Πάνω στις αντιθέσεις των κοσμικών στοιχείων, αντιθέσεις ενός απροσπέλαστου “γίγνεσθαι”, που δημιουργούν μιαν αναπόφευκτη διαλεκτική πορεία προς τον θάνατο, ο Παντελής Μπουκάλας στηρίζει την ποίησή του τελευταίου ποιητικού βιβλίου του “Οπόταν Πλάτανος” Αγρα. Με ένα εξαίσιο εύρημα, την ταύτιση της ανθρώπινης υπόστασης με τον πελώριο κορμό ενός πλάτανου αρχίζει την ποιητική του περιδιάβαση, χρησιμοποιώντας τα πλέον αδιαπέραστα κοσμικά στοιχεία, την πέτρα και το διαβρωμένο ξύλο, όπως ο αιωνόβιος κορμός, αλλά και τις πλέον αδιαπέραστες έννοιες, τον θάνατο και τη ζωή, την απουσία, τον κοσμογονικό έρωτα, την πάλη του ανθρώπου με το Αδύνατο.
“Σαν τον κορμό του πλάτανου. Το μέσα του καταβροχθίζει τη μορφή, ένα τίποτε μένει, κλαδιά που γράφουν αγκαλιές μα τ’ άλλο σώμα εκτοπισμένο από καιρό στην απουσία…”, γράφει. Αυτό είναι το εύρημα του Παντελή Μπουκάλα, που μετατοπίζεται διαλεκτικά σε όλα τα κοσμικά στοιχεία, στις έννοιες, στις ουσίες των πραγμάτων, στον θάνατο και στην ύπαρξη. Ο χρόνος διαβρώνει το υλικό περίβλημα, όμως απελευθερώνει την ψυχή, την μέσα όραση, την μέσα γνώση, την μεγεθύνει, την γιγαντώνει. “Η συντριβή είναι ο τρόπος του ανθρώπου”, λέει. “Θραυσμένος και πληθαίνει μες στα χάσματα μες στις οπές του”, ο πλάτανος. Όμως και ο ποιητής: “Μες στα κομμάτια μου πληθαίνω και μορφώνομαι”, γράφει.
Αυτό το στιβαρό και μετακινούμενο ποιητικό όραμα του Παντελή Μπουκάλα, σε μια άλλη οπτική, μού θυμίζει τον Πλωτίνο και τους νεοπλατωνικούς, που πίστευαν πως η φθορά του σώματος απελευθερώνει την ψυχή, την μέσα γνώση. Μόνο που εκείνοι μιλούσαν για μια “αιώνια νεότητα”, ενώ ο Παντελής Μπουκάλας διαλέγεται με τον θάνατο, με τα ίχνη που αφήνει στην πάλη των στοιχείων. Κι ακόμα η ποίησή του μου φέρνει στο νου τον στίχο του Ελύτη “το φως δουλεύοντας τη σάρκα”. Το φως δουλεύοντας τη σάρκα, σαν να ήταν τίποτα πολύτιμο κόσμημα, για να απελευθερώσει “τα αχανή διαστήματα” του έσω κόσμου, να τους προσδώσει το δώρο της διαφάνειας.
Ποίηση βαθιά υπαρξιακή, ερμητική κάποιες φορές, μυστική, μυητική, με μια ερωτική κίνηση στις αναδιπλώσεις και τις αναπνοές του κοσμογονικού “γίγνεσθαι”, η ποίηση της συλλογής “Οπόταν πλάτανος”, μας δίνει δυνατές εικόνες μια ηρακλείτειας “εναντιοδρομίας”, και άλλες φορές μας θυμίζει τη ρήση του Ηράκλειτου “Συλλάψιες όλα… εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα”. Γιατί υπάρχει σαφής πυρήνας στην ποίησή του πως τα πάντα είναι ενιαία μέσα στο ακατάλυτο “γίγνεσθαι”, που είναι μαζί θάνατος και ζωή. Και πως αυτόν τον αδιαπέραστο θάνατο τον βιώνουμε στην κάθε στιγμή της ύπαρξής μας, τον υπερβαίνουμε και μας υπερβαίνει, τον συντρίβουμε με τον αγώνα μας, αλλά και μας συντρίβει. “Μέσα σε μήτρα πλάτανου κουρνιάζω, ξέφτια της μέρας στα δόντια μου, άναιμη σάρκα, θηρίο νωδό λοιπόν, εγείρομαι καταβροχθίζοντάς με”. Και βέβαια, μέσα στην έννοια αυτή υπάρχουν και οι νεκροί, “οι αλλοδαποί του χρόνου”, όπως τους αποκαλεί ή και “πρόσφυγες του χρόνου”.
Μια μεταφυσική αύρα περιρρέει τις εικόνες και τα ποιητικά οράματα της συλλογής. Έτσι καθώς ο άνθρωπος μεγαλύνεται συντριβώμενος, σαν σε αρχαία τραγωδία. Έτσι καθώς ο χρόνος κατατρώει τα σωθικά μας για να τα θεριέψει. Έτσι καθώς το καθετί στη ζωή, μέσα από την αυτογνωσία μας που είναι η πάλη με τον θάνατο, τείνει να γίνει πιο αψηλό κι από το σύμβολο, η ποίηση αυτή μοιάζει να περπατάει με πόδια από “θραυσμένο” κορμό κι από “αμετάφραστη πέτρα, από “άναρθρα ρήματα” και “φρυγμένες ηπείρους”. Ένας ποιητικός λόγος συμπαγής και στιβαρός, σαρκαστικός. Σαρκαστικός γίνεται περισσότερο όταν περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τον θάνατο κάποιοι τιτάνες του πνεύματος, ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος και ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Εδώ ο θάνατος γίνεται “νήπιος”, και “ουτιδανός”. Όμως όταν περιγράφει – με μια περιγραφή πρωτότυπη ποιητικά και εννοιολογικά – τον θάνατο της μάνας και του πατέρα, η συντριβή είναι διαφορετική. “Εκεί μετάλαβα γονατισμένος, εκεί ανήλθα βλάσφημος θεός”, γράφει για τη μάνα. Και για τον πατέρα: “Τώρα κοιμάται στα βαθύκομα πλατάνια τ’ ουρανού και καβαλάρη με ονειρεύεται. Και στ’ όνειρό του υπάρχω ήδη ασφαλής και καταστερωμένος”.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας ο Παντελής Μπουκάλας, αλλά και μελετητής των αρχαίων κειμένων, χρησιμοποιεί ολόκληρο τον θησαυρισμένο πλούτο της γλώσσας μας, από την πρώτη διαδρομή της, λέξεις λαμπερές, άφθαρτες από τον χρόνο. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αυτούσιες τις αρχαίες λέξεις, που ενσωματώνονται με τις σύγχρονες στην ποίησή του, διαγράφοντας έτσι την ενιαία γλώσσα, τον ενιαίο πολιτισμό, τον αδιάσπαστο από χρονικά ορόσημα. Όποιος έχει εντρυφήσει στα αρχαία κείμενα, όποιος έχει μυηθεί στο κάλλος τους, βιώνει και τον ενιαίο πνευματικό πολιτισμό που εκπροσωπεί η γλώσσα μας – αυτή που σε τόσο θλιβερή συρρίκνωση, σε τόση ένδεια, έχει φτάσει στις μέρες μας. Γιατί ο πολιτισμός είναι πρωτίστως έκφραση λόγου. Και η συρρίκνωση της γλώσσας μια αναπόφευκτη συνέπεια της πνευματικής συρρίκνωσης.
Ο τίτλος της συλλογής “Οπόταν πλάτανος”, είναι από στίχο των “Νεφελών”, του Αριστοφάνους, “ήρος εν ώρα χαίρων, οπόταν πλάτανος πτελέα ψιθυρίζει”. Η άνοιξη χαίρεται, κάθε που ο πλάτανος ψιθυρίζει στη φτελιά. Αυτή η σχεδόν ερωτική κίνηση, η ερωτική αύρα, τη στιγμή που ο πλάτανος γέρνει να σιγομιλήσει στη φτελιά, με το θρόισμα των φύλλων στα ανοιξιάτικα αρώματα, διατρέχει όλη την ποίηση σε μια μεταφορά του λόγου. Την εμποτίζει και την διαπερνά σαν ανοιξιάτικο θρόισμα, περιρρέει τα ποιητικά οράματα και τους διορατικούς στοχασμούς – κι ας είναι οράματα και στοχασμοί που εκφέρουν τον θάνατο.
Η συλλογή “Οπόταν πλάτανος” είναι η έκτη κατά σειρά του Παντελή Μπουκάλα. Όμως έχει γράψει και βιβλία δοκιμίου. Επίσης, έχει κάνει τις μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων “Βίωνος – Επιτάφιος Αδώνιδος”, και “Επιτάφιος Λόγος – αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα”, με εξαιρετικά ενδιαφέροντα σχόλια.
Ολόκληρη η προηγούμενη ποίησή του, που διαποτίζεται από την ίδια υπαρξιακή και μεταφυσική αγωνία, από τους ίδιους λυρικούς οραματισμούς που συστρέφονται γύρω από την “ποιότητα” του θανάτου, τη “σπουδή”, ή αλλιώς, την έρευνα και την ποιητική μεταφορά της έννοιας του θανάτου – και λιγότερο με την αγωνία του θανάτου καθεαυτή – θα έλεγα πως προετοιμάζει, σαν έκφραση και σαν κατάκτηση, ετούτη την τελευταία του ποίηση με τον συμπαγή λόγο και την κοσμογονική αναφορά.
Εφημερίδα Αυγή της Κυριακής, 6 Φεβρουαρίου 2000
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Ο αιωνόβιος κορμός