12 του Μαη 2018
Είναι φορές που δεν μπορείς να ελέγξεις τη συγκίνηση που έζησες, γιατί οι λέξεις δεν την χωρούν. Πρώτη φορά έτυχε να βρεθώ με τόσο μικρά παιδιά, πέμπτη και έκτη Δημοτικού, που στα ματάκια τους έβλεπες την αγάπη για το μικρό μου βιβλίο “Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου”. Την κάθε φράση του την ήξεραν απέξω. Φράσεις στα γράμματα τους που μου έφεραν, στα μικρά δώρα τους που μου ετοίμασαν, στα ποιήματα που έγραψαν. Γιατί όλον τον σχολικό χειμώνα τους πάνω σε αυτό το βιβλίο δούλευαν. Και χτες ημέρα γιορτής της Λεοντείου Σχολής, απενεμείθηκαν τα βραβεία σε εκείνους που έγραψαν καλύτερα. Όμως εγώ λέω πως σε όλα τα παιδιά αξίζει βραβείο, αφού με την ίδια αγάπη δούλεψαν πάνω στις ιδέες και τα πρόσωπα αυτού του μικρού μυθιστορήματος που γεννήθηκε από τις δικές μου παιδικές εμπειρίες στα μακρινά χρόνια της γερμανικής Κατοχής.
Γι’ αυτό και τα συγχαίρω όλα με μια μεγάλη αγκαλιά για το κεθένα. Όμως και το μεγάλο μου ευχαριστώ για τον δάσκαλό τους, τον Νικόλα Μανιάτη, που βήμα βήμα τα οδηγεί προς τις αξίες τις καθαρές, αυτές που σιγά και σταθερά ωριμάζουν στην ψυχή τους την έννοια του καλού και την έννοια της δικαιοσύνης, για να μπορέσουν να κατακτήσουν την έσω ομορφιά, την έσω γνώση.
Και πώς να περιγράψω το θεατρικό δρώμενο που ετοίμασαν παιδιά και δάσκαλος, με απίστευτους φωτισμούς και κίνηση των παιδικών σωμάτων εξαίσια. Και με τον Λόγο να τεμαχίζεται σε πολλές παιδικές φωνές, να μοιάζει λόγος Χορού μιας διάχυτης τραγωδίας πάνω στα γεγονότα εκείνα που δεν ήταν μνήμες αλλά εισχωρούσαν ατόφια στον παρόντα χρόνο. Αναρωτιέμαι γιατί με συγκίνησε τόσο η παιδική αυτή παράσταση. Ένιωθα το βιβλίο μου, “Συνάντηση με το φάντασμα του βάλτου”, που το κουβαλώ στην ψυχή μου από τα παιδικά μου χρόνια, το ένιωθα να αιωρείται κάπου έξω από εμένα, έξω από τον λόγο των παιδιών πάνω στη σκηνή, σε ένα δικό του ταξίδι, έξω και από τον χρόνο τον συμβατικό, σε ένα ταξίδι πάνω στο Άδικο που περισσεύει σε όλους τους καιρούς. Και μου έκανε εντύπωση που η παράσταση τέλειωσε με τη λέξη: Άδικο. “Είναι άδικο, άδικο”, φώναξε η Μάνα – η μαθήτρια που υποδυόταν την Μάνα – και έπρεπε να διαλέξει το ένα από τα δυο της παιδιά για να το σώσει. Τότε. “Είναι άδικο, άδικο…” με τόση αισθαντικότητα, με τόσον πόνο το είπε η μικρή μαθήτρια που συγκλόνισε το τεράστιο ακροατήριο.
Πόσες φορές θέλουμε να το φωνάξουμε. Όμως ξέρουμε πως κανείς δεν θα μας ακούσει. Ωστόσο, έστω κι έτσι, θα μπορούσαμε να το φωνάξουμε ίσως σε έναν έρημο βάλτο. Και ίσως εκεί να μας άκουγε το φάντασμα που τριγυρνά, εκείνος ο ερωτευμένος στρατιώτης του μυθιστορήματος που του αρνήθηκαν την άνοιξη.
Αυτά τα λόγια είχα αναρτήσει στο fb στις 12 του Μάη 2018. Κι ύστερα, είχα κάνει τούτο το σχόλιο: “Ισως μόνο τα παιδιά πια – με τη δύναμη της αθωότητας που διαθέτουν – μπορούν να μιλούν για τις μεγάλες αλήθειες όπως το “Άδικο” και όπως η Αγάπη που δεν πεθαίνει με τον θάνατο, και όπως η θυσία ή τα καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Λόγος τους, έτσι να βγαίνει μέσα από την “αγωνία της αθωότητας” ήταν συγκλονιστικός. “Ποιος είπε πως η αθωότητα δεν είναι μαζί και αγωνία” είπε ο Κίρκεγκωρ.
Σήμερα θα ήθελα να προσθέσω λίγα ακόμα μικρά συμβάντα από εκείνη την συγκίνηση της εκδήλωσης. Στο τέλος της γιορτής, ήρθαν οι μαθητές και μαθήτριες που ένα ολόκληρο σχολικό έτος δούλευαν πανω στο μικρό αυτό μυθιστόρημα αλλά και σε μια φράση μου “¨ενα γεγονός ή ένα βίωμα παραμένει το ίδιο, όμως και παραλλαγμένο, ανάλογα με τον τρόπο που θα το φωτίσεις ή ανάλογα με την ποίηση που θα το ζήσεις”. Ξανά και ξανά να δουλεύουν πάνω στα κείμενά μου. Θυμάμαι ένας μαθητής – όταν ο δάσκαλός τους, ο Νικόλας Μανιάτης, είχε φέρει όλη την τάξη σε μια τιμητική εκδήλωση στην Παλαιά Βουλή, Μάρτιο 2018, λοιπόν ένας μαθητής μου είχε πει ενθουσιασμένος “εμείς τώρα έχουμε έντεκα Δήμητρες!” Δήμητρα είναι η μικρή πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος.
Λοιπόν, στο τέλος της σχολικής γιορτής, ήρθαν τα παιδιά να τους γράψω αφιέρωση στο βιβλίο που τους συντρόφεψε σε όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους, αλλά και να τους αγκαλιάσω, να τους σφίξω το χέρι. Την έβλεπα τη λαχτάρα τους. Όμως δεν μπορούσα καθόλου να κινήσω το δεξί μου χέρι. Ήταν σπασμένο, τσακισμένο από τον ώμο (είχε φύγει όλος ο χόνδρος) και τα παιδιά με έβλεπαν πόσο πονούσα. Και με παρακαλούσαν να γράψω έστω μόνο το όνομα μου, όμως ούτε κι αυτό το μπορούσα. Ίσως ήταν η συναισθηματική φόρτιση που είχε κάνει τον πονο αφόρητο. Και τους υποσχέθηκα πως μόλις γίνω καλά, θα πάω στην τάξη τους να τους ανταποδώσω την αγάπη. Και το έκανα τον άλλο χρόνο, Μάιο του 2019, ύστερα από έναν πολύ δύσκολο χειμώνα.
Ήταν μαζί πέμπτη και έκτη τάξη και, εκείνη τη χρονιά, δούλευαν πάνω στον Άγγελο της Στάχτης – ένα μυθιστόρημα που δύσκολα θα μπορούσαν να το καταλάβουν στην ηλικία τους, ωστόσο το είχαν τόσο πολύ αγαπήσει και περίμεναν κάθε μέρα τη στιγμή που ο δάσκαλός τους τούς διάβαζε ένα επιλεγμένο απόσπασμα. Και τα παιδιά όλον τον χειμώνα ζωγράφιζαν τις εικόνες που τους ενέπνεε. Αμέτρητες ζωγραφιές. Είχαν ετοιμάσει ένα βιβλίο “κόμικ” που το εξέδωσαν κιόλας, μια φανταστική δημιουργία πάνω στο δημοτικό τραγούδι του “νεκρού αδελφού”. Και μου είχαν ζητήσει να τους γράψω έναν πρόλογο – που τον έβαλαν, ως εισαγωγή, στο κόμικ.
Τα παιδιά, όταν θέλουν να εκφράσουν την αγάπη που νιώθουν, βρίσκουν εφευρίσκουν τρόπους μαγικούς που σε αφήνουν άφωνο. Ήρθαν όλα γύρω μου να μου προσφέρουν το δώρο τους. Ήταν ένα μεγάλο κουτί κι εγώ αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να περιέχει. Και όταν το είδα, δεν ήξερα τι να πω.
Είχαν σχεδιάσει έναν “Άγγελο” με σπασμένη φτερούγα (από το χέρι μου το τσακισμένο). Όμως ο Άγγελος κρατούσε στα χέρια του την φτερούγα να μου την προσφέρει καινούρια. Το είχαν κάνει, με κάποιο τρόπο, άγαλμα, με υλικό λευκό του αγάλματος. Κι εγώ δεν ήξερα τι να πω. Δεν έβρισκα λόγια να τους πω για τη συγκίνηση που μου είχαν δώσει. Προσπάθησα μόνο να τα αγγίξω όλα, να τα αγκαλιάσω. Αυτό ήθελαν. Και αυτό δεν έχει λόγια να εκφραστεί. Ααρωτιόμουν μόνο αν την άξιζα τόση αγάπη από τις καθαρές εκείνες παιδικές ψυχές.
Οι μαθητες μαθήτριες της Ε’ δημοτικου της Λεοντειου σχολής δούλεψαν όλο τον χειμώνα του 2017 πάνω στην φράση μου:
Ένα γεγονός ή ένα βίωμα παραμένει το ίδιο,
όμως και παραλλαγμένο,
ανάλογα με τον τρόπο που θα το φωτίσεις
ή ανάλογα με την ποίηση που θα το ζήσεις.
Στο τελος της χρονιάς μου ζήτησαν να τους γράψω ένα κείμενο. Το δημοσίευσαν στο ετήσιο λεύκωμα της Σχολής το 2018.
Όσο κι αν φανεί παράξενο, αυτή τη μικρή σκέψη τη θυμάμαι καθαρά όταν την έγραφα, αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο κείμενο την έγραψα. Και την παίρνω από την αρχή. Έχει σχέση με την παρατήρηση.
Προσωπικά δίνω μεγάλη σημασία στην άσκηση της παρατήρησης. Γιατί είναι μια άσκηση συνείδησης του χώρου και του χρόνου. Μια άσκηση συνείδησης της σχέσης μας με τον άλλον αλλά, περισσότερο, της σχέσης με τον εαυτό μας. Και είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Ασκείται κανείς να έχει γρήγορη αντίληψη. Γρήγορη ματιά. Καθαρή κρίση.
Και για να αναλύσω την παραπάνω σκέψη του διαγωνισμού, θα σημειώσω κάποια πράγματα που είναι δεδομένα. Για παράδειγμα: Ένα γεγονός, ένα συμβάν μπορεί ταυτόχρονα να το δούνε εκατό άνθρωποι. Όμως και οι εκατό, αν τους ζητηθεί, θα το περιγράψουν με διαφορετικό τρόπο. Γιατί ένα γεγονός έχει άπειρες οπτικές προσέγγισης, πάει να πει, άπειρες είναι οι πτυχές που το συνθέτουν, έτσι που δεν χωρούν στη μία συγκεκριμένη στιγμή, αυτή τη στιγμή που τυχαία ή όχι πέφτει στην αντίληψή μας. Κι ακόμα, εκτός από τον χρόνο ή τον χώρο όπου συντελείται, είναι συνδεδεμένο με τη δική μας ψυχική διάθεση εκείνης της στιγμής.
Και εάν είναι ένα γεγονός άσχετο με την δική μας ζωή, που απλά το συναντάμε στον δρόμο μας, παίρνουμε μηχανικά κάποιες πτυχές του και φεύγουμε. Μετά, όταν το θυμηθούμε, μπορεί να αναδυθούν στη μνήμη μας και κάποιες άλλες που δεν είχαν γίνει συνειδητές εκείνη τη στιγμή. Έτσι το γεγονός προβάλλεται “παραλλαγμένο” από την αρχική του εικόνα.
Εάν όμως το γεγονός αφορά στη δική μας ζωή, τότε παίρνει άλλη σημασία.
Εκεί, το πρώτο που λειτουργεί είναι ο ψυχικός μας κόσμος. Συμμετέχουμε στο γεγονός αυτό συναισθηματικά και πολλές φορές μπορεί να αφήσει ένα τραύμα ευαισθησίας στην ψυχή μας ή και μια γλυκιά νοσταλγία ανείπωτης ομορφιάς. Και εδώ έρχεται η φράση: Ανάλογα με τον τρόπο που θα το φωτίσουμε ή ανάλογα με την ποίηση που θα το ζήσουμε.
Παράδειγμα: Ένα δεκάχρονο παιδί φιλοξενείται για λίγον καιρό από τον παππού και τη γιαγιά που ζούνε σε ένα όμορφο χωριό. Το παιδί είναι ευτυχισμένο κοντά τους. Ο παππούς και η γιαγιά είναι ακόμα πιο ευτυχισμένοι γιατί το σπίτι τους έχει γεμίσει ζωή και γέλια. Όμως οι μέρες τέλειωσαν και, γύρω στις δώδεκα, μεσημέρι, θα έρθει ένας θείος να το πάρει για να επιστρέψουν με το τρένο. Ο αποχαιρετισμός του παππού και της γιαγιάς είναι το “γεγονός” στο οποίο καλείται το παιδί να συμμετέχει.
Πιθανές προσεγγίσεις στο γεγονός: Μπορεί το παιδί, τόσο συγκινημένο εκείνη τη στιγμή, να βλέπει τον παππού και τη γιαγιά σαν πρόσωπα μυθικά, αφού η αγάπη τους είναι ικανή να του δώσει τόση ευτυχία. Μπορεί να βλέπει το αγιόκλημα και την κληματαριά, έτσι με το φως του μεσημεριού να πέφτει πάνω στο φύλλωμα, ύστερα να κυλά πάνω στο λευκό της ασβεστωμένης αυλής, να καλύπτει όλο τον χώρο με τη μαγική αυτή λευκότητα, να μεταμορφώνεται στα μάτια του σε μια θαμβωτική αίσθηση καθαρότητας, λοιπόν, το δεκάχρονο παιδί μπορεί εκείνη τη στιγμή να βλέπει την αυλή του μικρού σπιτιού σαν μια προέκταση από χώρο μυθικό, από χώρο μαγικό, που το κάνουν να ταξιδεύει ευτυχισμένο, να ονειρεύεται.
Και όταν, χρόνια μετά, θα αναπολεί αυτή την ευτυχισμένη στιγμή, σίγουρα θα την συμπληρώνει με τη φαντασία του είτε με μια πραγματική μνήμη που αναδύθηκε, ας πούμε, ένα δάκρυ του παππού ή η τρυφερότητα από το χέρι της γιαγιάς που έτρεμε καθώς το έσφιξε στον κόρφο της, είτε με μια φανταστική εικόνα, ας πούμε, με τον άσπρο γάτο να κοιμάται στο πεζούλι.
Έτσι, όταν μετά από χρόνια θα επιστρέφει με τη σκέψη του εκεί, σε αυτό το μικρό γεγονός, θα ζει την ευτυχία ενός παραδείσου, όπως θα έλεγε ο Γκαστόν Μπασλάρ, θα ζει την ανάδυση εκείνης της συγκεκριμένης στιγμής σαν μια ευτυχισμένη ανάμνηση που θα δημιουργεί για πάντα την “ποιητική του χώρου” στην ψυχή του.
Και σαν τύχει μεγαλώνοντας να διαβάσει τον στίχο του Ελύτη: “Ο ασβέστης που σηκώνει στη ράχη του τα μεσημέρια”, η σκέψη του θα πάει κατευθείαν σε εκείνο το λευκό του μεσημεριού όπως το έζησε τότε. Και θα νιώθει την ίδια ευτυχία του παραδείσου. Την ίδια ποιητική τού χώρου. Κι ακόμα, αν τύχει και μεγάλος πια διαβάσει τον στίχο του Ορφέα “έρχομαι εκ καθαρών καθαρά” η σκέψη του θα πάει κατευθείαν στην αίσθηση της καθαρότητας όπως την έζησε το μεσημέρι εκείνο στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Και αυτή η αίσθηση θα είναι βιωματική.
Διαφορετική προσέγγιση: Ο θείος χαιρετά τον παππού και τη γιαγιά και παίρνει το σακ βουαγιάζ του παιδιού. Το παιδί σκέφτεται πως πέρασε καλά. Η γιαγιά και ο παππούς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περάσει καλά. Σκέφτεται τους γονείς του που τον περιμένουν, τους φίλους του. Χαιρετά βιαστικά τη γιαγιά και τον παππού. Και φεύγει.
Χρόνια μετά, όταν θα έρχεται στη μνήμη του αυτή η συγκεκριμένη στιγμή, δεν θα υπάρχει η νοσταλγία καμιάς ομορφιάς. Γιατί το ίδιο το παιδί δεν μπόρεσε να “παράγει” την ομορφιά. Να βιώσει την ομορφιά, όπως στην πρώτη προσέγγιση.
Ούτε θα μπορεί να ονειροπολεί τη στιγμή αυτή. Γιατί, ονειροπολώ σημαίνει ξαναζώ τον βιωμένο μου χρόνο. Όμως ο βιωμένος εκείνος χρόνος θα έχει μείνει άδειος σε σχέση με το γεγονός του αποχωρισμού.
Γιατί την ομορφιά εμείς την δημιουργούμε. Με τον εσωτερικό μας κόσμο. Συμμετέχουμε σε αυτήν με τον εσωτερικό μας κόσμο. Διαφορετικά, υπάρχει μόνο σαν μια εικόνα μοναξιάς.
Η σκέψη που επέλεξε ο φωτισμένος δάσκαλός σας κύριος Μανιάτης έχει απέραντες οπτικές ανάλυσης που δεν χωρούν στις δύο σελίδες μου. Στις τρεις. Όμως θα σας πω τούτο: Ο κάθε άνθρωπος είναι ποιητής στην προσωπική του ζωή. Ποιητής δεν είναι μόνον εκείνος που γράφει ποιήματα. Είναι εκείνος που καλλιέργησε έτσι την ψυχή του ώστε να παράγει ομορφιά. Να την παράγει από το ελάχιστο που του δίδεται. Και, αν η στιγμή είναι σκοτεινιασμένη, να βλέπει το φως που πάντα ανατέλλει στο τέλος της νύχτας. Κι ακόμα, να μπορεί να την βιώνει αυτήν τη μέσα και έξω ομορφιά.
Να ασκήσει έτσι την παρατήρησή του την αντίληψή του, που να μπορεί να την βλέπει. Να την δημιουργεί αν δεν υπάρχει. Να συμμετέχει. Αν μου έλεγαν να πάρω μαζί μου φεύγοντας δύο λέξεις μόνο, θα έλεγα: ομορφιά και δικαιοσύνη. Γιατί η δικαιοσύνη, αν την αγαπήσεις, κρατά στην ψυχή σου την καθαρότητα εκείνη που είναι απαραίτητη για τη γαλήνη της ψυχής. Η δικαιοσύνη είναι μια λέξη που περιέχει την αγάπη. Όπως και η καθαρή αγάπη περιέχει τη δικαιοσύνη. Είναι οι μαγικές λέξεις που ανοίγουν τους δρόμους του Καλού και της Ομορφιάς που μέσα τους συντελείται το θαύμα της ζωής.
Για τα παιδιά της τάξης του κυρίου Νικόλα Μανιάτη
Στη Λεόντειο Σχολή Αθηνών
Φεβρουάριος 2018