Κριτική ‘Ερης Σταυροπούλου στο diastixo.gr
Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας, μετά τη θέση υπεροχής που κατείχε στο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και την αντιμετώπισή του ως «ζώντος» προσώπου στις μιμητικές-αντανακλαστικές θεωρίες, φάνηκε να χάνει σταδιακά τη σημασία του στους πεζογράφους του 20ού αιώνα, σε θεωρίες οι οποίες τον μείωσαν, θεωρώντας τον ένα απλό «γρανάζι» της πλοκής ή της δράσης, φτάνοντας ακόμη μέχρι την πλήρη υποβάθμιση και διάλυσή του. Στην πραγματικότητα, όμως, τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος δεν έχασαν ποτέ τη σημασία και τη γοητεία τους για τους αναγνώστες, που συνήθως θυμούνται ένα βιβλίο από τους ήρωές του. Για να φέρω ένα παράδειγμα, όταν μιλώντας για έναν ζηλιάρη σύζυγο τον αποκαλούμε Οθέλλο, δεν σημαίνει τούτο ότι ο σαιξπηρικός ήρωας, ξεπερνώντας τα όρια της τραγωδίας της οποίας ήταν μέρος, ζει σε μια άλλη εποχή και σε μια άλλη ιστορία;
Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς, οι οποίοι σχολιάζοντας ένα μυθιστόρημά τους υποστηρίζουν ότι συχνά μόλις πλάσουν έναν από τους λογοτεχνικούς τους χαρακτήρες, αυτός πια τους οδηγεί στην εξέλιξη της ζωής και της δράσης του, σαν να ζωντανεύει και να θέλει να ορίσει ο ίδιος τα γεγονότα στα οποία θα εμπλακεί.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στο τελευταίο για την ώρα βιβλίο της αγαπητής Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου με τίτλο Το σμαραγδένιο βουνό, όπου η «συγγραφέας» –αυτοδιηγητική αφηγήτρια–, που αποτελεί πρόσωπο του έργου και φανερό προσωπείο της Λαμπαδαρίδου Πόθου, εξηγεί: «Όταν χτίζεις ένα μυθιστόρημα, τα υλικά σου είναι έξω από τα υπάρχοντα του κόσμου τούτου, υλικά από φαντασία και ψυχή και πόνο του μυαλού. Όμως τα πρόσωπα που πλάθεις είναι τόσο πραγματικά, που σε αναστατώνουν. Και προσπαθείς να μπεις στον κόσμο τους, να μάθεις αυτά που σου ξέφυγαν, που το ελλιπές μυαλό σου δεν μπόρεσε να δει».[1] Αυτοί οι τόσο πραγματικοί ήρωες από τα προηγούμενα βιβλία της ζωντανεύουν στον «αόρατο και μαγικό, χωνεμένο μέσα στον υλικό κόσμο» κόσμο τους, απ’ όπου απευθύνονται στη συγγραφέα ζητώντας δικαιοσύνη. Το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζεται με ένα κύριο χαρακτηριστικό που διατρέχει όλο το έργο της Λαμπαδαρίδου Πόθου, την υπερβατική μεταφυσική διάσταση.[2]
Ιδιαίτερα απασχολεί τη συγγραφέα στο Σμαραγδένιο βουνό ο χρόνος σε σχέση με τη μνήμη και την ενόραση, καθώς και η ύπαρξη προηγούμενων ζωών. Γράφει: «Αναρωτιέμαι μήπως υπάρχουμε ταυτόχρονα σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας χωρίς να το ξέρουμε. Μήπως οι αναμνήσεις μας από το μέλλον δεν είναι παρά η φευγαλέα παρεμβολή στον παρόντα χρόνο κάποιων σκηνών ζωής που περιμένουν στο σκοτάδι, περιμένουν ανέγγιχτες να γυρίσει ο κύκλος και να βιωθούν από εμάς σε αυτήν ή σε μιαν άλλη ζωή» (σ. 34).
Ένα πρωτότυπο και πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που στοχάζεται πάνω στην ίδια την ουσία της γραφής και της ζωής, συνδυάζοντάς τες και προβάλλοντας τις χαρές, τις λύπες, τους προβληματισμούς τους.
Στο θέμα επανέρχεται σε επόμενες σελίδες του βιβλίου με μια διατύπωση που απηχεί τους γνωστούς στίχους του Έλιοτ από τα Τέσσερα κουαρτέτα: «Ο χρόνος ο παρών κι ο παρελθών χρόνος/ ίσως κ’ οι δυο να ’ναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο,/ κι ο παρελθών χρόνος να κλείνει μέσα του τον μέλλοντα./ Αν είναι όλος ο χρόνος ατελεύτητα παρών/ όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος».[3] Υποστηρίζει λοιπόν η Λαμπαδαρίδου Πόθου με τη φωνή του ήρωα Αλέξιου Δαφνομήλη από το μυθιστόρημά της Nicephorus Fokas: «Οι άνθρωποι τεμαχίζουν τον χρόνο σε μονάδες μέτρησης ή σε περασμένο και μελλούμενο. Όμως ξέρεις εσύ πως ο χρόνος είναι ενιαίος. Είναι η Μία παρούσα στιγμή που ζεις. Αυτό που λέμε παρελθόν και μέλλον και παρόν είναι ένα. Ή αλλιώς, μέσα στον παρόντα χρόνο υπάρχει ο παρελθών και ο μέλλων χρόνος, τα ξέρεις εσύ, τα γράφεις παντού…» (σ. 107).
Στο Σμαραγδένιο βουνό, λοιπόν, σε ένα βροχερό, απόκοσμο και υποβλητικό τοπίο, στον παλαιό οικισμό του Αγίου Αλεξάνδρου της Λήμνου, τόπο καταγωγής της συγγραφέως, άρα έντονα οικείο και συγκινησιακό, έρχονται να τη βρουν οι ήρωες των μυθιστορημάτων της. Της μιλούν για όσα τους στέρησε, «γι’ αυτό που διψούν να ζήσουν, μια μοναδική στιγμή που θα τους δώσει τη δικαιοσύνη» (σ. 22). Στην ουσία ζητούν η ζωή να νικήσει τον θάνατο και να τους επιτραπεί να συνεχίσουν την ιστορία τους. Υπογραμμίζω ότι δεν τους ανακαλεί η δημιουργός τους, εκείνοι έρχονται να τη βρουν, να κρίνουν το έργο της, κι αυτή τους συμπονά και συμπάσχει μαζί τους, επειδή ζουν μέσα της. Όπως της το ζητούν, τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία να συνεχίσουν τη ζωή τους, να βρουν, έστω για μια μέρα μόνο, την ευτυχία που ίσως η συγγραφέας τούς στέρησε.
Θα αναφερθώ εδώ μόνο σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στον ήρωα με το όνομα Κωνσταντίνος, από το βιβλίο της Ο Άγγελος της στάχτης (2001). Το πρόσωπο αυτό είναι εμπνευσμένο από την παραλογή «Του νεκρού αδελφού» και η ιστορία του είναι ανάλογη εκείνης του δημοτικού τραγουδιού. Στο μυθιστόρημα του 2001, ο διάσημος συνθέτης Φοίβος Δαλέζιος απομονώνεται στην Ήπειρο προσπαθώντας να ανανεωθεί ψυχικά και καλλιτεχνικά. Εκεί κατορθώνει να συνδεθεί με τη μορφή του Κωνσταντίνου και να μάθει για τη χιλιόχρονη προσπάθειά του να βρει τη νεκρή αγαπημένη του αδελφή, για να την επαναφέρει στον κόσμο και να ζήσουν μαζί. Για έναν χαμένο έρωτα θρηνεί και ο Φοίβος. Στο Σμαραγδένιο βουνό, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται στη συγγραφέα και την παρακαλεί να βοηθήσουν τον Δαλέζιο. Τον συναντούν μαζί και ο Κωνσταντίνος με το τραγούδι του προσπαθεί να συντελέσει στην καλλιτεχνική επιτυχία του Δαλέζιου. Αν και δεν πετυχαίνει να φέρει σαν άλλος Ορφέας την αγαπημένη του Φοίβου στη ζωή, βοηθά στην ένωση των ψυχών τους, δίνοντας ένα αισιόδοξο τέλος στην ιστορία τους.
Για τους πολλούς και τις πολλές αναγνώστες και αναγνώστριες των έργων της Λαμπαδαρίδου Πόθου, η επανεμφάνιση των προσώπων που ζωντάνεψαν στις σελίδες των μυθιστορημάτων της είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, γιατί τους παρακολουθούν να συνεχίζουν τη ζωή τους, κάποτε να ολοκληρώνουν ζητήματα που άφησαν στη μέση, να κλείνουν έναν κύκλο, να αυτοαναλύονται και να αυτοερμηνεύονται. Με τον τρόπο αυτό η συγγραφέας ξαναβλέπει ύστερα από χρόνια τους ήρωές της και φωτίζει βαθύτερα και πλατύτερα τα κείμενά της. Εξηγεί γεγονότα, προβάλλει νέα ή αφανή στοιχεία και δημιουργεί έτσι έναν συνολικό διάλογο ανάμεσα στην ίδια, τα βιβλία της και τους αναγνώστες της.
Στο Σμαραγδένιο βουνό, χώρο φανταστικό και θεσπέσιο, όπου αναπολεί το παρελθόν και οραματίζεται το μέλλον των μυθοπλαστικών ηρώων της, η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου μάς δείχνει επίσης τον τρόπο που έπλασε τα πρόσωπα των έργων της, αλλά και το πώς βλέπει τα πρόσωπα αυτά και τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται από τη σημερινή σκοπιά. Επιπλέον, μας δίνει μια αποκαλυπτική εικόνα του ίδιου της του εαυτού ως δημιουργού με τα ερωτήματα που θέτει, τις απαντήσεις που παραθέτει, αλλά και με την αυτοκριτική της πάνω στη συγγραφική της τεχνική, με σχόλια όπως: «Τώρα διαπιστώνω πως, άθελά μου, ταυτίζω τα μυθιστορηματικά μου πρόσωπα με τη δική μου ζωή. Με τη δική μου ψυχή. Ίσως γι’ αυτό τους μπόλιασα τη ζωή, λέω, γιατί είναι κομμάτια δικά μου. Και η ψυχή είναι κι αυτή έξω από τη χρονικότητα» (σ. 66).
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να προσθέσω ότι με μιαν άλλη οπτική μπορούμε να δούμε το βιβλίο αυτό όχι μόνο ως ένα εκτενές παρακειμενικό σχόλιο στην προηγούμενη δουλειά της Λαμπαδαρίδου Πόθου, αλλά ως ένα πρωτότυπο και πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που στοχάζεται πάνω στην ίδια την ουσία της γραφής και της ζωής, συνδυάζοντάς τες και προβάλλοντας τις χαρές, τις λύπες, τους προβληματισμούς τους.