Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου: ” Το σμαραγδένιο βουνό”, ένα ρηξικέλευθο μυθιστόρημα
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου είναι ένας πείσμων ανθός. Στέκει πολύχρωμος και φωτεινός στις σχισμές των βράχων αψηφώντας τις απειλές του κάθε αέρα που περνάει βίαιος και βιαστικός. Εκεί στα τραχιά γκρίζα βράχια συνομιλεί με το αναποφάσιστο πέλαγος και σχεδιάζει τις γραμμές των οριζόντων της. Με τα μυθιστορήματά της επιδιώκει να φωτίσει και να δυναμώσει την ιστορική μας μνήμη, με τα ποιήματά της διεγείρει όλες τις αισθήσεις μας, στα θεατρικά της έργα η τρέλα της πραγματικότητας δίνει τα σκήπτρα στο θέατρο του παραλόγου, ενώ στα παραμύθια της “ξορκίζει το κακό με την απεριόριστη δύναμη της αθωότητας”
Εσύ θα σκέφτεσαι μόνον το Καλό. Θα το καλείς με τη σκέψη σου. Και το Καλό θα έρθει να σε βρει.
Στην πιο ώριμη περίοδο της ζωής της η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου, ανατρέπει τα δεδομένα και καταθέτει το ρηξικέλευθο μυθιστόρημα “Το Σμαραγδένιο Βουνό” με το οποίο το αναγνωστικό κοινό, υπερβαίνοντας την πραγματικότητα, θα ταξιδέψει για μια ακόμα φορά στους φανταστικούς κόσμους της.
Ποια τα σύνορα πραγματικότητας και ποια της φαντασίας στο νέο σας μυθιστόρημα :“Το Σμαραγδένιο Βουνό”;
Ξεκινάει από μια παράξενη πραγματικότητα. Και δημιουργεί έναν πραγματικό θα τον έλεγα κόσμο, όμως με απόλυτα φαντασιακά υλικά. Το πιο παράξενο μυθιστόρημα που έχω γράψει. Καταρχήν, το Βουνό είναι πέρα για πέρα πραγματικό. Και βρίσκεται στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τη Λήμνο. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Χρόνος, αυτό το έμαθα από τον Απολλόδωρο, όταν έγραφα την Υψιπύλη μου. Στα δεκατρία μου ήρθε και με βρήκε. Ήμουν στην πρώτη Γυμνασίου και είχαμε πάει εκδρομή στον Αυλώνα, μια μαγική τοποθεσία έξω από τη Μύρινα, όπου και υπάρχει το Βουνό αυτό μέχρι σήμερα. Είχε βρέξει και η γη μοσκοβολούσε. Με μια φίλη συμμαθήτριά μου, προχωρούσαμε σαν μαγνητισμένες προς το Βουνό, που υψωνόταν δίπλα μας. Τόση έλξη νιώσαμε, τόσο μαγνητικά μας καλούσε, που αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Και αυτό ήταν υπέροχο. Ανεβαίναμε και ανεβαίναμε με όλη την ορμή και την φαντασία της πρώτης εκείνης νεότητας, να φτάσουμε στην κορυφή. Οι πέτρες που κρατιόμασταν για νη μην γκρεμιστούμε ξεκολλούσαν από το υγρό βραχόχωμα. Οι χαμηλοί θάμνοι ξεριζώνονταν μόλις τους αγγίζαμε. Όμως εμείς ανεβαίναμε και ανεβαίναμε. Χωρίς να γυρίσουμε πίσω να δούμε. Φοβόμασταν. Στους πρόποδες είχαν μαζευτεί καθηγητές και συμμαθητές και μας φώναζαν απεγνωσμένα να κατεβούμε. Όμως εμείς δεν τους ακούγαμε, η φωνή δεν έφτανε, τα χέρια τους βλέπαμε μόνο. Και ανεβαίναμε. Ήταν ένα αίσθημα απερίγραπτης ομορφιάς. Ακατανίκητης. Θυμάμαι ακόμα πως η μόνη μου αγωνία ήταν κάτι παπούτσια λουστρινένια που φορούσα, δώρο της UNRA τότε, και έτρεμα μη χαλάσουν καθώς βυθίζονταν στο βρεγμένο χώμα.
Αυτό το Βουνό από τότε, από τα δεκατρία μου, ερχόταν στο όνειρό μου. Και κάθε φορά, μεταλλαγμένο. Πότε κρυστάλλινο, πότε ολόφωτο να φέγγουν τα σπλάχνα του. Πότε από σκέτο υλοποιημένο φως μια άλλης επικράτειας σαν αυτής του ονείρου. Χαμήλωνε μέσα στον ύπνο μου για να μπορέσω να πατήσω πάνω του και να ανεβώ. Αυτό είναι το πραγματικό το γήινο Βουνό, που έγινε σμαραγδένιο την τελευταία φορά.
Όμως δεν τελειώνει εδώ. Όταν με βρήκαν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, βρισκόμουν στην ψυχολογία εκείνη του “τόσο μπόρεσα…” Όσα έγραψα, είπα, για όσα αγωνίστηκα, για όσες αλήθειες και δίκαια, για όσες ιδέες αγάπησα, τελειώνουν όλα κάποτε, τελεία. Ύστερα ήρθε και ο κορωνοϊός, αυτός ο λιλιπούτειος αρχέγονος Δράκων που τον έκαναν αόρατο οι χιλιετίες του για να μπορεί να επιβιώνει. Ήρθε ο απαίσιος εγκλεισμός και ο φόβος. Και είπα, εδώ ήρθε και έδεσε η απόφασή μου. Όλα τελειώνουν στον βίο αυτόν τον εφήμερο, ζήσε το τέλος με αξιοπρέπεια, είπα στον εαυτό μου.
Όμως τίποτα δεν τελειώνει. Το ταξίδι της ζωής δεν το ορίζουμε εμείς. Και όταν η Ζωή δεν θέλει να σε ρίξει στον γκρεμό, σου ανοίγει δρόμους.
Κάποια παρηγορητικά συμβάντα έγιναν ανεπάντεχα. Κάποια γεγονότα, μπορεί και ασήμαντα καμιά φορά, παίζουν έναν καταλυτικό ρόλο στις αποφάσεις μας. Και είπα όχι, δεν τελειώνουν ακόμα. Στο πείσμα του πανδαμάτορα που μας δίνει τόσους πόνους για να μας αχρηστέψει στην πιο ώριμη και λαμπερή ηλικία μας, την γεμάτη ενοράσεις και γόνιμη μεταφυσική, στο πείσμα του κορωνοϊού και του φόβου που μας ταπείνωσε, εγώ θα γράψω και αυτό το μυθιστόρημα. Και ξεκίνησα. Ήταν η στιγμή που ήρθαν όλα τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων μου να με συμπαρασταθούν. Ήρθαν μαζί με το παράξενο το μαγικό βουνό, που από τα δεκατρία μου παίδευε τα όνειρά μου. Όμως ήρθαν με έναν δικό τους περίεργο τρόπο. Με αιφνιδίασαν. Και γράφοντας το μυθιστόρημα έζησα την πιο όμορφη και ανατρεπτική εμπειρία της ζωής μου.
Ανατρεπτική εμπειρία, με ποιον τρόπο; Και ποια μεταφυσική σας έφεραν;
Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως, τελειώνοντας το κάθε μου μυθιστόρημα, τα πρόσωπα θα συνέχιζαν να υπάρχουν, χωρίς εμένα, σε έναν δικό τους κόσμο αόρατο και μαγικό, χωνεμένο μέσα στον υλικό κόσμο, θα συνέχιζαν να δουλεύουν, να σπρώχνουν τα μόρια της ύλης για να βρουν μια δική τους δικαιοσύνη, μια δική τους υπέρβαση.
Και όμως, έτσι έγινε. Κάπως έτσι. Ήρθαν τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων μου. Μου έφεραν τις δικές τους ιστορίες, έτοιμες, αυτές που ολοκλήρωναν, είπαν, το κάθε μυθιστόρημα, κι εγώ έπρεπε να τους δώσω άλλη μια φορά το αίμα μου – σαν να ζούσαν σε ομηρική ραψωδία.
Να το ορίσουμε ως τη φαντασία της πραγματικότητας;
Ποια είναι η φαντασία και ποια η πραγματικότητα όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα! Η φαντασία να γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα ονειρική φυγή. Το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι το πώς με έκαναν να αμφιβάλω για την στερεότητα του κόσμου μας. Πώς με έκαναν να αναρωτιέμαι μήπως αυτό που λέμε Ζωή και Χρόνο και Κτίση δεν είναι αφηρημένες έννοιες αλλά οντότητες υπαρκτές και πέρα για πέρα πραγματικές μέσα στις διαστάσεις του δικού τους χωροχρόνου, σε κόσμους παράλληλους ή επάλληλους. Σε κόσμους μαγικούς, ίσως, σμαραγδένιους. Αλλά και σε κόσμους, ίσως, ανελέητους, όπως το “ανελέητο παραμύθι της ζωής” που με βρήκε στο τέλος του περσινού καλοκαιριού και με έριξε σε σκέψεις άβατες. Ήταν ένα ατύχημα που έγινε με τελείως ακατανόητο τρόπο, μεταφυσικό, θα έλεγα, και με είχε βάλει σε σκέψεις.
Η ατμόσφαιρα της μεταφυσικής υπάρχει έντονα στα μυθιστορήματά σας.
Υπάρχει. Με την έννοια και την ερμηνεία που της έδωσε ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικά. Πιστεύω πως σε όλα μου τα μυθιστορήματα τα ιστορικά ή τα κοινωνικά και υπαρξιακά, υπάρχει η μεταφυσική διάσταση. Άλλωστε, είναι αυτή που συμπληρώνει που ολοκληρώνει το υπαρκτό γεγονός ή το υπαρκτό φαινόμενο. Δεν μπορώ να γράψω χωρίς την μεταφυσική, πάει να πει, χωρίς να δώσω αυτό που δεν φαίνεται. Το αθέατο. Ή αόρατο. Αφού αυτό, μόνον αυτό, όπως είπα, συμπληρώνει το ορατό.
Ο αόρατος κόσμος και το μεταφυσικό στοιχείο κατακλύζουν λοιπόν και το Σμαραγδένιο Βουνό;
Μόνον αυτός ο κόσμος υπάρχει. Και μόνον το μεταφυσικό στοιχείο. Το θέμα είναι πόσο μπόρεσα να τον εντάξω τον κόσμο αυτόν στη δική μας πραγματικότητα. Και πόσο μπόρεσα να αναδείξω το μεταφυσικό του στοιχείο.
Τι ορίζετε ως μεταφυσικό στοιχείο;
Κοιτάξτε, κρατάτε ένα ραδιόφωνο στο χέρι σας και περπατάτε. Θέλετε να ακούσετε μουσική και πατάτε το κουμπί. Και η μουσική έρχεται. Λοιπόν, το κουμπί που πατάτε, το βλέπετε. Όμως τα ερτζιανά δεν τα βλέπετε. Και χωρίς αυτά η μουσική δεν υπάρχει. Κάπως έτσι. Κάποτε το είπα αυτό σε μία αίθουσα κατάμεστη από μαθητές και μαθήτριες όλων των Γυμνασίων Λήμνου, και χτυπούσαν τα χέρια και τα πόδια από τον ενθουσιασμό τους, γιατί τους άρεσε. Γιατί το κατάλαβαν με την πρώτη.
Ως κατακλείδα, τι άλλο θέλετε να μας πείτε γι’ αυτό το πρωτότυπο – μαγικό, θα έλεγα, μυθιστόρημά σας;
Σε μια προηγούμενη ανάρτησή μου είχα πει: Είναι όσα δεν μπόρεσα, όσα δεν τόλμησα, όσα φοβήθηκα. Σήμερα θα προσθέσω και: Είναι όσα με έβγαλαν από αυτά που πίστευα για να αναρωτηθώ αν υπάρχουν άλλοι κόσμοι κρυμμένοι και αόρατοι που εξουσιάζουν τον στέρεο κόσμο της πραγματικότητάς μας.
Μου δημιούργησε αμφισβήτηση βαθιά σε όλα όσα πίστευα. Με έφερε μπρος σε άλλες αλήθειες, με την αμφισβήτηση μέσα τους. Ο μύθος του είναι η ίδια η ανατροπή. Μου έδωσε την εξουσία να ανεβαίνω και να κατεβαίνω τους αιώνες, να ζω κομμάτια από τις περασμένες μου ζωές. Όμως δεν με βοήθησε με την έννοια της γαλήνης. Αντίθετα με έσπρωξε να πάω πιο πέρα. Να ψάξω πιο βαθιά. Σαν να ζητούσε και όλο να ζητούσε. Και τι συγκίνηση βγάζει αυτή η δυνατότητα να εξουσιάζεις τον Χρόνο, να τον σπρώχνεις ελάχιστα με το χέρι σου και να αλλάζεις αιώνα. Μια Μύηση στο σαγηνευτικό παιχνίδι της συνάντησης ή της αναμέτρησης με το Ακατανόητο, θα το έλεγα.
Αυτά μπόρεσα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Τα άλλα θα τα δείτε εσείς. Και ζητώ την επιείκειά σας. Είμαστε όλοι συνταξιδιώτες αβοήθητοι στο πεπρωμένο ταξίδι του Χρόνου. Ο Κίρκεγκωρ είπε: “Όποιος έζησε στην αγωνία δεν μπορεί να τρομοκρατηθεί από το πεπρωμένο του”. Ισχύει άραγε;
Νιώθετε πως οφείλετε κάτι στη λογοτεχνία, στον αναγνώστη, στον συγγραφικό εαυτό σας;
Όλοι οφείλουμε και όλοι ζούμε την μεταμέλεια για κάτι που δεν τολμήσαμε να πούμε, που δεν μπορέσαμε ή δεν προφτάσαμε, ας πούμε, πόσο αγαπάμε κάποια πρόσωπα, πόσο θα θέλαμε να κλάψουμε στον κόρφο τους αλλά μας κράτησε ο εγωισμός, η δειλία. Ή και στον εαυτό μας ακόμα, πόσα πράγματα του χρωστάμε, πόση συγγνώμη, για τις φορές που τον ταπεινώσαμε, μη βρίσκοντας το κουράγιο να πούμε κάποια αλήθεια. Κανείς δεν υπάρχει χωρίς μικρές μεταμέλειες ή οφειλές, που βγαίνουν τις νύχτες, όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς και σου τρυπούν το μυαλό.
Αν ήσασταν προ του διλλήματος να προικοδοτήσετε με κάτι τον κόσμο, τι θα ήταν αυτό;
Δεν θεωρώ τόσο σπουδαίο τον εαυτό μου. Έγραψα κάποια βιβλία που ίσως αγαπήθηκαν, αυτό είναι όλο. Θα διαβαστούν κάποια χρόνια, ίσως, και θα ξεχαστούν. Μόνο μια ευχή θα μπορούσα να κάνω. Να γίνει ο άνθρωπος λίγο καλύτερος. Λίγο πιο σοφός. Πιο στοργικός. Κάποια στιγμή να του διδάξει η ιστορία του αίματος και του μίσους, (αν και τα ιστορικά μυθιστορήματα που έγραψα μού έμαθαν πως: η Ιστορία δεν διδάσκει παρά μόνον η συνείδηση) αλλά να το δει, έστω, με τη συνείδηση πως: Η ιστορία του αίματος και του μίσους, αλλά και η εξουσία της αλαζονείας, μόνον τη δυστυχία μπορούν να φέρουν σε νικητές και νικημένους. Η γαλήνη και η δικαιοσύνη στη ζωή του ανθρώπου είναι ο δυσκολότερος στόχος. Όμως και ο πιο ουσιαστικός. Αυτό. Και αυτό προσπάθησα να δώσω με τα βιβλία μου.
Ένας τίτλος – στίχος ως δείκτης του μέλλοντος;
Τι να πει κανείς για ένα μέλλον που με ζοφερούς οιωνούς προδιαγράφει την έλευσή του.
Και πάλι ευχή θα πω: Να εγερθούν οι μαγικοί οι σμαραγδένιοι κόσμοι του Καλού οι χωνεμένοι μέσα στον κόσμο της ύλης και της φθοράς, και να συμμαχήσουν με το Καλό που έχει ο άνθρωπος μέσα του, για να νικήσει η γαλήνη και η καθαρότητα της ομορφιάς.
Σε ένα από τα παραμύθια μου, με τίτλο “Αγάπησέ με, τέσσερα παραμύθια — “Το Πέτρινο Δέντρο και το χελιδόνι, Πατάκης) ”, το παιδί, το έπιασε ο κακός μάγος και το έκλεισε σε έναν αχερώνα.
Και το Πέτρινο Δέντρο τού μήνυσε με το μιλητικό κλαδί του: “Εσύ θα σκέφτεσαι μόνον το Καλό. Θα το καλείς με τη σκέψη σου. Και το Καλό θα έρθει να σε βρει.”
Τόση η δύναμη του Νου. Σαν να προκαλείς το Αδύνατο.
Έτσι κάπως: Προκαλώντας το Αδύνατο και εμείς!
Κι ένας στίχος αγαπημένος;
Δεν έμαθα για πού τραβάει ο χρόνος/τις νύχτες τις άφεγγες/όταν τα πλάσματα τρέμουν στην ερημία/τι παίρνει μαζί του τι αφήνει/δεν έμαθα/έτσι σπαταλώντας τη ζωή μου/σ’ εκείνο το ελάχιστο από πραγματικότητα/άβατη ή ανέφικτη/τόσο μπόρεσα.