«Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές
Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω»
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Δεκαπέντε από τον θάνατό του. Όμως όταν ένας ποιητής πεθαίνει γίνεται σηματωρός και φέγγει τον νυχτωμέςνο κόσμο μας.
Και ιδιαίτερα όταν ο ποιητής είναι τόσο μεγάλος όσο ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης.
Συμβαίνει να είμαι μελετήτρια του έργου του και να τον έχω γνωρίσει από κοντά. Τίποτα δεν με πλούτισε περισσότερο όσο η εργασία μου εκείνη πάνω στην ποίησή του αλλά και η συνεργασία μου μαζί του που κράτησε δύο χρόνια. Αυτό ειναι το δώρο της μεγάλης ποιησης: να σε πλουίζει. Να ανοίγει δρόμους στη σκέψη σου. Δυο χρόνια αφιέρωσα από τη ζωή μου για να γράψω – με τη δική του βοήθεια – το βιβλίο μου «Οδυσσέας Ελύτης – Ένα Όραμα του κόσμου». Και είναι από τα πιο ωραία υπερβατικά ταξίδια που μπορεί να κάνει κανείς.
Του είχε αρέσει ο τρόπος που είδα την ποίησή του: Από την μυστικιστική της πλευρά. Και με αφετηρία τους φιλοσόφους οραματιστές της Ιωνίας.
‘Ομως η ποίησή του έχει άπειρες οπτικές και προσεγγίσεις.
«Πέφτοντας η ζωή μου / ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου…» λέει.
Πόσες φορές δεν αναδύθηκε από μέσα μου ο στίχος αυτός. Περιμένοντας στη στάση ενός τρόλευ ή περπατώντας σε ένα δρόμο. Πέφτοντας η ζωή μου, έλεγα, ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου – κάθε φορά ένα κομμάτι ελάχιστο.
Είναι μεγάλη η ποίηση που μπορεί να αναδύεται σε στιγμές της καθημερινότητας. Έτσι από μόνη της σαν για να δώσει μια άλλη διάσταση στο εφήμερο. Κι όταν η φθορά και η παρακμή των καιρών μας γίνεται κόμπος λύπης, πάλι ο στίχος του:
«Και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα»
Στο βιβλίο που έγραψα για τον Οδυσσέα Ελύτη, είδα την ποίησή του, όπως είπα, από την πλευρά του μυστικισμού της. Και είδα τον ίδιο τον ποιητή ως έναν Μυστικό.
«Είμαι ο μύστης των φύλλων της ελιάς» λέει. Που σημαίνει γνωρίζω το μυστικό γίγνεσθαι του φύλλου της ελιάς – ή το μυστικό γίγνεσθαι του κόσμου από την αρχέγονη καταβολή του.
Εκείνος, όσο ακόμα ζούσε, από βιβλίο σε βιβλίο και όσο βάθαινε μέσα στη γνώση του κόσμου, είχε οραματιστεί τον «βαθύ Κεραμεικό» πάει να πει, το πέρασμα της ψυχής στην άλλη διάσταση.
Εκεί που φυσάει ο άνεμος του άλλου καιρού.
«Φυσάει φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος – γράφει
Φυσάει φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος¨ ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα»
Και αυτό που ήθελε να πάρει μαζί του ήταν η ποιητική του ψυχή με αυτή τη συνείδηση της εγκοσμιότητας που έζησε. Ήταν η Μνήμη του η ποιητική και οραματική που του έδωσε την ανθρώπινη περιπέτεια μέσα από λέξεις κωδικούς των μυστικών του κόσμου, λέξεις κλειδιά για την εκπόρθηση του Αγνώστου – αυτού του Αγνώστου που τόσο τυράγνισε τη σκέψη του σε όλο το μάκρος της ζωής του και ήταν η πηγή της βαθιάς της «αγιάτρευτης νοσταλγίας» του – όπως την ονομάζει – νοσταλγία για την ουρανική του πατρίδα.
Σε όλη του τη ζωή περιδιάβηκε τα υπερβατικά τοπία της ποίησής του, αναζητώντας τη Λάμψη από τον χαμένο παράδεισο που η ψυχή του διαφύλαξε σαν ουρανική μνήμη στην εγκόσμια περιπλάνησή της.
Σήμερα βρίσκεται ο ίδιος στη Λάμψη και στη Γνώση την υπερβατική. Σήμερα που έχει πια περάσει τον «βαθύ Κεραμεικό», όπως ονόμασε το βαθύ πέρασμα όπου οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά.
Και τι ωραίος ο οραματισμός της μετάβασής του στην άλλη διάσταση:
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
The angels await with candles and funerary psalms
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς.
Από τους ωραιότερους μεταφυσικούς στίχους που έχουν γραφτεί.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έφυγε και μας άφησε πιο πλούσιους και πιο ωραίους, έτσι όπως μόνον ο ποιητής έχει την ευλογία να το κάνει. Μας έδωσε μια καινούρια Ελλάδα καθαρή, καθαρμένη, μια πατρίδα που λάμπει μέσα σε τριών χιχλιάδων χρόνων πετράδια θεϊκά. Λόγια θεϊκά. Μέσα σε τριών χιλιάδων χρόνων ελληνικό θαύμα.
Όταν τέλειωσα το βιβλίο μου Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου, αισθάνθηκα πως είχα μυηθεί κι εγώ στα μυστικά του κοσμικού γίγνεσθαι, έτσι όπως μόνον η δική του ποιητική όραση ήξερε ν’ ανοίγει δρόμους στην ψυχή και στη σκέψη.
Αυτόν τον πλούτο μας άφησε φεύγοντας, τη δυνατότητα να μυηθούμε στην ομορφιά – αφού, όπως είπε ο ίδιος: «Η ομορφιά είναι η μόνη οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση : η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει»
Μας έδωσε τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο μ’ ένα καινούριο τρόπο.
«Ο ασβέστης που σηκώνει στη ράχη του τα μεσημέρια» και το «φως δουλεύοντας τη σάρκα» σαν να είναι πολύτιμο κόσμημα, είναι ποιητικές εικόνες από τον δικό του ιδιαίτερο υπερρεαλισμό – ή θα έλεγα ακόμα πως η ποίησή του είναι ο λόγος του Αναξαγόρα : τον μεν νουν κινούντα την δε ύλην γενομένην» Ο νους που κινεί και η ύλη που γίνεται – από την εντολή του νου.
Και σημειώνω πως αυτός ο συσχετισμός που έκανα του είχε αρέσει.
Όμως και κάτι ακόμα: Εκτός από την υψηλή ποίησή του, μας άφησε και το μέτρο ενός υψηλού ήθους. Το ήθος που ο ίδιος, ως πολίτης της Χώρας μας, ως πολίτης του κόσμου, διαφύλαξε αχάραγο.
Όταν μιλάμε για μυστικισμό σημαίνει πως πρέπει να αναζητήσουμε τις πηγές της εσωτερικής γνώσης, τις πηγές των οραματισμών που αποκαλύπτουν.
Μύηση είναι η μυστική γνώση. Η γνώση που σου αποκαλύπτεται με εσωτερική άσκηση, με διαίσθηση, με ενόραση.
Έτσι, αναζητάμε τις αλήθειες που κρύβουν τα μυστήρια του κόσμου από μιαν άλλη οδό.
Τούτο δε εστιν ανάμνησις εκείνων α ποτ’ είδεν ημων η ψυχή συμπορευθείσα θεώ» είπε ο Πλάτωνας στον Φαίδρο. Όλα αυτά που ζούμε είναι ανάμνησις εκείνων που κάποτε γνώρισε η ψυχή μας, όταν συμπορευόταν με τον θεό.
Αν ήθελα να δώσω το πρόσωπο του Ελύτη, θα διάλεγα τον στίχο του Εμπεδοκλή «και εγώ νυν ειμί, φυγάς θεόθεν και αλήτης» (Και εγω εδώ είμαι τώρα, φυγάς, δραπέτης από τον ουρανό και αλήτης) όταν αλήτης έχει την ‘έννοια του εξόριστου από τον ουρανό και του περιπλανώμενου εγκόσμια.
Εγώ η δραπέτις τ’ ουρανού», λέει η Μαρία Νεφέλη στο ομότιτλο βιβλίο του. Και ο ποιητής ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του εξόριστο: «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε, τι βλέπεις;»
Γιατί η ζωή μας όλη δεν είναι παρά μια περιπλάνηση ανάμεσα στον πόνο τον κοσμικό και στη Μνήμη την υπερβατική της χαμένης ουρανικής πατρίδας.
Για να μπορέσω να γράψω το βιβλίο μου για τον Ελύτη, επικοινώνησα με την ποίησή του διαισθητικά και ενορατικά. Γιατί, για να αναλύσεις σωστά ένα έργο, πρέπει να λειτουργήσεις στα ίδια επίπεδα και βάθη. Έτσι, ο αποσυμβολισμός των χρησμικών φθόγγων του ήταν για μένα, πριν απ’ όλα, μια αναζήτηση μέσα μου. Αναζητώντας το δικό του όραμα, αναζητούσα πρώτα το δικό μου.
Αυτή είναι η ευλογία μιας μεγάλης ποίησης, η προσφορά της, να μας βοηθά να βρούμε το δικό μας όραμα και τη δική μας διαίσθηση για τον κόσμο.
Γιατί εκείνο που ζητάμε σ’ ένα έργο είναι να βρούμε μέσα από αυτό τη δική μας θέση, τη δική μας διαίσθηση, την υπαρξιακή, τη μεταφυσική, την ανθρώπινη – πριν ή και παράλληλα με την αισθητική.
Οι Μυστικοί μας λένε ότι, μέσα στα κύτταρά μας κουβαλάμε από προϋπάρξεις μας κάποιες παράξενες εγγραφές. Σ’ αυτές είναι εγχαραγμένη ολη η γνώση και η σοφία. Όλα τα θαύματα και τα μυστήρια του κόσμου. Κι ακόμα πως από αυτές τις προφητικές εγγραφές αναδύονται οι αναγγελίες – όχι μόνον για τον κόσμο του δικού μας καιρού – αφού είμαστε μόρια του σύμπαντος.
Οι βιολόγοι μας λένε πως μέσα στα κύτταρά μας υπάρχει μια νόηση αυτο-ύπαρκτη. Μια νοητική λειτουργία. Ένας εγκέφαλος πυρήνας νοητικός.
Και είπαν ακόμα πως η φθορά είναι μια συνέπεια της λειτουργικότητας αυτής της παράξενης νόησης.
Ο Πλάτωνας μας είπε πως την ιδέα του κάλλους η ψυχή την έχει μέσα της «φύσει». Γιατί προτού γεννηθεί γνώρισε τις αθάνατες ιδέες. Και είπε ακόμα πως η γνώση του κόσμου δεν είναι παρά μια αναδυόμενη ανάμνηση.
Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει στο Άξιον Εστί, όταν η Μνήμη ήρθε κι έσκυψε πάνω από το λίκνο του:
Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
Και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
Στην περιοχή του Μυστηρίου οι πιο παράλογες συσχετίσεις δημιουργούν τη διαλεκτική μιας γνώσης που με τίποτα δεν μπορεί να αμφισβητήσει η πραγματικότητα της ζωής μας.
Κι αφού η ποίηση του Ελύτη λειτούργησε στην περιοχή του Μυστηρίου, δεν μπορεί κανείς να την αποσυμβολίσει παρά μόνον με τη βοήθεια του ίδιου του μυστηρίου που η διαίσθηση αποκαλύπτει.
Κι όταν μας λέει:
Ό,τι να δεις – καλώς το βλέπεις
Αρκεί να ‘ναι αναγγελία
Μου δίνει όλη τη βεβαιότητα πως η αναγγελία αυτή είναι χρησμική. Πως έρχεται κατευθείαν από τις αναγγελίες που είναι εγχαραγμένες στα βάθη της ύπαρξής μας – από την συν-είδηση του Είναι.
Εκεί, στην περιοχή του Μυστηρίου, αναζήτησα τις αλήθειες του Ποιητή. Γιατί πιστεύω πως στην ποίησή του λειτούργησε σαν ένας νέος Μύστης. Κι ακόμα, γιατί πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του τις ίδιες μυστικές αλήθειες, τη δική του σοφία και γνώση, ή αλλιώς, την ίδια δυνατότητα αποκάλυψης.
Η βαθιά αγωνία του ποιητή, η υπαρξιακή και ανθρώπινη, ήταν να οραματιστεί το Άδηλο και το Ασύλληπτο, το Άφθαρτο, που κλείνουν οι επάλληλοι κύκλοι ενός σύμπαντος που καταυγάζει στον κόσμο μας μικρές αστραπές της αλήθειας του. Αυτή τη μικρή αστραπή αναζήτησε. Τη Λάμψη.
Εγώ που αδάκρυτος υπέμεινα την ορφάνια της λάμψης
Ω καιροί, δεν συγχωρώ
Λέει σ’ ένα στίχο του, Κι αλλού:
Για μία λαμπερή στιγμή κυριολεκτικά πουλήθηκα
Και μ’ αυτή την οπτική, η ελληνικότητα του Ελύτη δεν είναι μόνον οι ελληνικές ακρογιαλιές και το Αιγαίο. Για τον Ελύτη καθετί ελληνικό έχει την απόσταση των τριών χιλιάδων χρόνων. Και η Ελλάδα της ποίησής του δεν είναι επίπεδη. Είναι το βάθος και η αρχή της ελληνικής σκέψης. Η αρχή της ελληνικής φιλοσοφίας ενάντια στον μηδενισμό της δυτικής διανόησης.
Στην τελευταία του ποίηση «Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» και «Τα ελεγεία της Οξόπετρας», εκφράζει με συγκλονιστικό τρόπο το δέος του μπρος στον θάνατο.
Είναι η ύστατη κραυγή – ποιητική κραυγή – καθώς, απεκδυόμενος την εγκοσμιότητά του, αντιμετωπίζει το αναπότρεπτο κοσμικό και ανθρώπινο τέλος.
Προσωπικά, έχοντας βιώσει την πορεία της ποίησής του, την αναζήτηση της υπερβατικής αλήθειας, την αγωνία του Αγνώστου, βρήκα σε τούτη την τελευταία του ποίηση αίμα τα σημάδια της αγωνίας του.
Κείθε περνάω και πάω – πού ξέρεις – για μια κοιλιά
γλυκύτερη από την πατρίδα
λέει. Ποιος ξέρει: Μπορεί εκείνη η άλλη διάσταση, ο άλλος Καιρός, να είναι μια πατρίδα γλυκύτερη από την υλικότητα του κόσμου. Γλυκύτερη από την ποιότητα και την πυκνότητα της δικής μας υπόστασης.
Βρήκα πως ο κάθε στίχος είναι και μια οδυνόμενη αναφορά που παλιρροεί στις υπαρξιακές πηγές της πρώτης του ποίησης. Μια πορεία νόησης, ενόρασης, διείσδυσης, λάμψης, που πυρπολύθηκε στο μάκρος της ζωής του.
Απεκδυόμενος την υλικότητα του κόσμου, έφτασε στην εσωτερική λάμψη. Έφτασε στον απόλυτο πόνο. Γιατί η νεότητα, οι αναμνήσεις, ο έρωτας, είναι ταυτόσημα με την κοσμική υλικότητα που αποχωρίζεται.
Εκείνος οραματίστηκε το «βαθύ πέρασμα». Και έχοντας ζήσει μια ολόκληρη ζωή μ’ αυτή την «άγνωστη» ψυχή του, όπως την αποκαλεί, την πηγή των χρησμών του, μ’ αυτή τη θεϊκή λάμψη, που μέσα της πόνεσε αναζητώντας μιαν άλλη αλήθεια, δεν θέλει να την αποχωριστεί. Θέλει να περάσει μ α ζ ί στον άλλον Καιρό.
Στον άλλον κύκλο της ύπαρξης.
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε ο ίδιος, μ’ ακούς – λέει.
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, εκεί που θα μεταναστεύσει η ψυχή, σαν το λαβωμένο πουλί, κλείνοντας την πονεμένη άβυσσο της γέννησής της και της εγκόσμιας περιπλάνησης, εκεί δεν θα υπάρχει σίγουρα το ίδιο χώμα και ο ίδιος αέρας, η πυκνότητα και η ποιότητα του δικού μας καιρού.
Πιστεύω πως είναι από τους ωραιότερους στίχους, από τα ωραιότερα μεταφυσικά οράματα, που διεγείρουν και πονούν όλα τα κύτταρα της ψυχής, καθώς την ανασύρουν από τα βάθη της να οραματιστεί την αλήθεια της. Να αντικρίσει το πέρασμα της μεταλλαγής της σε φως.
Της απαλλαγής της από το κοσμικό ένδυμα, που τη βύθισε στο σκότος της ύλης.
Κι ύστερα, στην ποίησή του «Τα ελεγεία της Οξόπετρας», η ποίησή του βαθαίνει ακόμα πιο πολύ μέσα στον θάνατο. Λέξεις και εικόνες τραχιές, σαν φαγωμένες από την αρμύρα της θάλασσας.
Άγρια θάλασσα χτυπιέται πάνω μου – λέει. Κι αλλού:
Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι
Ολόκληρη η ποίηση των Ελεγείων του είναι η ζωή μας η βυθισμένη μέσα στο Άγνωστο.
Σαν τον θαλασσόβραχο της Αστυπάλαιας που είναι βυθισμένος μέσα στο νερό. Αυτός ο θαλασσόβραχος που λέγεται Οξόπετρα – και από εκεί πήρε τον τίτλο η τελευταία του αυτή ποίηση.
Μια ποίηση που απαντά στο Φωτόδεντρο – αλλά και σε όλη την προηγούμενη ποίησή του.
Στο Φωτόδεντρο είχε εισχωρήσει με τη δύναμη της ποιητικής του ενόρασης στον υπερβατικό κόσμο, και τον περιέγραφε. Ήταν γεμάτος λέμψεις εγκαυστικές και ζάπλουτα μιλητικά νερά του παραδείσου. Εδώ, στα Ελεγεία, έχει και πάλι εισχωρήσει στην ίδια περιοχή του Αγνώστου, όμως την ονομάζει θάνατο.
Ένας θάνατος – θάλασσα που τον περιβάλλει εξουσιαστικά και κατατρώει τη βυθισμένη Οξόπετρα.
Είναι σαφής η εικόνα της Οξόπετρας, ομοίωση του ποιητή, που θα αναδυθεί από τη βάθη της και ο εαυτός του ο άγνωστος θα του αποκαλυφθεί.
Ώσπου κάποτε ο βυθός μ’ όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ’ αστράψει πάνω απ’ το κεφάλι μου
Λέει. Και βιώνοντας το πυρπολημένο τοπίο της ποίησής του ή τον πυρπολημένο από τα χρόνια εαυτό του, λέει ακόμα:
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ’ όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Η Ελλάδα είναι η Χώρα που γεννάει τους μεγάλους ποιητές. Κι είναι η Χώρα που ξαναγεννιέται αιώνια μέσα από τον λόγο τους.
Και ο Ελύτης, ως γνώστης της δύναμης που κρύβουν τα στοιχεία γύρω του, από το ταπεινό λουλούδι έως τις ροές των άστρων, επικαλείται τη βοήθειά τους:
Ροές του σύμπαντος – λέει – κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές
Παρασταθείτε μου.
Κι αλλού. Όταν ζητάει να βοηθήσουν τη χώρα του. Και τη ζητάει από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης – που άμεσα η αναφορά του είναι στον λόγο του ψαλμωδού : «σε προσκυνειν, τον Ήλιο της Δικαιοσύνης» αλλά και από τη γη του που πάνω της φυτρώνει η μυρσίνη :
Της δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ
Και μυρσίνη εσύ δοξαστική
Μη παρακαλώ σας μη
Λησμονάτε τη χώρα μου.
Όσο για τους ντυμένους φίλους : Ήρθαν / ντυμένοι φίλοι / αμέτρητες φορές οι εχθροί μου / το παμπάλαιο χώμα πατώντας / και το χώμα δεν έδεσε με τη φτέρνα τους.
Και η απειλή του είναι ξεκάθαρη:
Την οργή των νεκρών να φοβάστε – τους λέει
Και των βράχων τ’ αγάλματα.
Η ομιλία αυτή έγινε για πρώτη φορά στη Μυτιλήνη, όταν τιμήθηκε με το βραβείο νομπελ.
Και στη Μύρινα Λήμνου, στα εκατό χρόνια από την γέννησή του, στα δεκαπέντε από τον θάνατό του. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Σελάνα” της Μυτιλήνης
Κάποια αποσπάσματα είναι από το βιβλίο μου “Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου”