Κινητήρια πάθη
Η Γαλλίδα συγγραφέας Συλβί Ζερμαίν είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό από τα μυθιστορήματά της “Το Βιβλίο των Νυχτών” και “Κεχριμπαρένια Νύχτα”, που κυκλοφόρησαν αντίστοιχα το 1991 και 1995 από τον Εξάντα. Το “Βιβλίο των Νυχτών”, που ήταν το πρώτο της μυθιστόρημα ( εκδόσεις Gallimard στη Γαλλία), τιμήθηκε με έξι λογοτεχνικά βραβεία.
Στις “Μέρες Οργής” η συγγραφέας χρησιμοποιεί το ίδιο πεζογραφικό ύφος αλλά και τα ίδια δομικά στοιχεία με τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της: ακατέργαστα, δυνατά πάθη, εύστοχες καταδύσεις σε αρχετυπικά πεδία της ψυχής, αναλυτικές περιγραφές του θυμικού άλγους, και πάνω απ’ όλα μια φύση πρωτόγονη, εξουσιαστική, που η τραχύτητά της καθρεφτίζει την τραχύτητα των προσώπων της.
Σε μια ορεινή περιοχή της Βρετάνης, κείται σαν ξεχασμένο από τον υπόλοιπο κόσμο το μικρό χωριουδάκι, οι Λυκοβαλανιδιές, όπου έχει το υποστατικό του ο Βερσελαί με τη γυναίκα του Εντμέ και την χοντρή κόρη τους, τη Βασίλισσα, που γεννήθηκε από θαύμα της Μεγαλόχαρης. Ανηφορίζοντας το δάσος της Ζαλ, που δεσπόζει πάνω από τον ποταμό Κουρ, στη Φάρμα στο Πάτημα, είναι το υποστατικό του Αμβρόσιου Μοπερτουί, που έχει δυο γιους, τον Εφραίμ και τον Μαρσώ, και λίγο πιο κει, το υποστατικό του Βικέντιου Κορβόλ, ιδιοκτήτη των δασών της περιοχής. Αυτός είναι ο χώρος της σκηνής, λιτός και ακατέργαστος, όπου θα παιχτεί το παράφορο δράμα των προσώπων.
Από τη μια άκρη του δάσους ξεκινάει ένα πρωί ο Μοπερτουί να ποντίσει τους κορμούς των δέντρων στα νερά του ποταμού, κι από την άλλη ο Κορβόλ, κυνηγώντας την όμορφη γυναίκα του, Κατερίνα, με τα πράσινα μάτια της οχιάς, που τρέχει να προφτάσει το τρένο της Υόν, να ξεφύγει από τον άνδρα της που δεν αγαπά, από τη μιζέρια, να ζήσει τη ζωή της μακριά. Ο Κορβόλ την προφταίνει, παλεύει μαζί της, την παρακαλεί να μείνει στα παιδιά τους, την Κλαυδία και τον καχεκτικό Παρμένο, όμως μάταια. Και έτσι πληγωμένος, προδομένος, τυφλωμένος από τη ζήλια και το πάθος του, από την οργή και τον αγιάτρευτο έρωτά του, την σκοτώνει στην ερημική όχθη του ποταμού, και τρομαγμένος ετοιμάζεται να φύγει. Τότε ακούει τη φωνή του Μοπερτουί από την άλλη μεριά του ποταμού, μια γιγάντια φωνή, σαν βροντή, να του λέει πως είδε το έγκλημά του, πως δεν μπορεί να σωθεί πια, είναι καταδικασμένος.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το ανθρώπινο δράμα. Είναι εκείνες οι στιγμές οι καθοριστικές, στιγμές με τη δύναμη της αστραπής, που εγγράφονται στη ζώσα ύλη του κόσμου, εγγράφονται στη συνείδηση και στο ταραγμένο μυαλό, γίνονται αναφορά στο πεπρωμένο. Η συγγραφέας με μεγάλη μαστοριά τις μεγεθύνει αυτές τις μυστηριακές στιγμές, που διεγείρουν τον πόθο, την παραφορά, την παραφροσύνη, και εκεί εστιάζει την αφήγησή της. Ο Μοπερτουί, που είναι από τη φύση του μια σκοτεινή ψυχή, θα ζητήσει από τον Κορβόλ να του δώσει όλα τα δάση του, το βιος του, την κόρη του γυναίκα στο γιο του, για να κρατήσει τη σιωπή. Και ο Κορβόλ θα τα αποδεχτεί όλα, γιατί η τιμωρία που του επιβάλλει αυτός ο σκοτεινός άνδρας είναι πιο σκληρή, πιο αποτρόπαιη από την άλλη της δικαιοσύνης. Κι εκείνος μια τέτοια τιμωρία επιζητά.
Όμως η τρέλα γεννά τρέλα. Και στην παραφροσύνη της στιγμής που ζει ο Μοπερτουί, ένας παράφορος έρωτας γεννιέται μέσα του γι αυτήν την όμορφη νεκρή γυναίκα με τα μάτια της οχιάς που κρατά στην αγκαλιά του, έτοιμος να τη θάψει στη γη. Και μέσα στο αρρωστημένο μυαλό του σαλεύει ένα ζοφερό όνειρο: Να παντρευτεί ο γιος του την κόρη της, για να γεννηθεί μια ίδια ομορφιά, να αναγεννηθεί τούτο το εξαίσιο πλάσμα, και να υπάρχει μοναδικά για κείνον.
Καραδοκεί τη στιγμή που θα παντρέψει τον πρωτότοκο γιο του, τον Εφραίμ, με την κόρη της νεκρής. Όμως αυτός αρνείται, γιατί ερωτεύεται την ήρεμη, χοντρή κόρη των Βερσελαί. Ο πατέρας του τον αποκληρώνει με αποτρόπαιη σκληρότητα, γιατί στο νοσηρό μυαλό του υπάρχει μόνο ο πόθος της νεκρής, όμως εκείνος την παντρεύεται, γίνεται ευτυχισμένος, και κάνει εννιά γιους. Έτσι η συγγραφέας δίνει μια ευφορία ζωής και γαλήνης, σε αντίθεση με την ταραγμένη και παράλογη ζωή του Μοπερτουί.
Τελικά την κόρη της νεκρής παντρεύεται ο δεύτερος γιος του και από το γάμο αυτό γεννιέται η Καμίλη, που είναι ίδια η μητέρα της, με τα μάτια της οχιάς και τον πόθο στο σώμα. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το δεύτερο μέρος του δράματος στο οποίο είναι παγιδευμένα τα πρόσωπα. Ο κολασμένος γερο-Μοπερτουί την κρατά έγκλειστη στο υποστατικό του, να υπάρχει μόνο για κείνον, όμως αυτή, φύση ατίθαση και αναρχική, ερωτεύεται τον μεσαίο γιο του Εφραίμ, τον Σίμωνα τον Παράφορο, και φεύγει μαζί του. Η χαρά όμως του νεανικού έρωτα κρατάει μόνο λίγες ώρες. Ο γέρος τους προφταίνει αξημέρωτα στο ποτάμι και τους σκοτώνει και τους δυο.
Υπάρχει σίγουρα μια υπερβολή στον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα βιώνουν το πάθος, μια υπερβολή στο μίσος, στην ορμή της εκδίκησης, στην τρέλα, στην οργή. Όμως σαν αναγνώστης, αισθάνθηκα να με αιχμαλωτίζει η δυνατή γραφή του μυθιστορήματος που είναι αποκαλυπτική και μαζί αναλυτική των μύχιων της ψυχής, μια γραφή ποιητική που φτάνει σε βαθιά στρώματα, υποσυνειδησιακά, σε αρχέγονες πληγές φθόνου και πόθου, σε αιμομικτικές ορμές.
Είναι φανερό πως η συγγραφέας επιλέγει για τα μυθιστορήματά της χώρους στην καρδιά της φύσης, απομονωμένους, για να μπορέσει να σκιαγραφήσει με αδρότητα τα πρόσωπά της, να τους προσδώσει το αίσθημα της γης, του αρχέγονου στοιχείου, να τα μεγεθύνει στα όρια της αρχετυπικής ανάμνησης του πρώτου ανθρώπου, κι ακόμα, να τους προσδώσει μια βιβλική μεγαλοσύνη.
Κάποιες φορές, αυτά που γίνονται μοιάζουν εξωπραγματικά, σαν να γεννιούνται μόνο στο παράλογο ενός αρρωστημένου μυαλού, όπως αυτό του Μοπερτουί, όμως την ίδια στιγμή ορθώνεται ο αμείλικτος νόμος της εξουσίας που έχει ο δυνατός στον αδύναμο, της εξουσίας που έχει η παραφροσύνη στο λογικό – έως την εξόντωση. Τα ίδια τα περιστατικά που απαρτίζουν τους σπονδύλους του μυθιστορήματος τα διαπερνά αυτή η αύρα της παραφροσύνης, σαν να εκπηγάζουν κατευθείαν από τις ρωγμές ενός αναρχικού ασυνειδήτου.
Τα μυθιστορήματα της Συλβί Ζερμαίν ανήκουν σε μια ιδιότυπη πεζογραφία, σίγουρα διαφορετική από αυτή που καλλιεργείται στον χώρο της δικής μας λογοτεχνίας. Σωστή και προσεγμένη η μετάφραση της Σαπφώς Διαμαντή.
Βήμα της Κυριακής, 24 Αυγούστου 2000