Έργο μεγάλης πνοής, πολύμοχθης έρευνας, αλλά και απέραντης αγάπης είναι η «Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών» του ιστορικού συγγραφέα Σαράντου Καργάκου, που αριθμεί χίλιες οκτακόσιες ογδόντα σελίδες και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε τρεις καλαίσθητους και εξαιρετικά εύχρηστους τόμους.
Είναι η πορεία της Αθήνας μέσα στο χρόνο, η μακραίωνη διαδρομή της από την αυγή του μύθου, από το ξύπνημα της ανθρώπινης διάνοιας με το αναξαγόρειο «πάντα διεκόσμησε νους», έως το θλιβερό ορόσημο του 529 μ.Χ. όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, τη νεοπλατωνική Ακαδημία, που δημιουργήθηκε από τους συνεχιστές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, και έτσι, «έσβησε και ο τελευταίος πνευματικός φάρος της αρχαιότητας», για να ακολουθήσουν οι σκοτεινοί καιροί της σιωπής, η υποτέλεια, η φραγκοκρατία αργότερα, η τουρκοκρατία. Μια διαδρομή λάμψης και κορυφαίων επιτευγμάτων του πνεύματος, που, έως τις μέρες μας, εξουσιάζουν σε παγκόσμια ακτίνα τις αρχές της δημοκρατίας και του κοινωνικού δικαίου, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της τραγωδίας, της κοσμολογίας, της φυσικής, της οντολογικής έρευνας, της μύησης στην εσωτερική γνώση και στην υπερβατικότητα του θανάτου. Αλλά, παράλληλα, και διαδρομή σκληρών αγώνων, ευφυϊας, ανθρώπινης ήττας και αντίστοιχης πνευματικής υπεροχής.
Αυτή την απαστράπτουσα διαδρομή της Αθήνας περιδιαβαίνει ο Σαράντος Καργάκος, με λόγο διαυγή και εναργή, λόγο ακριβή και αυστηρό, ποιητικό ενίοτε, συγκινησιακό, όταν αναφέρεται στη θρηνητική μοίρα των ερειπίων, με θέση πάντα έναντι των εκάστοτε ιστορικών δρώμενων, και, οπωσδήποτε, λόγο τεκμηριωμένο στην απέραντη βιβλιογραφία των αρχαίων και μεταγενέστερων κειμένων που διαφωτίζουν την μαρτυρία του. Ο ίδιος επισημαίνει πως το έργο αυτό είναι «προσφορά ουσίας και όχι βιβλιογραφίας». Και αυτό το αισθάνεται ο αναγνώστης, το λαβαίνει. Είναι ένα έργο που γράφτηκε με ιερή αγάπη για τον τόπο στον οποίο ζούμε και δεν γνωρίζουμε, τον τόπο που δεν μετριέται με τα χιλιόμετρα του τσιμέντου που τον επικαλύπτει, αλλά με το μάκρος των χιλιετιών στα βάθη του χρόνου που εξουσιάζουν το εφήμερο σήμερα.
Ο πρώτος τόμος αναφέρεται στη χρονική διαδρομή της Αθήνας: «Από τους μυθικούς χρόνους ως τον Πελοποννησιακό Πόλεμο». Ο δεύτερος: «Από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως τη μάχη της Χαιρώνειας», το 338 π. Χ., που ο συγγραφέας τη θεωρεί ορόσημο του αρχαίου κόσμου, και ο τρίτος: «Από το 338 π. Χ. ως το 529 μ. Χ.», που είναι και η τελική πορεία της παρακμής. «Το κλείσιμο της Ακαδημίας, γράφει ο Σαράντος Καργάκος, ισοδυναμεί με ληξιαρχική πράξη θανάτου των Αθηνών, χωρίς αυτό να σημαίνει το τέλος. Η Αθήνα, υπό χριστιανικό ένδυμα, εξακολουθεί να ζει αλλά αυτή ήταν πια μια άλλη Αθήνα».
Έτσι, στον πρώτο τόμο ο συγγραφέας περιδιαβαίνει το προϊστορικό τοπίο των Αθηνών, από τη γένεση των μύθων και την εξουσία που είχαν στη ζωή των ανθρώπων, μιλά για τον μυκηναϊκό πολιτισμό και τα έπη του Ομήρου, και με αλάνθαστους βηματισμούς περνά στον ιστορικό χρόνο, στον ιστορικό άνθρωπο, σημειώνοντας πως «ο μύθος είναι η επιστήμη του προεπιστημονικού ανθρώπου» και αλλού, «ο μύθος είναι η μήτρα της ιστορίας». Έτσι το μυθικό τοπίο συγχωνεύεται με το ιστορικό και οι ονομασίες προσώπων και περιοχών παραμένουν οι ίδιες, Αφίδνες, Ραμνούντα, Αλωπεκή, Κυνόσαργες, Φλυά, Κολωνός, Βραυρών, ρίχνοντας μέχρι σήμερα τη σκιά της αρχαίας σαγήνης.
Στον ίδιο τόμο, αναφέρεται στους Μηδικούς Πολέμους, Μαραθώνας με Μιλτιάδη, Θερμοπύλες με Λεωνίδα, Σαλαμίνα με Θεμιστοκλή, μάχες που μέχρι σήμερα προβληματίζουν παγκόσμια τους ιστορικούς, διότι, όπως είναι γνωστό, αν δεν είχαν νικήσει με την ευφυϊα τους οι Έλληνες, θα ήταν διαφορετικά διαμορφωμένος ο σύγχρονος κόσμος. Και από τους Μηδικούς Πολέμους, που τους αναλύει επιστρατεύοντας την παγκόσμια βιβλιογραφία, ο συγγραφέας περνά στα Ελευσίνια Μυστήρια και δίδει τη μεγαλοπρέπεια της υπερφυσικής αντίληψης του αρχαίου ανθρώπου, που με τελετουργία και μύηση ενατένιζε τον κόσμο του θανάτου, την επέκεινα ζωή του στους ασφοδελούς λειμώνες του Άδη.
Και αφού διαγράφει καίρια και παραστατικά τον πολιτικό και κοινωνικό βίο των αρχαίων Αθηνών, τις θρησκευτικές δοξασίες και ιερές τελετές, τη γένεση της δημοκρατίας, τους νομοθέτες – Δράκων, Σόλων, Πεισίστρατος, Κλεισθένης -, τους αγώνες για την περιχάραξη και εδραίωση της δημοκρατίας, ο συγγραφέας, στον πρώτο αυτόν τόμο, έρχεται στη χρυσή εποχή των Αθηνών, στον «Χρυσούν Αιώνα» του Περικλή, όπου τα πάντα φτάνουν στη κορύφωσή τους, η δημοκρατία, η φιλοσοφία, η γλυπτική, η δραματική ποίηση – Φειδίας, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αισχύλος ο μαραθωνομάχος και σαλαμινομάχος. Είναι το κλέος του αρχαίου κόσμου ο «Χρυσούς Αιών», όπου ο άνθρωπος έφτασε στην υπέρτατη βαθμίδα της υπάρξεώς του, στην υπέρβαση των ορίων του, όχι μόνο στον πνευματικό και καλλιτεχνικό βίο του αλλά και στον πολιτικό και τον κοινωνικό.
Η επίγνωση όμως της απόλυτης δύναμης και του αδιαμφισβήτητου κλέους του «Χρυσού Αιώνα» δημιούργησε τις ιμπεριαλιστιστικές τάσεις των Αθηναίων. Και, στον δεύτερο τόμο της ιστορίας του, ο Σαράντος Καργάκος περιγράφει με λόγο δριμύ τα οδυνηρά γεγονότα αλλά και αναλύει με σύνεση και ευφυϊα τα αίτια που προκάλεσαν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, 431-404 π. Χ., και τις συνέπειες που επέφερε στους ρημαγμένους Αθηναίους, αρχίζοντας με τη φράση του Θουκυδίδη, «Ήδε η ημέρα τοις Έλλησι μεγάλων κακών άρξει».
«Εμείς δεν βλέπουμε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και τον 4ο αιώνα σαν αφετηρία παρακμής», γράφει ο συγγραφέας. Γιατί ακόμα και μετά την απώλεια της ευημερίας, μετά την ήττα των Αθηναίων από τους Λακεδαιμονίους, η δημοκρατία μπόρεσε να αναδυθεί ξανά και το πνεύμα να ανθίσει ωριμότερο και ακμαιότερο μετά την αλγεινή εμπειρία της συντριβής. Στον τόμο αυτόν ο Σαράντος Καργάκος αναφέρεται στην ποίηση, στους τραγικούς μας ποιητές διεξοδικά στη ζωή και το έργο τους, στον Θουκυδίδη, στον Σωκράτη, στον Φειδία. Η λάμψη και το κλέος των Αθηνών βρίσκονται και πάλι στις κορυφώσεις του πνεύματος. Και ο τόμος τελειώνει με τη μάχη της Χαιρωνείας, με την νίκη του Φιλίππου του Μακεδόνα, που, όπως γράφει, «οροθετεί νέα περίοδο στην ελληνική ιστορία». Την περίοδο της επικράτησης των Μακεδόνων.
Ο τρίτος τόμος αρχίζει με την κάθοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη σαρωτική επέλασή του, και οι Αθηναίοι, υπό τη σκιά των Μακεδόνων, αγωνίζονται να επιβιώσουν, επιστρατεύοντας τη μνήμη των πνευματικών επιτευγμάτων τους. Δημιουργούνται νέες φιλοσοφικές τάσεις, νέοι αγώνες, και, μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσπαθούν να ανακτήσουν τη χαμένη τους αυτονομία. Όμως μια νέα κοσμοκράτειρα δύναμη έρχεται στο προσκήνιο, η Ρώμη, και ευθύς μετά την ήττα των Αχαιών, στον Ισθμό, το 146 π. Χ. ολόκληρη η Ελλάδα «γίνεται δορυφόρος της Ρώμης». Η Αθήνα γίνεται μια «τουριστική» πόλη για τους περιηγητές, όπως την περιγράφει ο λόγιος Ηρακλείδης, και η Ρωμαϊκή κυριαρχία αρχίζει επί Αδριανού, για να αλλάξει επί Μ. Κωνσταντίνου και να μπει στην τροχιά του Βυζαντίου.
Οι Αθηναίοι αγωνίζονται τώρα να διασώσουν τη γλώσσα τους, να δημιουργήσουν μια ενιαία «κοινή» διάλεκτο για όλη την Ελλάδα, και συσπειρώνονται γύρω από τον πολιτισμό που δημιούργησαν για να μη χαθούν. Και όταν ο Απόστολος Παύλος κηρύσσει στην Πνύκα τη νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό, κανείς Αθηναίος δεν διαμαρτύρεται, γιατί ήδη υπήρχε βωμός αφιερωμένος «τω αγνώστω Θεώ».
Χίλιες οκτακόσιες ογδόντα σελίδες είναι δύσκολο να τις συμπτύξει κανείς μέσα σε μία μικρή παρουσίαση. Ο Σαράντος Καργάκος έδωσε στους Αθηναίους αλλά και σε όλους τους εραστές της αρχαίας και νέας Αθήνας ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο, έναν άθλο του πνευματικού μόχθου, και το έδωσε με σεμνότητα αλλά και με άκρα υπευθυνότητα, με έκδηλη την προσωπική του αγάπη για την πόλη. Και όπως λέει ο ίδιος, τη συνέχεια θέλει να διασώσει. «Τούτο το βιβλίο γράφτηκε με σκοπό να συμβάλει στο να μη χαθεί η συνείδηση της συνέχειας», γράφει. Και τελειώνει με το στίχο του Ρίτσου: «Η πολιτεία τσιμεντένια και αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο»
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, Απρίλιος 2006