Σε αντίθεση με τα μεγάλα μυθιστορήματα-ποταμός που έδωσε ο Τάσος Αθανασιάδης, τοιχογραφίες της ελληνικής αλλά και της μικρασιατικής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, το “Μεσαιωνικό Τρίπτυχο” είναι μικρό σε έκταση, όμως έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αφηγηματικής τέχνης του, της ιδιαίτερης μαστοριάς του να συγχωνεύει τη ζωή και την ιστορία μέσα στην προσωπική βίωση των χαρακτήρων του, να πλάθει έναν κόσμο συμπαγή, αναγνωρίσιμο από τα ανθρώπινα πάθη και λάθη, από την αντιφατικότητα των ιδεών και των πολιτισμών.
Μια μυθιστορηματική περιήγηση στον ταραγμένο Μεσαίωνα επιχειρεί ο Τάσος Αθανασιάδης με το τελευταίο του αφήγημα “Μεσαιωνικό Τρίπτυχο”, μια μεταφορά από Ανατολή και Δύση των αντιφατικών αντιλήψεων και των πνευματικών ρευμάτων, των ιστορικών συγκυριών και της ανθρώπινης μοίρας.
Το “Μεσαιωνικό Τρίπτυχο” αποτελείται από τρία αφηγήματα που τα συνδέει ο ιστορικός χρόνος, με όλη την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, η διασταύρωση ιδεών, ηθών, παρακμιακών ή αναγεννησιακών σπερμάτων, η διυποκειμενική διάσταση των γεγονότων που βιώνουν οι πρωταγωνιστές και, τέλος, η μελαγχολική ματαιότητα και ματαίωση των ανθρώπινων σχεδιασμών. Πάνω σ’ αυτόν τον θεματικό άξονα αναπτύσσονται τα τρία αφηγήματα, με βασικό στόχο τη σκιαγράφηση του ανήσυχου μεσαιωνικού πνεύματος που επικρατούσε, με όλη τη φόρτιση ενός αμαρτωλού παρελθόντος .
Με τη γνωστή του διεισδυτική ματιά ο συγγραφέας, ανατέμνει την καθημερινή ζωή στη Βενετία, την Φλωρεντία, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη – λίγο πριν και μετά την Άλωση – στην Ιερουσαλήμ, την Μυτιλήνη, την Χαλκίδα, πόλεις όπου μετακινούνται οι περιπλανώμενοι ήρωες των αφηγημάτων του, φορείς των διαφορετικών ιδεών και αντιλήψεων. Γραμμένα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τα τρία αφηγήματα, αποτελούν ένα οδοιπορικό στην αντιφατικότητα των απόψεων, στη θρησκοληψία, την ειδωλολατρεία, τη φιλοσοφία.
Το πρώτο αφήγημα “Από το οδοιπορικό ενός ανευλαβή”, δίνει πιο υποβλητικά το θολό και ανήσυχο μεσαιωνικό τοπίο, που το σκιαγραφούν η σιμωνία του κλήρου, η εμπορία των ιερών λειψάνων, οι δολοπλοκίες της παπικής αυλής, η υποκρισία της πουριτανής κοινωνίας. Ένας Φλωρεντινός νέος, απόγονος του ουμανιστή Πίκο ντε λα Μιράντολα, με υψηλή μόρφωση και ανήσυχο πνεύμα, ταξιδεύει στις πόλεις που σημάδεψαν τη ζωή του, Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Ιερουσαλήμ, για να γνωρίσει από κοντά όσα διάβασε στα βιβλία.
Με ζωντανές περιγραφές και διορατική ματιά ο συγγραφέας μας δίνει το μακρύ αυτό οδοιπορικό στην ταραγμένη ατμόσφαιρα του Μεσαίωνα, αρχίζοντας από τις σκληρές συνθήκες της ζωής στη γαλέρα – σημείο συνάντησης όλων των κοινωνικών τάξεων και των ανθρώπινων χαρακτήρων. Άλλωστε, είναι προσφιλές στοιχείο της πεζογραφίας του Τάσου Αθανασιάδη η ανατομία της ζωής μέσω των πολλών χαρακτήρων. Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή της ζωής στην Αθήνα του Μεσαίωνα από έναν “ανευλαβή” περιηγητή της Δύσης. Θαυμαστής της φιλοσοφίας και του
ελληνικού κάλλους ο απόγονος του Μιράντολα, δεν διστάζει να εκφράσει την απογοήτευσή του μπρος σ’ αυτή την “πολίχνη με τις κάμποσες εκατοντάδες σπιτόπουλα.”
Στο δεύτερο αφήγημα “Η Μουσική και η Θάλασσα”, κεντρικό πρόσωπο είναι ο γιος του βαρόνου της Κεφαλλονιάς Τζιάκομο Κρίσπο, ερωτευμένος με την μοναχοκόρη του Βάιλου της Χαλκίδας, την όμορφη Άννα. Ο Μωάμεθ Β΄, λίγο μετά την άλωση της Πόλης, επιχειρεί να κυριεύσει το κάστρο του Νεγροπόντε, και ο νεαρός ευπατρίδης σπεύδει μ’ ένα πολεμικό πλοίο, να βοηθήσει στην άμυνα του κάστρου, ουσιαστικά να προστατέψει την αγαπημένη του. Εδώ ο συγγραφέας μιλά τη γλώσσα του αίματος και της αγριότητας, σε αντίθεση με το πρώτο αφήγημα, όπου κυριαρχεί η τέχνη και οι φιλοσοφικές ιδέες της εποχής. Εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα της εποχής, τους ιδιωματισμούς, τα άπειρα πραγματολογικά στοιχεία, ο τρόπος που εμπλέκει στο μύθο του πρόσωπα πραγματικά από το χώρο της τέχνης, της επιστήμης, των αξιωμάτων, όπως του Ρούντλολφ Αγκρικόλα, του Βοκάκιου, του Τσώσερ, του δόγη Φραντσίσκο Φόσκαρι, και πλήθος άλλων.
Το τρίτο αφήγημα “Εγκώμιο στην ανωνυμία ενός νέου”, αναφέρεται στα τελευταία χρόνια των Κατελούζων στη Μυτιλήνη. Το κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ένα νέο παιδί που είδε τον Μυτιληνιό πατέρα του να θαύεται στα ερείπια του κάστρου, όταν αυτό βομβαρδίστηκε από τα ασκέρια του σουλτάνου. Η Μυτιλήνη πέφτει αιμόφυρτη στα χέρια των Τούρκων και ο νεαρός πρωταγωνιστής του αφηγήματος μπαρκάρει με άλλους αιχμαλώτους για την Κωνσταντινούπολη. Και σε αντίθεση πάλι με το πρώτο αφήγημα, όπου η Πόλη ζούσε τις τελευταίες αναλαμπές της δόξας της, τώρα στενάζει παραδομένη στον άγριο κατακτητή. Ο συγγραφέας, μέσα από την περιπέτεια του ήρωά του, σκιαγραφεί τη ζωή της εξαθλίωσης με εικόνες επώδυνα ζωντανές.
Και στα τρία αφηγήματα υπάρχει μια αυστηρή κυριαρχία του λόγου, μια αυστηρή ισορροπία ιστορίας, μύθου, ανθρώπινου στοιχείου. Ο Τάσος Αθανασιάδης είναι ο κατ’ εξοχήν ουμανιστής συγγραφέας, και το τελευταίο του αυτό αφηγηματικό έργο έχει την ανθρωπιστική σφραγίδα της πεζογραφικής τέχνης του. Υπάρχει ακόμα διάχυτο το στοιχείο της τυχαιότητας, της μοίρας των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια μιας σημείωσης, στο τέλος του τρίτου αφηγήματος, όταν ο νεαρός Μυτιληνιός, ελευθερωμένος πια από τα δεινά της ζωής του πηγαίνει στη Βενετία να σπουδάσει την ιατρική. Γράφει: “Μπορεί να είχε σκοτωθεί στην πολιορκία της Μυτιλήνης¨ να είχε πεθάνει μέσα στη γαλέρα που τον πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη¨ να πετάξουν το πτώμα του στη θάλασσα με κομμένο το αριστερό αυτί¨ ακόμη να βυθιζόταν το καράβι καθώς ταξίδευε στην Ιταλία. Μοίρα του ήταν να πεθάνει άκλαυτος και να τον θάψουν, μέσα στον πανικό από τα πολλά θύματα που συνείχε τον κόσμο, σ’ έναν ομαδικό τάφο χρισμένο με ασβέστη. Έφυγε ανώνυμος από τη Γη, σα να είχε γραφτεί το όνομά του πάνω στο νερό ή στο εκτόπισμα του αγέρα απ’ το φτερούγισμα κάποιου πουλιού.”
Εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Το καθ’ ημάς Βυζάντιο
Σύνδεσμος στο αυθεντικό: