Μην φεύγεις πάνω στα νερά φώναξες
από των ασφοδελών το σύθαμπο
όπου στεκόσουν
όμως εκείνη γλυστρούσε και έφευγε
στο άλλο τοπίο
αμίλητη
τυλιγμένη το πέπλο του Δομίνικου
Κι η άβυσσος μου ανέβηκε ως το γόνατο
Τα νερά τυλιγμένα σε κινούμενες μάζες ομίχλης, νερά μιας λίμνης ατέλειωτης που χάνεται στα βάθη της Νέκυιας. Μια ασπριδερή σκοτεινιά απλώνεται, σαν θαμπό κρύσταλλο αυλακωμένο από παράξενες λουρίδες λάμψης που μοιάζουν δρόμοι ασφοδελοί του άλλου τοπίου.
Ο άνδρας που στέκεται στην όχθη φορά ακόμα τα βασιλικά του ρούχα που μούλιασαν στην υγρασία. Πού βρίσκομαι; αναρωτιέται, με την αγωνία να κυλά κόμπους ιδρώτα στο ωραίο του πρόσωπο. Κοιτάζει γύρω, τίποτα, κανένας ήχος ζωής. Μόνο τα φλούα φλαφς από τα κουπιά ενός παράξενου βαρκάρη ακούγονται. Τα φλούα φλαφς από τα γρήγορα μαύρα κουπιά που σκίζουν τους νερένιους δρόμους. Κι ένα υπόκωφο ανέμισμα σαν κλάμα. Κάποιος κλαίει, συλλογίζεται, κάποιος κλαίει για μένα. Εκείνη. Η Φέλιξ Ρωμυλιάνα. Η μάνα. Το κλάμα γίνεται ψίθυρος. Ακουμπά το πρόσωπό του στους ασφοδελούς να ακούσει καλύτερα, «συν δυο συν τρεις δεν κάθονται συν δέκα δεν κοιμούνται κι όπου ’βρουν γάργαρο νερό πίνουν και ξεδιψάνε…», η φωνή της. Πού είσαι; φωνάζει. Δεκαέξι αιώνες φωνάζει, «πού είσαι;» Κι ύστερα τη βλέπει να στέκεται όρθια μέσα στη βάρκα, το ωραίο κεφάλι της τυλιγμένο σε μια ασπριδερή μπέρτα σαν μπαμπακερή, φτενή, ή σαν από το ασπριδερό της ομίχλης. Και τρελαίνεται. Δίπλα της ο πελώριος βαρκάρης κοιτάζει το ασημένιο που του έδωσε για το πέρασμα.
Κι αρχίζει να φωνάζει. Να την καλεί τρελός από πόνο, μη φεύγεις… μη φεύγεις πάνω στα νερά…
«Μη φεύγεις…» Είναι ο Γαλέριος Σέπτιμους, ο κάποτε πανίσχυρος αυτοκράτορας, που δεκαέξι τόσους αιώνες περιπλανιέται στον ίδιο ασφοδελό τόπο, προσπαθώντας να συνθέσει ξανά και ξανά τα συντρίμμια της μνήμης.
FELIX ROMVLIANA.
Κοιτάζω πάνω στην πέτρα την μισοσβησμένη επιγραφή. Ο χρόνος ακυρώνει τις αποστάσεις. Το θέαμα που έχω μπροστά μου είναι μαζί πραγματικό και χαμένο στα ασφοδελά μονοπάτια μιας παράξενης Νέκυιας. Είναι πραγματικό αλλά και δημιουργημένο από τον πόνο και τη δίψα του περιπλανώμενου άνδρα με τα μουλιασμένα βασιλικά ρούχα.
Ένα απέραντο περίλαμπρο παλάτι. Παλάτι πύργος απόρθητος. Παλάτι κάστρο ανίκητο. Μόνον ο χρόνος το νίκησε. Ο χρόνος και ο θάνατος. Ο σκοτεινός βαρκάρης.
Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω την πέτρα της επιγραφής. Felix Romvliana, τα γράμματα λίγο γερτά, καλλιγραφικά. Ήταν εκείνη η «ευτυχισμένη» μάνα, η τρισαγαπημένη, που ο βασιλικός γιος της έχτισε ετούτο το παλάτι πιστεύοντας πως έτσι θα την κάνει αθάνατη. Πιστεύοντας πως μέσα στα πέτρινα βασιλικά δώματα, τα απόρθητα, δεν θα την έβρισκε ποτέ ο Χάροντας, γιατί εκείνος θα την προστάτευε.
Τα δάχτυλά μου πάνω στην παγωμένη πέτρα. Το χειμωνιάτικο πρωινό λαμπερό. Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα και όλα συνωμοτούν θαρρείς με το μαγικό στοιχείο, το εξωλογικό. Το τοπίο λάμπει. Τοπίο ζωής ετούτο. Ένα σμάρι πουλιά βγαίνουν από τις πέτρες με μια κύκλια κίνηση ίδια με την κύκλια κίνηση του χρόνου. Πετούν και φεύγουν, χάνονται. Μπορεί μια τέτοια στιγμή να άγγιξαν και τα δικά του δάχτυλα ετούτη την ίδια λαξεμένη πέτρα, την κοκκινωπή, με το σαλιγκάρι στην άκρη, που κουβαλά στη μνήμη της τους δεκαέξι άσωτους αιώνες. Μπορεί ακόμα να την άγγιξε και εκείνη, λέω, η ακριβή μάνα, λίγο πριν κατεβεί στην όχθη με τους ασφοδελούς και τα κινούμενα νερά της λίμνης τα τυλιγμένα στις πυκνές μάζες της ομίχλη, εκεί όπου σβήνει κάθε ήχος ζωής για να ακούγονται μόνο τα αργόσυρτα ή γρήγορα φλούα φλαφς των κουπιών.
Η ξεναγός μας καλεί να προχωρήσουμε. Η περιήγηση στο παλάτι Φελιξ Ρωμυλιάνα είναι ατέλειωτη. Μας μιλά για την σπάνια αρχιτεκτονική, για την τέχνη των λιθοξόων, για την ακριβή διακόσμηση των δαπέδων. Μας μιλά για τις αψίδες, για τα κυκλικά προαύλια, για τα αίθρια, για τις στοές.
«Λένε πως από τότε ο γιος της τριγυρνά εδώ, και ψάχνει τη νύχτα στα χορταριασμένα δώματα. Λένε πως, όταν εκείνη πέθανε, λίγες μόνο μέρες πριν της παραδοθεί ο πύργος, εκείνος κατέβηκε όπως ήταν, με τα βασιλικά του ρούχα, και ρίχτηκε στα νερά του Αχέροντα, να φέρει πίσω τη μάνα. Πολλοί τον είδαν, λένε, πολλοί τον ακούνε μέχρι σήμερα να τριγυρνά στο παλάτι και να τη φωνάζει…»
Αναριγώ ως μέσα στο αίμα. Και τίποτε άλλο δεν θέλω να ακούσω. Βγαίνω από την ομάδα της περιήγησης. Εγώ τον είδα, συλλογίζομαι. Εγώ άκουσα τη φωνή του, μια φωνή που την διαπερνούσαν όλα τα κύματα του πόνου, «μη φεύγεις πάνω στα νερά… μη φεύγεις…» Βλέπω την ξεναγό που κοντοστέκεται, τους μαζεύει όλους γύρω της. Κάτι ακόμα θέλει να πει και διστάζει. Κάτι που ίσως το αμφισβητεί. «Λένε πως πλήρωσε την αλαζονεία του», η φωνή της αβέβαιη.
Μια σιωπή βαριά. Τα πρόσωπα ανήσυχα. Τώρα όλοι ζητούν να μάθουν.
Από τη μέρα που άρχισε να χτίζει το παλάτι αυτό, μας εξηγεί εκείνη, είχε κάποια παράξενα προαισθήματα, σαν μηνύματα από το άγνωστο, έβλεπε όνειρα να σταματήσει την οικοδομή, γιατί διέπραττε ασέβεια, του έλεγαν, ήταν μια υπερβολή που πρόσβαλλε την τάξη και τον ηθικό νόμο, την αρμονία της σχέσης του ανθρώπου με ό,τι τον υπερβαίνει, και άλλα τέτοια παρόμοια. Τα πρόσωπα ταραγμένα τώρα. Γιατί; Δεν είχε δικαίωμα να εκφράσει την αγάπη για τη μητέρα του με ένα τόσο μεγαλοπρεπές ανάκτορο; Ή μήπως επειδή το έχτιζε για να την κάνει αθάνατη, όπως έλεγε; Κομπιάζει λίγες στιγμές.
«Λένε πως ήταν ένας σκληρός μονάρχης, μεθυσμένος από τη δύναμη της εξουσίας που είχε, μια εξουσία απόλυτη πάνω σε ζωντανούς και νεκρούς… Ονόμαζε τον εαυτό του αθάνατο, και έχτιζε το παλάτι φρούριο για να κατοικήσει εκεί με τη μητέρα του, γιατί ήταν εκείνη το μόνο πλάσμα στον κόσμο που αγαπούσε…»
Πλησιάζω πιο κοντά. Αυτά με ενδιαφέρουν να τα ακούσω, συλλογίζομαι, και στέκομαι δίπλα στην ξεναγό.
«Πολλοί ασχολήθηκαν με το φαινόμενο Φέλιξ Ρωμυλιάνα, συνεχίζει εκείνη. Κάποιοι είπαν πως η συμπεριφορά του βασιλικού γιου ήταν ασεβής, πως η μέθη της εξουσίας που είχε και που την χρησιμοποίησε χωρίς φραγμό ήταν Ύβρις… όπως και το ίδιο το παλάτι που έχτιζε, η ιδέα πως θα τον κάνει αθάνατο…»
Τους βλέπω που απομακρύνονται. Εγώ θα μείνω εδώ, σκέφτομαι. Θα μείνω ώσπου να τον ξαναδώ με τα βρεγμένα βασιλικά του ρούχα να καλεί τη μητέρα του από την όχθη της ομίχλης. Εδώ, ως τη νύχτα και ως το άλλο πρωί. Θα βρω την εγκοπή του χρόνου, εκείνη την ακριβή σύγκλισή του με τη στιγμή που ζω, και θα τους δω ξανά και τους δυο. Εκείνον, με το ερειπωμένο βασιλικό ρούχο του, να μπαίνει ως μέσα στα νερά της λίμνης, για να προφτάσει τη βάρκα που την παίρνει. Κι εκείνη, με το ασπριδερό μαντίλι στο κεφάλι, σαν μπαμπακερό ή σαν από ομίχλη, να φεύγει πάνω στα νερά. Ένα πρόσωπο από φίλντισι και λύπη, από υπέρμετρη αγάπη.
Εκείνο που είδα εγώ ήταν μόνο η συντριβή.
Όταν επέστρεψα, άνοιξα ευθύς το λεξικό. «Ύβρις ή ύπρις, διαβάζω, εκ του υπέρ, Υπέρης, υπέρβασις ορίου. Η ύβρις τιμωρείται αυστηρότατα υπό των θεών». Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να δεχτώ την ερμηνεία. «Υπέρβασις ορίου». Και ποιος καθορίζει τα «όρια»; «Η κάθε υπερβολή προσβάλλει την αρμονία της σχέσης του ανθρώπου με ό,τι τον υπερβαίνει…», στη σκέψη μου η φωνή της ξεναγού.
Είμαι εκείνο που αγνοώ, λέω, εκείνο που με υπερβαίνει. Και θυμούμαι τον στίχο του Ποιητή: «Λάμπει μέσα κείνο που αγνοώ».
Το άλλο πρωί κατέβηκα ξανά στο εγκαταλειμμένο παλάτι. Τίποτα δεν θύμιζε την χθεσινή «αναρχία». Όλα με τάξη μέσα σε ένα στέρεο τοπίο που πάνω του βαρύς έπεφτε ο καιρός. Τα αρώματα με ζάλισαν, υγρές οσμές από ρίγανη του καλοκαιριού και θυμάρι και ακόνιζα. Και μάταια έψαχνα να βρω ξανά την εγκοπή του χρόνου, εκείνη τη ρωγμή του τοπίου από όπου κύλησε η εικόνα του Άλλου Καιρού. «Καλή Χρονιά», ευχήθηκα στον εαυτό μου, και αναρωτήθηκα μήπως όλη αυτή η περιπέτεια του μυαλού είχε κάποια σημασία. Μήπως έπρεπε να χαίρομαι με το ελάχιστο που έχω, για να μην προκαλώ εκείνο που με υπερβαίνει, εκείνο που αγνοώ.
“Από ένα ταξίδι μου στο Μπορ της Σερβίας. Το παλάτι – κάστρο υπάρχει μεγαλοπρεπές και εγκαταλειμμένο, με την μισοσβησμένη επιγραφή Felix Romvliana. Δεν κατοικήθηκε ποτέ, είπαν, γιατί η Μάνα πέθανε λίγο πριν τελειώσει, και εκείνος, ο αυτοκράτορας Γαλέριος, περιπλανιέται από τότε, δεκαέξι τόσους αιώνες, και την αναζητά”.
Έθνος της Κυριακής, 6 Ιανουαρίου 2007
Θέμα: “Η αρχαία Ύβρις στις μέρες μας”