Αναφορά στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη
Ανιχνεύοντας τις προσεγγίσεις μου στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο θεατρικό κλίμα αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν από παντού έπνεε ένας ανανεωτικός άνεμος, φέρνοντας το νεο θεατρικό ρίγος των πρωτοποριών, με τον ΄Εντουαρντ ΄Αλμπυ στη Νέα Υόρκη, με τον Χάρολντ Πίντερ στην Αγγλία, με τον Σάμουελ Μπέκετ στο Παρίσι.
Και αυτήν την ανανεωτική πνοή στο ελληνικό θέατρο η Λούλα Αναγνωστάκη την άντλησε μέσα από την ελληνική πραγματικότητα και την έφερε στη σκηνή με το στίγμα της δικής της ευφυϊας.
Είχε βέβαια την εξαιρετική τύχη να αγαπηθεί το έργο της από έναν επίσης ανανεωτή του ελληνικού θεάτρου, τον μεγάλο Κάρολο Κουν.
Δύο μεγάλες συγκυρίες. Πρώτη η χρονική στιγμή – με τις πρωτοποριακές αύρες του παγκόσμιου θεάτρου, ύστερα από τον ποιητικό ρεαλισμό του Τεννεσύ Ουϊλλιαμς και του ΄Αρθουρ Μύλλερ – και δεύτερη ο μεγάλος δάσκαλος, που, με την διορατική του ματιά, είδε στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη την μεγάλη συγγραφέα.
Εχω ακόμα ζωντανή την εικόνα στη μνήμη μου, όταν σε μια τηλεοπτική συνέντευξη, που δόθηκε για το έργο της “Ο ήχος του όπλου”, ο Κάρολος Κουν, που ήταν και το τελευταίο έργο του αυτό που σκηνοθέτησε, σήκωσε τα χέρια του, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική του κίνηση, και μίλησε για τα “επίπεδα ” που βγαίνουν από το έργο.
Επίπεδα ζωής. ΄ Η , ίσως, επίπεδα του προσώπου.
Σήμερα, προσπαθώντας να βρω τα σημεία προσέγγισης του έργου της, θα έλεγα πως η δική της πρωτοποριακή αύρα, η δική της δραματολογική υφή, είναι αυτή ακριβώς η πολυεπίπεδη και σαν ροϊκή δομή των προσώπων της, η αναγωγή τους σε οικουμενικές αλήθειες, τέτοιες που μόνον από ρωγμές υποσυνειδησιακών βυθών μπορούν να αναδύονται.
Το πρώτο θεατρικό υλικό της το αντλεί, σχεδόν σε όλα τα έργα της, από την ελληνική πραγματικότητα, έτσι ακατέργαστο και νωπό ακόμα με τις πληγές να αιμορραγούν από την πρόσφατη ιστορία του τόπου. Και αυτό είναι προφανές από τα πρώτα της μονόπρακτα, την Παρέλαση, την Διανυκτέρευση, την Πόλη, την Συναναστροφή.
Μνήμες τραυματικές, αγώνες προδομένοι, πρόσωπα παγιδεμένα σ’ ένα παρεθόν από εφιάλτες. Αλλά και έως το τελευταίο της έργο, τον Ουρανό Κατακόκκινο, που δίνει την κατάρρευση του κοινωνικού περίγυρου, κατάρρευση των ιδεών και των αγώνων, μέσα από την κατάρρευση του ενός προσώπου.
Το 1967, το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το έργο της Αντόνιο ή το μήνυμα, ένα έργο που έγραψε στη Γαλλία, στην αυτοεξορία της, τα χρόνια της δικτατορίας. Αντλεί και πάλι το θέμα της από εκείνη την τραυματική ελληνική πραγματικότητα. ΄Ομως δεν διστάζει να κάνει μια άλλη εφιαλτική αναγωγή: Η εξουσία της βίας παίρνει μια οικουμενική διάσταση, καθώς φτάνει ο απόηχος του πανικού, η απειλή πως η τρομοκρατία περνά τα σύνορα του τόπου.
Πρόσωπα ασαφή και ανήσυχα που κινούνται σ’ ένα μυστηριώδες κλίμα απειλής, συμμετέχουν σαν ονειρικά σε μια μεγάλη αγρυπνία τρόμου.
Το 1978, έντεκα χρόνια μετά, το Θέατρο Τέχνης και πάλι ανεβάζει
το έργο της Η Νίκη, ένα έργο που αποτελεί και μια μετάβαση της ίδιας σε νέες αναζητήσεις του ψυχικού πεδίου σε σχέση πάντα με τις πληγές του παρελθόντος, με την τραυματική μνήμη. Με το έργο της αυτό αγγίζει τραγικά τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόσωπα ανεπαρκή και πάλι, ελλιπή, αβέβαια, που τα δυναστεύει παγιδευτικά ο εφιάλτης του παρελθόντος. Και, όπως στην αρχαία τραγωδία, τα περισσότερα έργα της εκτυλίσσονται μέσα σε μια μέρα, σε ένα εικοσιτετράωρο. Η κορύφωση του δράματος, η στιγμή της έκρηξης, της λάμψης, της υπέρβασης των ορίων – που ωστόσο μοιάζει να είναι τυχαία.
Χρησιμοποιώντας μικρά σπαράγματα, στιγμές, από την προσωπική ιστορία των προσώπων, η Λ. Α. συνθέτει τη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Αυτή η αναγωγή του ελάχιστου καθημερινού στο συλλογικό, στο οικουμενικό ακόμα , χαρακτηρίζει όλόκληρο το έργο της, αφού πέρα από την ιστορία του τόπου, αυτή που πραγματώνεται στη δίωρη σκηνική βίωση της δικής της ιστορίας, ανασύρει καταστάσεις από βαθιά στρώματα της ψυχής, από υπαρξιακές ζώνες, από θαμμένα στην ομίχλη του ασυνείδητου επικίνδυνα πεδία. Οπως ο λόγος της Βάσως στη Νίκη: “Θέλω να ξέρεις, λέει, πως αυτό που έκανε ο Θανάσης – Θανάσης ήταν ο αδερφός της και είχε σκοτώσει το φίλο της για λόγους τιμής – τότε, ήταν το μόνο πράγμα που μας έκανε να ξεχωρίσουμε. Χωρίς αυτό η ζωή μας θα ήταν ένα ατέλειωτο σκοτάδι”. Αφού αυτό διέγειρε και αφύπνισε τη συνείδηση. Φώτισε το σκότος που την κρατούσε αιχμάλωτη στους άναρθρους βυθούς της. ΄Χωρίς αυτό δεν θα είχαν φτάσει ποτέ σε μια έστω οδυνηρή αυτογνωσία.
Τη λέξη “ξεχωρίζω”, την χρησιμοποπιεί και η Σοφία Αποστόλου στο τελευταίο της θεατρικό έργο “τον Ουρανό κατακόκκινο”. Μόνο που εκείνη από άλλους δρόμους έφτασε σε αυτή την αυτογνωσιακή κάθαρση.
Εδώ θα πρέπει να κάνω ίσως μια διευκρίνιση. Δεν μιλώ ως κριτικός θεάτρου, ούτε ως θεατρολόγος με την ευρύτερη έννοια. Συγγραφέας η ίδια, προσέγγισα το έργο της με όλες τις αδυναμίες της υποκειμενικής όρασης. Αδυναμίες της ιδιότητας του συγγραφέα.
Η προσέγγισή μου στο έργο της έγινε με άξονα τον σεβασμό μου προς αυτό. Κι ακόμα, τον σεβασμό μου προς ένα άτομο, μια συγγραφέα, που, εκτός από το σημαντικό έργο της, κομίζει και ένα ήθος στον θεατρικό χώρο του τόπου μας.
Την εξαιρετική πράξη, αυτή που διεγείρει τη συνείδηση, την βιώνει και ο νεαρός ήρωας στο έργο της Η Κασέτα, καθώς και ο Γιαννούκος, στον ΄Ηχο του ΄Οπλου. Ο πρώτος ονειρεύεται να γίνει νοερός συνεργός μιας τρομακτικής και επικίνδυνης πράξης, που θα τον ανυψώσει πάνω από τη μιζέρια της καθημερινότητάς του. Ο δεύτερος βιώνει μια άγρια πρωτόγονη ελευθερία στη σκέψη πως ανα πάσα στιγμή μπορεί να σκοτώσει ή να σκοτωθεί, αφού κρατά στα χέρια του το φονικό όπλο.
΄Ετσι το έργο της δημιουργεί ρωγμές στα υποσυνειδησιακά πεδία, ρωγμές μιας ηδονικής αβύσσου, αυτής που κουβαλάει η ψυχή ερήμην του προσώπου.
Και θα έλεγα πως μέσα στην έννοια της εξαιρετικής πράξης, υπάρχει και μια ανάγκη φυγής, διαφυγής, απόδρασης, μια άγρια ανάγκη απελευθέρωσης.
Στο Ταξίδι μακριά αυτή η απόδραση είναι περισσότερο μια εσωτερική πορεία προς τον θάνατο της ψυχής. ΄Ενας ηθελημένος εξευτελισμός της ζωής στα ξένα. Η Δήμητρα, η αποτυχημένη μάνα, η αποτυχημένη ερωμένη, η αποτυχημένη ηθοποιός, ζει την προσωπική της τραγωδία. Την ζει ενσυνείδητα ως ένα σημείο. Με μια εύθραυστη ποίηση που σου θυμίζει τα τσακισμένα εύθραυστα πρόσωπα του Τενεσύ Ουίλλιαμς. Τα πρόσωπα του έργου ελλιπή και πάλι, ανεπαρκή, βιώνουν το αλγεινό παρελθόν τους, σκόρπιες μνήμες που τις βιώνουν ως πραγματικότητα και ως θεατρικό υλικό στο έργο που ετοιμάζουν, αυτό το γραμμένο από τα ράκη της ζωής τους. Εδώ παρόν και παρελθόν συγχέονται σε μια ποιητική αίσθηση συντριμμιών, σε μια αγωνία λυτρωτικής ανάβασης. Υποδύονται τη ζωή τους, για να μπορέσουν να βγουν από τις πληγές της ζωής τους. Και αυτό μου θυμίζει το στίχο του Σεφέρη “μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας, να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας”.
Με μεγάλη μαστοριά, με αδρές κινήσεις, η συγγραφέας στήνει τη δομή των έργων της πάνω σε ασήμαντα περιστατικά, που όμως αυτά τα ίδια οδηγούν στις μεγάλες αποκαλύψεις του ψυχικού βάθους, φωτίζουν σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης φύσης, φέρνουν το πρόσωπο αντιμέτωπο με αλήθειες τρομακτικές μα και λυτρωτικές. Και μ’ ένα λόγο που είναι μαζί ρεαλιστικός και μουσικός. Μια μουσικότητα ταυτόσημη με τη θεατρική μαγεία, με τη θεατρική ποίηση – αυτή την πέρα από τις λέξεις – τη σκηνική , που την δημιουργεί ο ψυχισμός των προσώπων, τα ραγίσματα του μυαλού, η ονειρική ψευδαίσθηση.
Ο λόγος της ζωντανός, κοφτός, άμεσος, ρεαλιστικός. Λόγος μιας καθημερινότητας σφύζουζας, που τον διαπερνά μια ανεπαίσθητη ποιητική αύρα, απόλυτα ελεγχόμενη – αφού, όπως είπα παραπάνω, η ποίηση των έργων της είναι πέρα από τις λέξεις, ποίηση ενός βιωμένου ανθρώπινου υλικού από ενοχές, από φόβο, από παραφορά, από μνήμες. Ο λόγος της εξελίσσεται μαζί με τα πρόσωπα, με το δράμα τους, κορυφώνεται, γίνεται γυμνός και ανοχύρωτος, όπως και τα πρόσωπα, για ν’ αγγίξει το παράλογο και το εφιαλτικό.
Είναι χαρακτηριστικό το πώς η ίδια μιλάει για τα έργα της, για τα πρόσωπα που πλάθει. Σε μια συνέντευξή της, το 1988, λέει για τα νέα παιδιά στον ΄Ηχο του όπλου: “ Η λειτουργία, η διάθεση για ιδανικά υπάρχει.Μόνο που αυτά τα ιδανικά δεν είναι συλλογικά αποδεκτά. Ταυτίζουμε πάντα τα ιδανικά με κάτι υψηλό. ΄Ομως ιδανικό είναι νόημα ζωής. Το να αποφασίσεις ξαφνικά να μη
δουλέψεις, να μην σπουδάσεις, να μην κάνεις τίποτα και να κάτσεις και να “ψαχτείς”, μπορεί να είναι ένα ιδανικό πολύτιμο γι’ αυτόν που το έχει. Σίγουρα τέτοιο ιδανικό δεν υπάρχει πουθενά στην ιστορία. Είναι όμως το δικό τους και το υπερασπίζονται. Μπορεί τελικά να είναι και υπέροχο”.
Κι αλλού γράφει, το 1988, και πάλι για τα νέα παιδιά, που τόσο την απασχολούν στα έργα της. “ Ο παραδοσιακός νέος όπου πάνω του μπορούσαν να επενδύσουν πατρίδα, ιδεολογία και οικογένεια, μοιάζει να μην υπάρχει. Κανείς δεν προτείνει πια τίποτα συγκεκριμένο. Κυρίως η οικογένεια που άλλοτε έπαιζε βασικό ρόλο στην Ελλάδα. Με τις ραγδαίες κοινωνικοοικονομικές μετατοπίσεις, την απότομη είσοδο της γυναίκας στην παραγωγή, ( η οικογένεια ) συμπεριφέρεται αμήχανα και αλλοπρόσαλλα. Νευρικά.
Οι νέοι αισθάνονται να είναι πηγή άγχους και μόνο. Κι αυτό τους κάνει επιθετικούς. Τυχεροί οι “παραδοσιακοί”, οι πολιτικοποιημένοι και οι καλιτέχνες. Οι άλλοι όμως; Αυτοί που βιώνουν άμεσα την συνταρακτική εποχή που όλοι αισθανόμαστε ότι έρχεται; Με τι μέτρα να κριθούν; ΄Εχουν έναν άλλο ψυχισμό”.
Πιστεύω πως αυτόν τον “άλλον ψυχισμό” φέρνει στα έργα της η Λούλα Αναγνωστάκη. Και άλλωστε, αυτά τα αβέβαια ομιχλώδη πρόσωπα, που τα εξουσιάζει μια περιπαθής σκοτεινή ανασφάλεια, ένας ενδογενής σχεδόν ηδονικός τρόμος, αυτά τα πρόσωπα-εραστές της μοίρας και του θανάτου, είναι πιο προσφιλή σε κάθε δημιουργό.
Είναι αυτά που βιώνουν το απρόβλεπτο, το τυχαίο, που οδηγούνται σχεδόν πάντα σ’ έναν παράφορο αυτοσχεδιασμό της ζωής τους, αυτοσχεδιασμό της στιγμής. Και είναι τέτοια σχεδόν όλα τα πρόσωπα της Λούλας Αναγνωστάκη. Πρόσωπα που βιώνουν το απρόβλεπτο, ένα απρόβλεπτο που δεν έρχεται από τους μηχανισμούς της μοίρας ή της δικαιοσύνης, αλλά από τη δική τους αιφνίδια απόφαση, απόφαση μιας παράφορης στιγμής.
Το τελευταίο της έργο, Ο ουρανός κατακόκκινος, επισφραγίζει, θα έλεγα, όλα τα προηγούμενα. ΄Ενα έργο που συμπυκνώνει όλη την δραματουργική της ιδεολογία ή μυθολογία, απόσταγμα της δικής της θεατρικής περίπτωσης. Εκείνη που έδωσε με τόση δεξιοτεχνία την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, έδωσε το ασίγαστο τσεκοφικό πάθος, την τσεκοφική μιζέρια, πρόσωπα που κουβάλησαν στη σκηνή τις πρόσφατες μνήμες του διχασμού, του εμφύλιου, της δικτατορίας, πρόσωπα που έσταζαν το αίμα του προδομένου αντάρτικου, τώρα, σε τούτον τον τελευταίο της μονόλογο μοιάζει να κλείνει τη δική της θεατρική αυλαία με τη λέξη Κατάρρευση. Κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την κατάρρευση του Ενός Προσώπου, αυτού που την εκπροσωπεί. Που είναι εικόνα και ομοίωσή της. Του Προσώπου που διείσδυσε ως τα βάθη της αποσύνθεσής της. Που την καταργεί, υψώνοντας τα δικά του ράκη της τελευταίας αξιοπρέπειας – ίδιο τραγικό πρόσωπο – , που την υπερβαίνει με την αποδοχή της τέλειας συντριβής.
Το δράμα έχει ήδη συντελεστεί, πριν ακόμα το πρόσωπο εμφανιστεί στη σκηνή, ένα δράμα βιωμένο σε άλλες παράμετρους, δράμα παρόν και οδυνώμενο. Η ελληνική κοινωνία έχει γεμίσει από άνεργους και πεινασμένους μετανάστες. Κυκλώματα εμπόρων ναρκωτικών και μαστρωπών. “ Μάνα, της λέει ο γιος της, έτσι όπως προχωράει σήμερα η κοινωνία ή είσαι από τους πολύ δυνατούς ή γίνεσαι παράνομος. Μέσος όρος δεν υπάρχει. Είναι αυτοί που ξεγελιούνται πως είναι κάτι ενώ δεν είναι τίποτα. Τα φυτά.”
Πρόσωπο ελλιπές, ανεπαρκές, και η Σοφία Αποστόλου του τελευταίου μονόπρακτου, πρόσωπο που πέρασε ανάλαφρη μέσα από τα γεγονότα της ζωής της, θα φτάσει στη δική της αυτογνωσιακή ώρα, στη δική της αλήθεια.
“Εγώ. δεν θέλω να είμαι ο μέσος όρος”, θα πει. “Τίποτα απ’ ό,τι έχουν αυτοί δεν με συγκινεί. Νεκροί είναι όλοι. Πεθαμένοι. Αυτό είναι. Με τους άντρες τους. Με τις γυναίκες τους. Με τα παιδά τους στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Εγώ νιώθω πως ξεχωρίζω. Ξεχωρίζω. Πηγαίνω δυο φορές το μήνα στη φυλακή και βλέπω τον άσχημο και ηλίθιο γιο μου. Παρέα με τους Αλβανούς και τους πρεζάκηδες”
Με αυτόν τον μονόλογο, μέσα από νοσταλγίες και μνήμες του παλιού καιρού, με γαλλικά τραγουδια που τα τραγουδάει χαμένη σε νοσταλγικούς ρυθμούς, φτάνει στον δικό της Οχτώβρη.
Στη δική της επανάσταση. “Εδώ είναι το Δεκαεφτά, λέει. Ο δικός μου Οχτώβρης. Του Γιάννη – Γιάννης είναι ο φυλακισμένος γιος της – και ο δικός μου”
΄Ετσι αφήνει να φανούν τα ραγίσματα από όπου ξεπήδησε αυτό το δράμα. Ραγίσματα της δικής της ψυχής, της δικής της ζωής, και ραγίσματα της ελληνικής πραγματικότητας με όλη τη φθορά των προδομένων ιδεολογιών. Δράμα δικό της και δράμα της ελληνικής πραγματικότητας που ανελέητα την χρησιμοποιεί για να υπάρξει. ΄Οποιος δεν γίνεται “μέσος όρος” βιώνει σίγουρα ένα παράλληλο με το δικό της δράμα. Μια και ο καθείς είναι θύμα αυτής της σύνθεσης της κοινωνίας.
Σκέφτομαι πως η Λούλα Αναγνωστάκη θα μπορούσε τέλεια αυτόν τον μονόλογο να τον κάνει ένα πλήρες θεατρικό έργο. Σύμπτυξε το θέμα σε ένα μικρό κείμενο. ΄Ετσι ήθελε.
΄Εδωσε όμως τη συντριβή του σύγχρονου ανθρώπου ή του ανθρώπου της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει και εδώ μια αναγωγή. ΄Ενας θλιβερός απόηχος εκείνης της άλλης συντριβής που μεγιστοποιείται στην ιστορική στιγμή που βιώνει η Σοφία Αποστόλου ή η ελληνική πραγματικότητα.
Και υπάρχει και μια μεγαλοπρέπεια. Εκείνη “ξεχώρισε”. ΄Εφθασε σ΄ εκείνο το μαγικό ξέφωτο – θεατρικά μαγικό – που υπάρχει πέρα από την απελπισία.
Ετσι, η δράση του μικρού αυτού έργου, μια δράση που είναι η βίωση του συντελεσμένου, δημιουργεί μια άλλη εξουσία. Είναι η αξιοπρέπεια του ηττας. Η αξιοπρέπεια του συντριμμένου ατόμου.
Αυτή που δημιουργεί και την αναγωγή στο τραγικό. ΄Ενα ελάχιστο σημείο επαφής με το τραγικό: Η στιγμή που η συνείδηση νοεί την τέλεια συντριβή της, όμως δεν λυγίζει. Αποδέχεται με αξιοπρέπεια αυτή τη μοίρα της συντριβής, που της επεβλήθηκε σαν θεατρικός ρόλος. Και η στιγμή που θα τραγουδήσει με τσακισμένη φωνή την Τρίτη Διεθνή, είναι σαν να θέλει να μεταδώσει σ’ εμάς όλους το ρίγος της προσωπικής της μαρτυρίας.
Σ΄εκείνο το μαγικό ξέφωτο, λίγο πιο πέρα από την απελπισία, τα θεατρικά πρόσωπα της Λούλας Αναγνωστάκη βρίσκουν μια δική τους ονειρική απελευθέρωση.
Το συνέδριο είχε γίνει στο Αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, λίγο πριν από την κρίση του 2011 – δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία. Η Λούλα Αναγνωστάκη ήταν εκεί.