορεί να επηρεάζεται από τις κριτικές και να τον ενδιαφέρουν. Ε, μετά βιώνει την προσωπική του εμπειρία ανεξάρτητα από τις όποιες κριτικές – που κάποιες φορές είναι δημιουργικές και βοηθούν.
Σχεδόν σε όλα τα μυθιστορήματά σας κυριαρχεί το υπερφυσικό στοιχείο. Αυτό συμβαίνει και στο τελευταίο σας τον Άγγελο της Στάχτης; Έτσι είναι;
Ο Άγγελος της Στάχτης είναι το κατ’ εξοχήν μεταφυσικό μυθιστόρημά μου. Στηρίζεται σε υπερφυσικά φαινόμενα, όμως, ταυτόχρονα, δεν παύει να είναι και καθημερινό, με ένα καθαρό ρεαλιστικό στοιχείο που ισορροπεί το υπερφυσικό.
Ποια είναι η υπόθεση με δυο λόγια;
Είναι το ταξίδι της ψυχής στον Άδη. Ένας νέος άνδρας χίλιων χρόνων, ένας σύγχρονος Ορφέας, επιχειρεί μια νέα Κάθοδο στον Άδη να βρει την αγαπημένη του. Είναι η περιπέτεια ενός αθώου που περιπλανιέται χίλια χρόνια ανάμεσα στον Χρόνο και στην Αιωνιότητα, ώσπου να γίνει άγγελος, Ο Λυπημένος Άγγελος Της Στάχτης.
Αφετηριακά το μυθιστόρημα συνεχίζει το τραγούδι του νεκρού αδερφού σ’ έναν καινούριο μύθο με όλη τη σύγχρονη μεταφυσική του.
Να το πω πιο απλά. Ένας διάσημος μουσικός, που έκανε καριέρα στο Παρίσι – γιος ενός ταπεινού λυράρη της ελληνικής επαρχίας – έρχεται σε έναν ερημικό τόπο κοντά στην Αχερουσία Λίμνη να ξεχάσει κάποιον έρωτά του αλλά και να γράψει την καινούρια του μουσική σύνθεση, “να βρει τη χαμένη ψυχή του”, όπως λέει.
Ο μύθος της Αχερουσίας τού κινεί την περιέργεια και παραγγέλνει βιβλία να γνωρίσει
οτιδήποτε σχετικό με τον τόπο των νεκρών αλλά και το ταξίδι της ψυχής. Μόνο που αυτό δεν θα το μάθει από τα βιβλία αλλά από την ίδια την περιπέτεια που θα ζήσει εκεί. Τον επισκέπτεται ένας νέος άνδρας εξαιρετικής ομορφιάς και του λέει για τη ζωή του και για τις μουσικές συνθέσεις του όχι μόνον τις γνωστές αλλά και αυτές που έχει στα συρτάρια του. Του λέει ακόμα ότι τον περίμενε πολλούς αιώνες γιατί πρέπει να του γράψει τη “Μελωδία του Άδη”.
Από το σημείο αυτό εξελίσσεται η πλοκή γεμάτη μυστήριο.
Τι επιδιώκετε με το νέο σας μυθιστόρημα;
Κοιτάξτε, Ο Άγγελος της Στάχτης δεν είναι ένα μυθιστόρημα φανταστικής περιπέτειας μόνο. Έχει στοιχεία από την Ομηρική Νέκυια – τη Ραψωδία των νεκρών – από τη δημοτική ποίηση, τις ελληνικές παραδόσεις τις τόσο πλούσιες στο θέμα του νεκρού στο ταξίδι του στον Άδη. Χρησιμοποίησα πολλές πηγές, την Παλατινή Ανθολογία, την αρχαία φιλοσοφία, τα Ορφικά, τις διηγήσεις ανθρώπων ακόμα που γνώρισαν υπερφυσικά φαινόμενα. Όπου βρήκα την πληροφορία την πήρα. Ακόμα κι από τις διηγήσεις της μάνας μου.
Τώρα, με ρωτάτε τι επιδιώκω. Μα δεν επιδιώκω τίποτα. Ήθελα να γνωρίσω εγώ πρώτη αυτόν τον μυστηριακό κόσμο. Άλλωστε ο βασικός άξονας του μυθιστορήματος είναι η αγάπη. Η ιστορία μιας αγάπης που κράτησε χίλια χρόνια και που η δύναμή της έκαμε ν’ ανοίξουν οι Πύλες του Άδη. Και ο Άδης έγινε διάφανος. Μετατοπίστηκε στο τοπίο των ζωντανών. Χρησιμοποίησα τον ομηρικό στίχο “δύσομαι εις Αϊδαο και εν νεκύεσσι φαείνω”. Μάλωσε μια μέρα ο Ήλιος με τον Δία και του είπε: “Μη με θυμώνεις εμένα γιατί θα κατέβω στον Άδη να φέγγω μόνο για τους νεκρούς”. Ε, λοιπόν, αυτός ο “ηλιόλουστος” Άδης έχει κάτι από τη φρενίτιδα της σύγχρονης επιστήμης. Η τεχνολογία σήμερα έχει κάτι το μαγικό, το υπερφυσικό.
Αυτό δεν ήταν μια βαθύτερη επιδίωξη;
Ναι, σίγουρα. Κι εξάλλου, σε μια εποχή που ο θάνατος έγινε η πιο ευτελής πράξη, ήθελα να δώσω ένα μυθιστόρημα που θα μιλά για το αθάνατο κομμάτι της ψυχής, για την περιπλάνησή της στους αιώνες της προϋπαρξιακής διαδρομής της. Είναι η μεγάλη νύχτα όπου περιπλανήθηκε το πνεύμα – πριν από την παρούσα ζωή.
Με συγκινούν τα μοναχικά πλάσματα που βιώνουν την αγωνία των υπαρξιακών τους ερωτημάτων. Γι’ αυτό και σε όλα μου τα βιβλία, οι ήρωες είναι μοναχικά πλάσματα, ποιητικά, ευάλωτα.
Νομίζω πως αυτό ζητούν στα βιβλία μου οι αναγνώστες. Την άλλη εκδοχή της αλήθειας.
Πιστεύετε πως η ψυχή ζει και μετά το θάνατο του φυσικού σώματος;
Ναι, το πιστεύω.
Κατά την άποψή σας, συνυπάρχουν ο κόσμος των ζωντανών και ο κόσμος των νεκρών και αν ναι αρμονικά;
Θα ήθελα να μην απαντήσω. Γιατί αυτό είναι το μυθιστόρημά μου. Από τη μια είναι ο κόσμος των ζωντανών, πρόσωπα ανυποψίαστα, καθημερινά, κι από την άλλη, η αόρατη πολιτεία των νεκρών με τα μοναχικά της μονοπάτια τα τυλιγμένα στην καταχνιά.
Ξαφνικά σου γίνεται τόσο οικείος ο χώρος που μοιάζει η ζωή να είναι μεταφυσική και ο κόσμος των ψυχών ένας απόλυτα φυσικός τόπος. Κι ύστερα, η ψυχή είναι η πιο προσφιλής μας παρουσία.
Τι ακριβώς είναι ο χώρος των νεκρών και πόσο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξή του;
Μα αυτό ήταν το ερώτημά μου όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα – γι’ αυτό και το στήριξα στο τραγούδι του νεκρού αδερφού. Λοιπόν, τι είναι. Μα έρχεται στα όνειρά μας. Στα οράματά μας. Έρχονται εκείνοι που χάσαμε και είναι σαν να μην έφυγαν ποτέ. Ακόμα και τη μυρουδιά τους μπορούμε να νιώσουμε. Ο Ηράκλειτος λέει: “Ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων”. “Ο ζωντανός όταν κοιμάται αγγίζει τον χώρο των νεκρών”.
Τον κόσμο δεν τον κατοικούν μόνο οι ζωντανοί αλλά και οι νεκροί.
Ποιος είναι ο βασικός άξονας του μυθιστορήματος;
Η αγάπη. Ο χιλιόχρονοςς ήρωάς μου είναι ένα μοναχικό πλάσμα απέραντα σαγηνευτικό, ένα πλάσμα απαγορευμένο, κι ωστόσο θα εμπνεύσει τη μεγάλη αγάπη. Είναι αυτή η δύναμη που ανοίγει τις πόρτες όλων των μυστηρίων.
Πώς ξεκινάτε να γράψετε ένα μυθιστόρημα;
Αισθάνομαι πάντα ανασφαλής και σαν εκτεθειμένη. Δίνω στον άγνωστο αναγνώστη αυτά που φύλαγα στην ψυχή μου ιερά. Τις ιερές στιγμές που έζησα με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος – στιγμές που είναι η δική μου υπαρξιακή ή μεταφυσική αγωνία, ο δικός μου φόβος – τις δίνω σε ένα άγνωστο κοινό και είναι σαν να δίνω την ψυχή μου. Κι αυτό γιατί, προσωπικά, όταν ξεκινώ να γράψω ένα μυθιστόρημα το κάνω για μένα. Για να πάω εγώ πιο πέρα. Για να βρω την απάντηση σε μια δική μου υπαρξιακή αγωνία.
Ύστερα, όταν ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το βιβλίο, σκέφτομαι τον αναγνώστη. Είναι μαζί φόβος και ενοχή να σκέφτεσαι πως, στη μοναχική του ώρα, ζει τις συγκινήσεις που εσύ του έδωσες. Είναι σαν να επικοινωνείς μαζί του από αόρατους δρόμους. Και το νιώθεις αυτό. Το νιώθεις όταν σε ευγνωμονεί ή όταν λέει, εντάξει, κάτι μας είπε τώρα.
Όμως ένα μυθιστόρημα ολοκληρώνεται μόνο με τη συμμετοχή του αναγνώστη.
Και για τον Άγγελο της Στάχτης τι νομίζετε πως γίνεται;
Αναρωτιέμαι αν ο αναγνώστης θα ζήσει τη γοητεία που εγώ έζησα γράφοντας το μυθιστόρημα, αυτή την παράξενη σαγήνη του χιλιόχρονου ήρωά μου. Ή αν θα μείνει αδιάφορος στο γεγονός ότι η αόρατη πολιτεία των ψυχών με τα μοναχικά μονοπάτια της καταχνιάς μπορεί να είναι δίπλα μας, σε μιαν απόσταση των χαμένων μας διαστάσεων.
Όμως δεν με ενδιαφέρει. Εγώ έγραψα ένα μυθιστόρημα που άρεσε σε μένα.
Να περιμένουμε σύντομα την επόμενη δουλειά σας;
Ποτέ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξαναγράψω.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γυναίκα» τον Ιούλιο 2001, με τίτλο: «Σε μια εποχή που ο θάνατος έγινε η πιο ευτελής πράξη, ήθελα να δώσω ένα μυθιστόρημα που να μιλά για το αθάνατο κομμάτι της ψυχής».
Η Ευγενία Πασχαλίδη είναι δημοσιογράφος