Το μυθιστόρημα Με τη Λάμπα Θυέλλης είναι από τα πιο αγαπημένα μου. Γράφτηκε τον καιρό που αναζητούσα τρόπους να περάσω την υπέρβαση του ποιητικού λόγου στα σύμβολα της ψυχής, να δημιουργήσω έναν ποιητικό υπερρεαλισμό στην πεζογραφία μου. Έναν υπερρεαλισμό που να ανατρέπει τους συμβατικούς νόμους, αλλά και να σημαίνει την υπαρξιακή περιπέτεια. Έτσι ο ήρωάς μου στη «Λάμπα Θυέλλης», παγιδευμένος από το μυστηριακό και το αθέατο, από το υπερφυσικό, ζει σε μια κρυστάλλινη πραγματικότητα και μοιάζει με τα πλάσματα εκείνα τα εφήμερα, τα προορισμένα για ένα μόνο καλοκαίρι που ξέμειναν και ζούνε το φθινόπωρο που δεν είναι γι’ αυτά.
Είναι ένας «γοητευμένος», όπως θα μπορούσε να είναι ο καθένας από μας σαν τύχει και βρεθεί στο δρόμο του το «μυστηριακό» ή σαν τύχει και μπει, αθώος, στην παγίδα του αόρατου κόσμου.
Μαζί με τον ήρωά μου, βυθίστηκα κι εγώ μέσα στο μυστήριο, να μάθω τι κρύβουν τα σημάδια που μας στέλλει ο αόρατος αυτός κόσμος, σημάδια που ο Ελύτης τα ονόμασε «μηνύματα από το άγνωστο», σημάδια προφητικά, που γίνονται πηγές αγγελιών στα όνειρά μας.
Χρησιμοποίησα τα όνειρα για να φτάσω στο Άδυτο της ψυχής, να περάσω στην άλλη άκρη της αλήθειας της, που είναι η άλλη όψη του εαυτού μας, μια εμπειρία που κάνει το μυθιστόρημα εύθραυστο και γυμνό, ανοχύρωτο στα χέρια του αναγνώστη.
Έγραψε τότε στην Ελευθεροτυπία ο Δημήτρης Σταμέλος, όταν κυκλοφόρησε, το 1993: «Διαθέτει μιαν αφηγηματική πυκνότητα και αμεσότητα, ώστε να προσεγγίζουμε το πάθος και τον αγώνα του ήρωά της. Να οδοιπορούμε μαζί του, στην ερημιά που τον περιβάλλει, στην οδύνη του, στην προσπάθειά του να ξανακερδίσει τον χαμένο παράδεισο μέσα από την ανυψωτική εμπειρία του πόνου, να γνωρίσει την αλήθεια του μέσα από χώρους πρωτόγνωρους, μυστηριακούς, εξαγνιστικούς, όπου το μυστήριο και ο πόνος σηματοδοτούν την καθημερινότητα».
Δεν άλλαξα ούτε μία λέξη. Είναι από τα κείμενα που δεν τα αγγίζεις δεύτερη φορά.
Θέλω μόνο να πω πως το μυθιστόρημα, καίτοι γραμμένο μέσα σε έναν καθαρό υπερρεαλισμό, αγαπήθηκε εξαιρετικά από τους αναγνώστες του. Η ανθρώπινη περιπέτεια του ήρωά μου, η σταυρική πορεία του προς την «απαγορευμένη γνώση» ήταν ιδιαίτερα προσφιλής σε μυημένους και αμύητους. Γιατί το δέος της ύπαρξης το γεννά το υπέρλογο και το μυστηριακό και όχι η συμβατική πραγματικότητα. Κι εγώ εκείνον τον καιρό ζητούσα τη γνώση του Αθέατου. Και με πλοηγό τα όνειρα και τα σημάδια σύμβολα που χρησιμοποιεί η ψυχή για να επικοινωνήσει, έπλασα τον κρυστάλλινο κόσμο του ήρωά μου, για να σταυρωθεί, γιατί την απαγορευμένη γνώση δεν την κατακτάς ατιμωρητί, αλλά και να φτάσει στην κάθαρση μέσα από την ομορφιά.
Το βιβλίο έκανε πολλαπλές ανατυπώσεις στις εκδόσεις Καλέντη και μετά σώπασε. Τώρα θέλω να δοκιμάσω την αντοχή του στον σημερινό αναγνώστη. Στη νέα γενιά. Γιατί τα μυθιστορήματά μου αγαπήθηκαν περισσότερο από τους νέους. Και τους ανήσυχους.
Τότε έλεγα πως η «Λάμπα Θυέλλης» ήταν η βαθύτερη διαίσθησή μου για τον κόσμο και για την ύπαρξη, όλο το «βιος» μου. Σήμερα λέω, ίσως να ήταν ο προάγγελος του κατοπινού μυθιστορήματός μου «Ο Άγγελος της Στάχτης», που το είπα επαλήθευση της ζωής μου. Ίσως να χάραξε μέσα μου τα κρυφά μονοπάτια, τα ορφικά, για να περπατήσω στους ασφοδελούς λειμώνες της ομίχλης, εκεί όπου αιώνες περιπλανιόταν ο λυπημένος μου «Άγγελος»:
Στη «Μεγάλη Νύχτα» του Μπέκετ.
Στον «Άλλον Καιρό» του Ελύτη.
Στις πατημασιές του Ορφέα.
Στην ομορφιά ενός εξαγνιστικού έρωτα.
Γράφτηκε ως πρόλογος για τη νέα κυκλοφορία του βιβλίου το 2008