Ευχαριστώ θερμά την Διεύθυνση της Σχολής – μιας σημαντικής του τόπου μας Σχολής που δεκαετίες τώρα κράτησε ψηλά το εκπαιδευτικό επίπεδο και τις αξίες τις καθαρές, σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε σήμερα. Είμαι βαθιά συγκινημένη.
Τιμήσατε το βιβλίο μου αυτό, το μοναδικό που έχει μια ξεχωριστή σχέση με το παιδί που εγώ ήμουν. Το ότι κατάφερε να συγκινήσει να δονήσει τις καθαρές ψυχές των μαθητών της Ε’ δημοτικού, να τους εμπνεύσει τόση αγάπη για τα πρόσωπα και για τις ιδέες που εκφράζει, ίσως δεν είναι τυχαίο. Γι’ αυτό και με συγκινεί βαθύτατα.
Αυτό το μικρό μυθιστόρημα το είπα “το κεχριμπάρι μου” και έτσι έμεινε μέσα μου, από την μπάλα την κεχριμπαρένια – που θα μπορούσε, είπαμε, να είναι από μια μελλοντική τεχνολογία.
Στο μυθιστόρημα αυτό έβαλα όλη τη μεταφυσική μου εμπειρία, όλη την αγωνία μου για το άδικο που πάντα περισσεύει σε κάθε εποχή, έβαλα τη δύναμη που μας δίνει η γνώση του καλού. Αλλά και τη δύναμη που μας δίνει η γνώση του αθέατου κόσμου. Ήθελα να δημιουργήσω μια συμφιλίωση μια τρυφερή οικειότητα με τον κόσμο του αθέατου. Και ήθελα όλες αυτές τις μεγάλες αλήθειες να τις δώσω με μια τρυφερή ιστορία, αλήθειες θεμέλια, όπως η γνώση του αθέατου κόσμου και το άδικο που περισσεύει και η δύναμη του καλού, όλα αυτά που τα έμαθα μέσα σε μια ολόκληρη ζωή ήθελα να γίνουν ένα μικρό τρυφερό βιβλίο για την ψυχή του παιδιού.
Και να γιατί.
Τη μικρή αυτή ιστορία την κουβαλώ μέσα μέσα μου από το οκτώ μου χρόνια.
Ήμουν παιδί τότε, όπως εσείς, και ζούσα στη Λήμνο. Ήταν φτωχική τότε η Λήμνος, Στα δύσκολα χρόνια λίγο μετά τη γερμανική Κατοχή. Και στη γειτονιά μας, μια μεγάλη γειτονιά, μαζευόμασταν τα βράδια όλα τα παιδιά και πηγαίναμε σε έναν χώρο τεράστιο, που ήταν λίγα μέτρα πιο εκεί και τον λέγαμε Αλάνα. Σήμερα έχει χτιστεί ο χώρος αυτός με μοντέρνα κτήρια, και λέγεται πλατεία Υψιπύλης. Όμως στη δική μου μνήμη έχει μείνει όπως ήταν τότε. Λοιπόν, στην Αλάνα αυτή, ακριβώς στην απέναντι μεριά από εκεί που ήμασταν εμείς, είχε το μαγαζάκι του ένας Μικρασιάτης πρόσφυγας ο κυρ Κώστας. Ήταν σιδεράς. Συμπαθητικός και πολύ παραμυθάς. Πολλές φορές πηγαίναμε εκεί τη μέρα και μας έλεγε ιστορίες. Και μία από τις πιο αγαπημένες του ήταν για ένα φάντασμα που κάθε βράδυ, μας έλεγε, έβγαινε εκεί, στο πίσω μέρος της αυλής του – που ήταν προς τη μεριά της Αλάνας. Κι εμείς τον βλέπαμε τον χώρο αυτόν και η περιέργεια μας έκαιγε. Το υπερφυσικό πάντα γοητεύει και λίγο τρομάζει.
Τη μέρα κοιτάζαμε τον χώρο, όπου θα έβγαινε το φάντασμα. Τον κοιτάζαμε καλά. Ήταν ακριβώς το πίσω μέρος του μαγαζιού του, μια μικρή αυλή που, όπως είπα, έβλεπε στην Αλάνα. Και ήταν γεμάτη με βρωμούσες και παλιοσίδερα. Λοιπόν, τη μέρα κοιτάζαμε τον χώρο και το βράδυ στηνόμασταν αντίκρυ ακριβώς, στην άλλη μεριά της Αλάνας και περιμέναμε.
Το φάντασμα βέβαια δεν βγήκε ποτέ. Όμως τόση γοητεία είχε αφήσει στην ψυχή μου. Ήταν μαζί γοητεία και δέος και μια βαθιά ανάγκη να γνωρίσω αυτόν τον αθέατο κόσμο. Και είπα στον εαυτό μου πως, όταν μεγαλώσω, θα γράψω μια ιστορία. Θυμάμαι, κρατούσα σημειώσεις στο τελευταίο φύλλο σε ένα από τα σχολικά μου τετράδια. Ήταν στρατιώτης, μας είχε πει ο κυρ Κώστας, που αγαπούσε μια κοπέλα. Και τον σκότωσαν σε μια αποστολή.
Το συμβάν αυτό ποτέ δεν έφυγε από τη σκέψη μου στα κατοπινά χρόνια.
Και τις σημειώσεις τις έχασα. Χρόνια τις έψαχνα. Όμως η σκέψη να γράψω την ιστορία ήταν πάντα εκεί – κι ας μην είχαμε, τότε, ούτε βιβλιοπωλείο κανένα και ούτε είχα δει ποτέ βιβλία έξω από τα σχολικά. Ήταν τόσο φτωχική η ζωή μας ακόμα τότε, και το νησί μας σαν εγκαταλειμμένο. Χωρίς καράβι χωρίς επικοινωνία.
Και ύστερα, όταν μεγάλωσα και διορίστηκα υπάλληλος στο Επαρχείο Λήμνου, με δικά μου χρήματα πια ταξίδεψα στην Αθήνα και αγόρασα τα πρώτα μου βιβλία – με όλον τον ως τότε Ελύτη βέβαια. Και να ποιος θρίαμβος ακολούθησε.
Ανοίγω την ποίησή του Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά και πέφτω κατευθείαν πάνω στους στίχους:
“Στις δύο το μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου … Ήταν μόνο το φωτόδεντρο Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μεσ’ στις βρωμούσες και στα παλιοσίδερα…”
Και τρελάθηκα. Ήταν η φράση που είχα γράψει στο τετραδιο. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου που βγήκα και περπατούσα με τις ώρες. Το φωτόδεντρο του Ελύτη ήταν το φάντασμά μου. Εκεί, στο πίσω μέρος εκείνης της αυλής όπου εγώ είχα ζήσει την παιδική μου φαντασίωση.
Και όταν, κάποια χρόνια μετά, έγραφα το βιβλίο μου για την ποίησή του “Οδυσσέας Ελύτης – ένα όραμα του κόσμου” και πήγαινα κάθε Τρίτη στο διαμέρισμά του, στη Σκουφά, γιατί ήθελε να διαβάζει κομμάτι κομμάτι αυτά που έγραφα, τόσο του άρεσαν και τα συζητούσαμε, του το είπα.
Και έμεινε άφωνος. Του είπα πως αν έβρισκα το σχολικό μου τετράδιο θα έβλεπε ακριβώς τη φράση “στο πίσω μέρος της αυλής μεσ’ στις βρωμούσες και στα παλιοσίδερα”. Γιατί αυτό το θυμόμουν που το είχα γράψει εκεί.
Δεν είπε τίποτα πολλή ώρα. Και μετά, θυμάμαι, είχε πει: Αυτό είναι ποίηση! Όχι ποίηση με λέξεις. Είναι καθαρή Ποίηση!
Και η ιστορία πια αυτή είχε μείνει μέσα μου σαν κάτι ιερό.
Ένα υλικό ιερό. Που δεν τολμούσα να το αγγίξω. Ούτε να γράψω την ιστορία. Το φύλαγα μόνο μέσα μου αυτό το ιερό υλικό. Γιατί ήταν μαζί και όλες οι παιδικές μνήμες μου από την Κατοχή.
Ώσπου, πριν από κάποια χρόνια, το 2014, έπρεπε να παλέψω με το Αδύνατο και να φανώ γενναία.
Και τότε, μόνον τότε, βγήκε από μόνη της αυτή η ιστορία. Κύλησε στο χαρτί σαν να ήταν γραμμένη από χρόνια. Και είχαν τόση λάμψη οι στιγμές που το έγραφα. Ήθελα να το κάνω ιστορία για παιδιά. Γιατί εγώ ήμουν παιδί όταν την έζησα. Και ήθελα τα σκληρά εκείνα γεγονότα της γερμανικής Κατοχής να μην είναι μνήμες. Και τότε ήρθε η κεχριμπαρένια μπάλα να τα δώσει με τη μελλοντική τεχνολογία.
Τώρα λέω, ίσως γι’ αυτό τα παιδιά αγάπησαν την ιστορία αυτή. Είναι η τρυφερότητα που τα συμφιλιώνει με τον αθέατο κόσμο. Είναι το αίσθημα της δικαιοσύνης που μας κάνει δυνατούς.
Είναι το υπερφυσικό που ασκεί μια απίστευτη γοητεία στην ψυχή μας.
Είναι η αγάπη που δεν την νίκησε ούτε ο θάνατος.
Θυμάμαι, με τόση λάμψη είχε γραφτεί.
Και ο Αλβέρτος, το εβραιόπουλο, ήταν κι αυτό πραγματικό βίωμα. Ήταν μεσημέρι. Και ήταν Ιούλιος. Κάποια παιδιά της γειτονιάς καθόμασταν στο σκαλοπάτι του Ελισαίου και παίζαμε. Ξαφνικά, είδαμε τον Αλβέρτο, παιδί στην ηλικία μας, παίζαμε καμιά φορά μαζί, τον είδαμε με τη μικρή του αδερφή και φορούσε παλτό Ιούλιο μήνα. Και κρατούσαν και τα δυο παιδιά από ένα τοσοδά μικρό μπογαλάκι στο χέρι. Πού πήγαιναν; Σήκωσαν το χεράκι τους και μας χαιρέτησαν πριν στρίψουν στον δρόμο. Ύστερα μάθαμε πως θα τους έπαιρνε ένα καράβι.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται στη δύναμη μιας κεχριμπαρένιας μπάλας που λειτουργεί με δυνάμεις άγνωστες, δυνάμεις μαγικές και μας φέρνει σε τόπους και γεγονότα χαμένα μέσα στο χρόνο, που όμως είναι ζωντανά, έτσι όπως τα γέννησε ο χρόνος, η καταργημένη εκείνη στιγμή, γιατί όπως λέω στο μυθιστόρημα «τίποτα δεν χάνεται από αυτό που έχει υπάρξει».
Και όλη αυτή η κρυμμένη μέσα στα μόρια της ύλης μαγεία – που μοιάζει με τη μαγεία του υπερφυσικού – μέσα στην παιδική φαντασία μοιάζει να προσεγγίζει τη μαγική πραγματικότητα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Εκείνο που ήθελα ήταν δημιουργήσω μια συμφιλίωση με τον αθέατο κόσμο. Και μέσα στη συμφιλίωση αυτή να υπάρχει τρυφερότητα και ομορφιά. Έτσι αυτό που πιστεύουμε ως ανύπαρκτο να γίνει μαγικά υπαρκτό. (μεταφυσική διάσταση, Αριστοτέλης) Να ξεπλύνει τα σκοτάδια του παρελθόντος με φως πολύ φως και να τα κάνει υπαρκτά και αγαπημένα. Έτσι που η παιδική ψυχή να οδηγηθεί σε αυτή την άλλη γνώση, αυτή τη γνώση του αθέατου κόσμου, που την είπα “άλλη αλήθεια”, να οδηγηθεί με τρυφερότητα. Εγώ οδηγήθηκα βίαια σε εκείνη την τραυματική παιδική ηλικία. Γι’ αυτό και προσπάθησα, σε αυτό το μικρό μυθιστόρημα που ξετύλιξα όλη μου την ψυχή, να υπάρχει αγάπη, πολλή αγάπη, να υπάρχει ομορφιά. Γιατί μόνον τότε το μαγικό στοιχείο ανοίγει στην ψυχή τα μονοπάτια εκείνα που ελευθερώνουν το πνεύμα για να το μυήσουν σε ένα κόσμο ομορφιάς.
Διαβάζουμε στη σελ. 127: Από τα δεκατρία μου το έχω το τετράδιο του παππού στα χέρια μου, όμως φοβόμουν να το διαβάσω. Μόνο βιαστικά διάβαζα κάποιες σελίδες κι ευθύς το έκρυβα. Όμως τώρα ξέρω. Πόνεσα και τρόμαξα. Και η λαβωμένη μου ψυχή έγινε πιο όμορφη και πιο ανθρώπινη. Πλάτυνε η ψυχή μου, ο πόνος μας ωριμάζει, μας ομορφαίνει. Μας μαθαίνει να βάζουμε κι εμείς το δικό μας ελάχιστο λιθαράκι στις μεγάλες έννοιες που λέγονται ανθρώπινη ζωή και ειρήνη και δικαιοσύνη, Και ξέρω ακόμα πως η ψυχή μου θα πενθεί για πάντα τη Δήμητρα κι εσένα, Άντριου, και, μέσα από εσάς τους δυο, όλους εκείνους που δεν τους πένθησε κανείς, που δεν τους έκλαψε κανείς».
Και στη σελίδα 48 διαβάζουμε: « Τόσο πολύ ήθελα να μάθω αν ο Άντριου ήταν ερωτευμένος με τη Δήμητρα, που έμεινα λίγο ακόμα στο υπόγειο, πριν αφήσω από τα χέρια μου το τετράδιο του Μιχελή. Ένας Άγγλος κατάσκοπος που η ζωή του κινδύνευε στην κάθε στιγμή και μια όμορφη Ελληνίδα νηπιαγωγός τι θα μπορούσαν να ονειρευτούν άραγε! Θυμάμαι όταν είχα δει το χέρι του Άντριου πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι και αναρωτήθηκα αν αυτό το ευγενικό χέρι άγγιξε ποτέ ερωτευμένο κάποιο άλλο χέρι. Και να! Τώρα ξέρω, λέω. Και μένω μια στιγμή ακόμα, να δω το χέρι του πάνω στα μαλλιά της. Δεν μιλάνε. Η αγάπη η αληθινή δεν έχει ανάγκη από τα λόγια. Μέσα σ’ αυτό το άγγιγμα είναι όλη η ψυχή».
Τιμητική εκδήλωση της Λεοντείου Σχολής με δρώμενο των μαθητών πάνω στο βιβλίο μου “Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου”, 11 Μαϊου 2018