Ο Άγγελος της Στάχτης η ιστορία της αρχέγονης ψυχής
Σε ένα γραπτό της κείμενο η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου, τονίζει ότι ο “Άγγελος της Στάχτη” είναι η ποίησή της και ότι όλη της η ποιητική και μυθιστορηματική διαδρομή μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δρόμοι βοήθειας για να φτάσει “σε αυτόν τον ασφοδελό λειμώνα της ομίχλης, σε αυτό το ορφικό τραγούδι”.
Πράγματι αν μελετήσει κανείς ενδελεχώς το έργο της, θα παρατηρήσει ότι η ποικίλη πνευματική της δημιουργία εκεί ακριβώς κατατείνει· στον “Άγγελο της Στάχτης”, στην κορυφαία στιγμή της μύησής της. Ποίηση και ποιητική πεζογραφία λειτουργούν ως αναβαθμοί μύησης, ως επάλληλοι κύκλοι της μυητικής διαδικασίας που την οδηγούν στην αφύπνιση της αρχέγονης Μνήμης, στο φωτισμό της ψυχής, στον πόνο και στη θύμηση της μεγάλης περιπλάνησης και εν τέλει στην άρρητη γνώση του Μυστηρίου.
Στον “Άγγελο της Στάχτης”, σ’ αυτό το κορυφαίο πνευματικό δημιούργημα, σ’ αυτήν την μαρτυρία ψυχής, η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου περπάτησε γυμνόπους πάνω στην Άβυσσο, στα ορφικά μονοπάτια του Άδη με λέξεις αιμάσσουσες, με μνήμες αναδυόμενες, με τη γεύση της απόλυτης συντριβής και με τον τρόμο στα μάτια, για να βρει την απαγορευμένη γνώση. Γιατί προϋπόθεση της υπέρβασης, της απαγορευμένης γνώσης είναι η απόλυτη συντριβή, ο βαθιά βιωμένος πόνος του ανθρώπου, που αγγίζει το θάνατο ή που είναι ο θάνατος· ένας “αλλιώτικος” θάνατος όμως ο οποίος οδηγεί στην αναγέννηση του προσώπου. Έτσι ο μυημένος-αναγεννημένος άνθρωπος επικοινωνεί πλέον με τον επέκεινα χώρο ελεύθερος πια και “φωτεινός”, αφού έχει ξεπεράσει το φόβο του θανάτου με το “θάνατο”, και έχει μάθει τα μυστικά των Θεών, καθώς “η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται”.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου είναι εκείνη η συγγραφέας που κατάφερε με το σύνολο έργο της όχι μόνο να χαράξει νέους δρόμους στην αναζήτηση της υπερβατικής αλήθειας, αλλά να φτάσει στην αλήθεια του προσώπου μέσα από την αιμάσσουσα εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης.
Σε όλα της τα έργα, και ιδιαίτερα στον “Άγγελο της Στάχτης”, η υπαρξιακή οδύνη διαχέεται ως βασικό- δομικό στοιχείο του μεταφυσικού ρεαλισμού και ως αναγκαία προϋπόθεση προσέγγισης της υπερβατικής αλήθειας. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρούνται τα ιστορικά της έργα. Ούτε αυτό τούτο το κορυφαίο της βιβλίο, το Έπος της ιστορικής μας συλλογικής συνείδησης, το “Πήραν την Πόλη, πήραν την …”
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου δεν είναι απλώς μια συγγραφέας διηγημάτων και μυθιστορημάτων, δεν είναι απλώς μια ποιήτρια, δοκιμιογράφος και θεατρική συγγραφέας. Είναι πάνω απ’ όλα ο σκεπτόμενος άνθρωπος του καιρού μας, που με την ποιητική της ευαισθησία και τη διαίσθηση ανοίγει δρόμους στην αναζήτηση της υπερβατικής αλήθειας. Πλάθει μια καινούρια αντίληψη για το πραγματικό κι ονειρεύεται ένα νέο κόσμο όπου ο άνθρωπος αποκτά καινούρια σχέση με τα πράγματα, καινούρια σχέση με την εγκοσμιότητά του. Η υπαρξιακή της θεώρηση διαμορφώνεται από την Ηρακλείτεια διαλεκτική σχέση ποίησης και φιλοσοφίας, από τις αρχαιοελληνικές σκέψεις και τις Πλατωνικές της αντιλήψεις.
Σε όλα της τα έργα -όπως προείπαμε- υπάρχει το μεταφυσικό στοιχείο. Υπάρχει η αναζήτηση των μυστικών πραγμάτων, η αναζήτηση της αλήθειας, της βιωμένης γνώσης. Τρία όμως έργα της συμπυκνώνουν σταδιακά την υπαρξιακή της φιλοσοφία, ανιχνεύουν τους δρόμους της ψυχής και της αλήθειας με οδηγούς το βιωμένο πόνο, τη μνήμη και το χρόνο, τα μυθιστορήματα: “Με τη Λάμπα Θυέλλης”, “Η Έκτη Σφραγίδα” και “Ο Άγγελος της Στάχτης”.
“Ο Άγγελος της Στάχτης” είναι –κατά τη γνώμη μου- ένα από τα πιο σημαντικά έργα του μεταφυσικού ρεαλισμού στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Το έργο της πνευματικής της ωριμότητας. Σ’ αυτό βλέπει κανείς τις επιρροές και τις επιδράσεις που δέχτηκε στα χρόνια της συγγραφικής της πορείας.
Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο- από πλευράς σύνθεσης- έργο, πεντακοσίων και πλέον σελίδων, το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε έναν καλαίσθητο τόμο. Στο εν λόγω έργο, η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου κατορθώνει το ακατόρθωτο. Να μεταφέρει τον κάτω στον επάνω κόσμο με μια ποιητική δύναμη πρωτόγνωρη και συνάμα συγκλονιστική, αφού το υπερφυσικό στοιχείο συμπλέκεται με το φυσικό και το φυσικό εισχωρεί στον Άδη και δημιουργεί μια ενότητα ή καλύτερα μια πραγματικότητα ενιαία. Ένα εγχείρημα δύσκολο γιατί- όπως λέει και η ίδια– “το υπερφυσικό στοιχείο για να το δώσεις στην τέχνη, πρέπει πρώτα να το βιώσεις με τις αισθήσεις, με το παράλογο της ψυχής σου, αλλιώς είναι ψεύτικο”. Και η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου βίωσε το υπερφυσικό στοιχείο από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία. Βίωσε έντονα το ταξίδι αυτογνωσίας του Κωνσταντίνου στο χρόνο και μας έδωσε ένα μυθιστόρημα βαθιά υπαρξιακό, τολμηρό και αποκαλυπτικό του κάτω και του έσω κόσμου.
Η ιστορία του μυθιστορήματος είναι προέκταση της ιστορίας του δημοτικού τραγουδιού για το Νεκρό Αδερφό. Προέκταση του αρχαίου μύθου που ανιχνεύει αυτή τη φορά τους δρόμους του Άδη, τους δρόμους της ψυχής, για να φτάσει στην αλήθεια της ύπαρξης. Κι αυτός ο νέος μύθος είναι δομημένος πάνω στα ορφικά κείμενα, στην ελληνική παράδοση και στα δημοτικά τραγούδια που σχετίζονται με το ταξίδι στον Άδη.
Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος ο Φοίβος Δαλέζιος. Ένας ιδιοφυής και σπουδαίος μουσικός, που ζει στο Παρίσι, έρχεται για διακοπές σε μια μικρή πόλη της Ηπείρου, στις Αιδές. Το σπίτι που μένει παλιό, βρίσκεται κοντά στην Αχερουσία Λίμνη, στη Λίμνη των Νεκρών και στο αρχαίο νεκυομαντείο. Σ’ ένα τοπίο μαγευτικό, μυστηριακό που τυλίγεται την αχλύ του μεταφυσικού κόσμου. Κι αυτό το μεταφυσικό στοιχείο έρχεται να επιτείνει με την παρουσία του ο Κωνσταντίνος- το άλλο πρόσωπο του έργου- ένας γοητευτικός επισκέπτης, που γνωρίζει τα πάντα για τον μουσικό, το έργο και τη ζωή του. Γνωρίζει τα πάντα για το Φοίβο, αλλά αγνοεί το δικό του παρελθόν. Η μνήμη του είναι γεμάτη “ρωγμές λήθης” για τον εαυτό του. Είναι ρωγμές λήθης για το παρελθόν του.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο χιλιόχρονος ήρωας του μύθου, είναι η περιπλανώμενη ψυχή του ανθρώπου στην εξορία της θλίψης και της άγνοιας. Ο Φοίβος απ’ την άλλη συμβολίζει την ανθρώπινη θέληση για πραγματική ζωή, για μάθηση, για γνώση των μυστικών. Δυο πρόσωπα που εκπροσωπούν τη ζωή και το θάνατο. Την εδώ και την εκεί πραγματικότητα ή καλύτερα την καθολική πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Φοίβος λοιπόν θέλει να μάθει κι ο Κωνσταντίνος να θυμηθεί. Κι αυτή η αμφίδρομη προσπάθεια στηρίζεται στην “εταιρική” σχέση αυτογνωσίας του ζωντανού Φοίβου από τη μια και του πεθαμένου Κωνσταντίνου από την άλλη και διαμορφώνεται στο πλαίσιο μιας συναλληλίας προσώπων ελληνικής κοπής κι ατέρμονης πνευματικής παράδοσης του Γένους, “όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι” όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης.
Κι αυτή η παράλογη κι ακατανόητη, για τους Δυτικούς, σχέση του ζωντανού Φοίβου και του πεθαμένου Κωνσταντίνου, είναι για την ελληνική παράδοση οικεία κι αυτονόητη, αφού “όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί”συνθέτουν την όντως Κοινωνία του Τρόπου μας.
Ο Κωνσταντίνος, αν και πεθαμένος, είναι κομμάτι της μιας και μοναδικής κοινότητας και της κοινωνικής μας πραγματικότητας. Συνομιλεί με τους ζωντανούς στον επάνω κόσμο. Επηρεάζει κι επηρεάζεται. Κλαίει κι οδύρεται. Βιώνει ανάστροφα την υπαρξιακή του οδύνη, όχι ως δυτικό φάντασμα, αλλά ως “ένσαρκο” φωτεινό πρόσωπο, ευάλωτο στο άγγιγμα. Κατεβαίνει στον κάτω κόσμο για να ανεβάσει το παρελθόν του στη συνείδηση και να οδηγήσει την ψυχή του στο μεγάλο πόνο της γνώσης. Κι όλα αυτά μέσα σε “μια αξεχώριστη και ενιαία…Πολιτεία” όπου οι νεκροί αλλάζουν “απλώς και προσωρινά θέση, μέσα στον ένα και πάγκοινο κύκλο” του Τρόπου μας. Κι αυτή η μοναδική ενωτική αντίληψη ζωής και θανάτου ξεκινάει από τις απαρχές του πνευματικού μας βίου, περνάει στο Ηρακλείτειο απόφθεγμα “Αθάνατοι θνητοί, θνητοί Αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες” και φτάνει στις μέρες μας μέσα από τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής: “Και εν τάφω έδυς, και των κόλπων(…) των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας…” και στο “Ανηρέθης, αλλ’ ου διηρέθης”. Αποδείξεις όχι θετικιστικής αλλά βιωματικής, διαισθητικής εμπειρίας, ζώσας εμπειρίας χιλιάδων χρόνων που ανιχνεύει τον “επέκεινα της ουσίας” κόσμο και επιμαρτυρεί τη διττή μας φύση.
Και η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου με τον “Άγγελο της Στάχτης” συνεχίζει αυτή την ενωτική αντίληψη ζωής και θανάτου, πραγματικού και μεταφυσικού κόσμου. “Υπάρχουμε -λέει- σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, αναδυόμενες μια μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμες και όνειρα, από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου”.
Και είναι αλήθεια πως ποτέ οι μνήμες και τα όνειρα δεν υπήρξαν τόσο ζωντανά, τόσο πραγματικά, τόσο ψηλαφίσιμα, όσο σ’ αυτό το έργο. Ο εξωφυσικός κόσμος, ο κόσμος της μνήμης και του ονείρου γίνεται η ανάσα μας, η εικόνα ενός άλλου κόσμου πραγματικού. Κι αυτόν τον “άλλο κόσμο” του μεταφυσικού ονείρου πασχίζει η συγγραφέας να αποσυμβολίσει. Να βρει τα κομμάτια της ζωής που βυθίστηκαν μέσα στον χρόνο και να τα φέρει στο φως με όχημα τη μνήμη. Γι’ αυτό το λόγο βάζει τον Κωνσταντίνο να καταδυθεί μέσω της μνήμης στους παρωχημένους κύκλους της ζωής του, να μάθει γιατί έφτασε ως εδώ, σε “τούτη τη μοναξιά της αγρυπνίας, στην εξορία της ψυχής”. Και αφού μάθει και αναβιώσει τη θλίψη της ζωής του, εξαγνισμένος πια θα αναδυθεί στην επιφάνεια της υπαρξιακής του αλήθειας, στο φως της μυημένης του ζωής.
Το εν λόγω μυθιστόρημα κινείται σε τέσσερα επίπεδα:
– στο επίπεδο της πραγματικής ζωής στο χωριό, στον πέριξ της Αχερουσίας Λίμνης και των Αδύτων τόπο, με το Φοίβο και τους ανθρώπους της καθημερινότητας.
– στο επίπεδο, στο οποίο κινείται η ευρωπαϊκή κοινωνία του Παρισιού με τους φίλους και τις φίλες του Φοίβου και το internet, τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής.
– στο επίπεδο της άλλης πραγματικότητας- της υπερφυσικής, η οποία συμπλέκεται με την πρώτη και δημιουργεί μια ενιαία πραγματικότητα, όπου τα όρια του πραγματικού και μεταφυσικού κόσμου είναι δυσδιάκριτα. Σ’ αυτή την πραγματικότητα κινείται ο Κωνσταντίνος.
– και τέλος στο επίπεδο των προφητειών. Τα προφητικά κείμενα του έργου μπαίνουν εμβόλιμα στο σώμα του μυθιστορήματος και χρησμοδοτούν τα μελλούμενα.
Και είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο μύθος, αυτός ο σκοτεινός μύθος της αρχαίας Νέκυιας, λειτουργεί συνεκτικά και κυριαρχικά στο μυθιστόρημα. Εξουσιάζει τη ζωή των ηρώων και τη δική μας μέσα από τα σύμβολα. Έτσι πέρα από τους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος, το Φοίβο και τον Κωνσταντίνο που λειτουργούν συμβολικά, ως θέληση για γνώση ο πρώτος και ως επιθυμία αυτοσυνειδησίας ο δεύτερος, ως ψυχή δηλαδή περιπλανώμενη που κάνει αγώνα για να φτάσει στην καθαρότητα και στο φως, αφού κατεβεί για δεύτερη φορά στον Άδη και αναδυθεί ολόλαμπρος, υπάρχουν άλλα δύο σύμβολα υψίστης σημασίας και μεγίστης λειτουργικής αξίας: Η Αρετή του μύθου και της παράδοσης που συμβολίζει τον απόλυτο έρωτα της ψυχής, τη θεϊκή της διάσταση και το Δέντρο που πέτρωσε και πάνω του γράφεται η ιστορία του κόσμου. Είναι η μνήμη που πέτρωσε και χαράχτηκε πάνω της η ιστορία των ανθρώπων, η ιστορία των ψυχών.
Μια τέτοια ιστορία καταγράφει στον “Άγγελο της Στάχτης” η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Την ιστορία της αρχέγονης ψυχής που, αφού “εξέπεσε” από τον παράδεισο, περιπλανιέται ανάμεσα στο χρόνο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην υπαρξιακή οδύνη και τη νοσταλγία της “χαμένης πατρίδας”. Καταγράφει η συγγραφέας την εξαγνιστική-αυτογνωστική πορεία της ψυχής στο μακρύ ταξίδι για τον Άδη. Κι όλα αυτά όχι ως διδαχή και παραδοχή, αλλά ως μαρτυρία του κατ’ αλήθειαν ζην μέσω της υπαρξιακής οδύνης και της μύησης, που σημαίνει ελευθερία κι ευτυχία του προσώπου (Εύδαιμον το ελεύθερον). Μια ελευθερία όμως για να είναι αληθινή πρέπει να έχει οντολογική, υπαρξιακή διάσταση. Διότι η ελευθερία του προσώπου μας είναι ευτυχία της ύπαρξής μας μόνο στα πλαίσια του οντολογικού Είναι. Συνεπώς μιλάμε για άλλη οπτική των πραγμάτων και της ζωής, άλλη οπτική της ανθρώπινης μοίρας σε παγκόσμιο επίπεδο. Διότι το ατομικό πρωτίστως είναι καθολικό-παγκόσμιο και η υπαρξιακή οδύνη αιμάτινος μίτος που συνδέει τον άνθρωπο με τη μοίρα του.
Η γνωριμία με το έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου και δη με τον “Άγγελο της Στάχτης”, είναι μαγεία, κατάδυση στο Άγνωστο, στους βιωμένους, αλλά ανέκφραστους δρόμους της ύπαρξής. Είναι τραγούδι στο σκοτάδι της σιωπής και μια κραυγή αιμάσσουσα που κάνει κύκλους στην ηχώ της ερημιάς.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου αν και πατάει γερά στο υπερβατικό της όνειρο, αν και χωράει ολόκληρη στα φωτισμένα μονοπάτια της ύπαρξής της, εντούτοις η ματιά της κρατάει ακόμα την εικόνα της Αβύσσου, κρατάει ακόμα την παγωμένη αίσθηση του αδύνατου. Γι’ αυτό- κατά τη γνώμη μου- είναι τραγική Ελληνίδα του κύκλιου τρόπου μας, της αέναης πνευματογέννας παράδοσης. Κι αυτή μου η πεποίθηση ενισχύεται ακράδαντα κι από τον εξομολογητικό της λόγο: “Μα αισθάνομαι πως σου μιλώ μέσα από ένα κύκλο. Και ένας κύκλος δεν έχει ποτέ αρχή και τέλος, μέση. Είναι σαν τη ζωή μας. Και η ζωή μας είναι κύκλος. Κι ας μοιάζει να έχει αρχή και τέλος και μέση. Στην ουσία, είναι ένας κύκλος, που η αρχή ταυτίζεται με το τέλος…”. Καθαρά Ηρακλείτεια, Θουκυδίδεια και συνάμα βιωματικο-θεωρητική αντίληψη που συνάδει με την αργόσυρτη παράδοση του Γένους μας, στην οποία ο κύκλος και το συναμφότερον αδιαφορούν στο μονοκαθορισμό και την απλοποίηση του φαινομένου της ζωής.
Τι σημαίνει όμως το έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου για την ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα; Σημαίνει τη λογοτεχνία που πάει ενάντια στο πνεύμα της ομογενοποιητικής και ομοιομορφωτικής παγκοσμιοποίησης, που θέλει τις κοινωνίες, κοινωνίες ατόμων και όχι προσώπων. Σημαίνει τη λογοτεχνία που πρεσβεύει την “άλλη” παγκοσμιοποίηση με την έννοια της “ανάβασης στο πρόσωπο”, στη θέωση και στην προσέγγιση της υπερβατικής αλήθειας. Τέλος σημαίνει τον λόγο της μακρόσυρτης πνευματικής μας παράδοσης που ανιχνεύει τη μνήμη της αρχέγονης ψυχής δηλαδή τον ίδιο τον άνθρωπο στην πηγή της υπαρξιακής του οδύνης και α-λήθειας, καθώς ο “πολιτισμός του καπιταλισμού και της κατανάλωσης” αλλοτριώνει το πρόσωπό του.
Fractalart.gr, 19 Ιουνίου 2019