Γεμάτος είναι ο ουρανός κι η γη από πράγματα
που η φιλοσοφία σου, ούτε στο όνειρό της,
μπορεί ποτέ να δει.
(Άμλετ, Πρώτη Πράξη)
Πεζογράφος, ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, με την πρωτεϊκή γραφή της, ταξιδεύει ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη και μας προσκαλεί να μυηθούμε στα μυστήρια της γνώσης. Ο λόγος της, ιερός ποταμός και κύμα αιγαιοπελαγίτικο, καθαρός και αισθαντικός, φθάνει στην ήρεμη θάλασσα του αναγνώστη και την αναταράζει.
Το πρώτο «υλικό» μου ξέρω πως είναι η ποίηση. Πρωταρχικά «υλικά» της ποίησής της, το πνεύμα και η ύλη. Ο ποιητικός της λόγος συνθέτει μια ύλη του πνεύματος, ενώ κρύβεται κάτω από τον αφηγηματικό και τον δραματικό της λόγο, του δίνει την ταυτότητά του, τον εμπνέει, τον στηρίζει.
Ποιος θα μας δώσει ένα δοκάρι ήλιο
να στηρίξουμε
τη μισογκρεμισμένη στέγη μας,
αναρωτιέται στην πρώτη, στη νεανική της ποιητική συλλογή, με τον εύγλωττο τίτλο Συναντήσεις. Από τα πρώτα της πετάγματα ψάχνει να βρει το συνομιλητή της, ορατό ή αόρατο, να μοιρασθεί μαζί του την ποιητικότητα που ρέει από τη σελίδα, από το σώμα του ποιήματος. Στην πεζογραφία που θα ακολουθήσει, η ύλη θυμάται, προφητεύει, επικοινωνεί. Η ποίηση είναι εξωλεκτική, είναι «μια λειτουργία ύπαρξης», μας λέει, είναι τραγούδι που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής:
Οι ποιητές
δεν ξέρουν πια να τραγουδούν
γι’ αυτό γεμίζουνε τις κόλες
με ρυτίδες
Το θέατρό της, εξόχως ποιητικό, μοιάζει να ακολουθεί την τυπολογία του Cocteau-Ορφέα, ο οποίος αποκαλεί την πεζογραφία και το θέατρό του είδη ποιητικά και όχι λογοτεχνικά. Μια υπαρξιακή, σχεδόν μεταφυσική, αγωνία χαρακτηρίζει την Αντιγόνη της. Η ηρωίδα πεθαίνει, αν και δεν την έχει καταδικάσει ο Κρέων, γιατί, στο δικό της συμπαντικό σύστημα, ζωή και θάνατος σηματοδοτούν διαφορετικές έννοιες από τις δικές μας. Η ζωή ταυτίζεται με τους συμβιβασμούς, τις ρυτίδες, την ασημαντότητα, ενώ ο θάνατος σημαίνει ελευθερία, ομορφιά, παράλογο, αυτό που προκύπτει από την αντίσταση στους προκατασκευασμένους κανόνες της ύπαρξης. Εδώ δεν υφίσταται το δίπολο ελευθερία ή θάνατος. Αντιθέτως, η απειλή του θανάτου τροφοδοτεί την επιθυμία για ελευθερία. Η σοφόκλεια Αντιγόνη εμπνέει τη συγγραφέα, θυμίζοντάς της ότι δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία μοναχικών ή εγωκεντρικών ηρώων, που θα αρχίσουν να ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές από την Αναγέννηση και μετά. Το εγώ της αντάρτισσας Αντιγόνης είναι συλλογικό: περικλείει το αίμα της, την οικογένειά της. Και καθώς η έννοια της τραγωδίας δεν μπορεί να αναπτυχθεί έξω από μια συλλογικότητα, η Λαμπαδαρίδου, για να παραμείνει πιστή στο αρχαίο πνεύμα, και ξέροντας ότι ζει σε κοινωνικό πλαίσιο που ίσως δεν προσφέρει τις προϋποθέσεις για την αναγέννηση της τραγωδίας, γράφει ένα τραγικό έπος και εκφράζει τη νοσταλγία της αρχαίας τραγωδίας.
Τα δύο δοκίμιά της, αφιερωμένα στον Beckett και τον Ελύτη, απηχούν τις φιλοσοφικές της τοποθετήσεις και μαζί την υπαρξιακή της αγωνία. Ο διάλογός της με το έργο γιγάντων, προσωπικών φίλων της, δείχνει την πρόθεσή της να γίνει, εκτός από μυθοπλάστης, πολίτις «εις των ιδεών την πόλι». Οι κριτικές της δημοσιεύονται σε περιοδικά και ημερήσιες εφημερίδες, αντανακλούν την αγάπη της για το έργο του Άλλου, την ικανότητά της να το κατανοήσει, κυρίως μαρτυρούν τη γενναιοδωρία της. Διαβάζει προσεκτικά τον άλλο, ασύνηθες φαινόμενο στις μέρες μας, ταυτίζεται μαζί του, προσκαλεί τους αναγνώστες της να σκύψουν πάνω στο βιβλίο του.
Και τα μυθιστορήματά μου είναι ποίηση. Τα πιο δημοφιλή βιβλία της, που διαβάζονται από πιστούς, φανατικούς αναγνώστες, ανήκουν στην πεζογραφία. Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια αντιποιητική εποχή, στην εποχή της πρόζας, ωστόσο, τα πεζογραφήματά της είναι ίσως η πιο σπουδαία ποίηση που έχει γράψει.
Θυμούμαι τη στιγμή που η Κριτική Επιτροπή του Δέκατου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού της Τέχνης Κιλκίς, το 2005, της απένειμε το Αριστείο Ποίησης: «Για την ορφική ποίηση που γράψατε και για την καθαρή ποίηση που ρέει αστείρευτα μέσα από τον αφηγηματικό και τον δραματικό σας λόγο», της είπα στην προσφώνησή μου, και νομίζω ότι επικοινωνήσαμε χωρίς άλλες λέξεις.
Είναι άπειροι της μοναξιάς οι δρόμοι / όσοι και οι άνθρωποι. Η μοναξιά αυτή, διάχυτη στην ποίησή της, δεν χαρακτηρίζει τους μυημένους ήρωες της πεζογραφίας της. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των μυθιστορημάτων της είναι η άρρητη συνομιλία. Οι εκλεκτοί δεν χρειάζονται φωνήματα για να επικοινωνήσουν: ο Σαμουήλ με τον Ιάσωνα, η Ρω με τον μοναχό Δανιήλ, η Αδριανή με τον μοναχό Λεύκιο, ο Φοίβος με τον Κωνσταντίνο, ο Νάρκισσος με τον νεκρό μοναχό Αυγουστίνο συζητούν σχεδόν αποκλειστικά με τη σκέψη. Η συγγραφέας του λόγου που ρέει σαν τον ποταμό Ιέρω (ή Αμίλητο) πλάθει πρόσωπα που επικοινωνούν χωρίς τη χρήση λόγου. Η πραγματική επικοινωνία γίνεται με το πνεύμα και το σκίρτημα του σώματος, όπως είναι το άγγιγμα-ευλογία του μοναχού Δανιήλ στο μέτωπο της Ρω.
Στη Μονή των Αποκρύφων, η Αδριανή ομιλεί σιωπηλά με τον Λεύκιο: Μπορεί να με κάλεσες, του έλεγα με τη σκέψη μου. Και ήξερα πως εκείνος τη μάντευε. Εσύ είσαι η εκλεκτή, σαν να μου απαντούσε, εσύ θα πονέσεις.
Η εκλεκτή της μοίρας και των αιώνων μπορεί να επικοινωνεί χωρίς καμιά προσπάθεια σε έναν κόσμο απομόνωσης, αλλά η δωρεά αυτή έχει το τίμημά της: η ηρωίδα γίνεται ένας άλλος Χριστός και σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου. Το ίδιο και ο Σαμουήλ στη Λάμπα Θυέλλης: θα μπορούσε να είχε προσλάβει τους πιο σπουδαίους δικηγόρους για να τον προστατέψουν από το διασυρμό, αλλά γνώριζε ότι έπρεπε να φθάσει πολύ χαμηλά, να «κυλιστεί στη λάσπη», για να νιώσει όλο τον ανθρώπινο πόνο συμπυκνωμένο και να ετοιμασθεί για τη μετάβαση. Ο ήρωας του Σοφοκλή, «αυτός που όλοι αποκαλούν ένδοξο Οιδίποδα» («ο πάσι κλεινός Οιδίπους καλούμενος» [Οιδίπους τύραννος, στ. 8]), κατρακύλησε στην κατάσταση του μιάσματος (στ. 353), πριν αγιάσει τον νέο τόπο (Οιδίπους επί Κολωνώ).
Το σώμα προφητεύει. Το σώμα δεν θυμάται μονάχα. Ζει τα όνειρα της ψυχής, γνωρίζει, σκέφτεται. Μυστικά δεμένο με το σύμπαν, θυμάται το παρελθόν, βλέπει το μέλλον. Βλέπει ακόμη και όταν τα μάτια είναι τυφλά. «Είναι τυφλός;» ρωτά τη Ρω ο Αντρέο για τον Δανιήλ. «Τότε, πώς σε ‘είδε’; Πώς κατάλαβε ότι ήσουν εκεί…». Στον Ιερό Ποταμό, ο ψυχίατρος βρίσκει τη δική του ψυχή μέσα από το σώμα του – μέσα του ζουν «ευωδιές φυλαγμένες από αιώνες». (Η ζωή είναι «ένας τραχύς άνθρακας», είχε γράψει η συγγραφέας στη Λάμπα θυέλλης, ταξιδεύει μέσα στους αιώνες για να γίνει διαμάντι). Χάνεται η ψυχαναλυτική διάσταση μπροστά στην κοσμική, στη μεταφυσική, πνίγεται μέσα της. «Το σώμα του ήταν ο δρόμος που θα τον οδηγούσε στην ψυχή του». Ο μοναχός Αναστάσιος έχει μάθει «ν’ αφουγκράζεται την ωμή ύλη των γεγονότων».
Πολύ πιο σημαντική είναι, ωστόσο, η επικοινωνία που γίνεται με το αόρατο. Όταν ο Ηλίας δέχθηκε το κάλεσμα να γίνει μοναχός Αυγουστίνος, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε ποτέ προσευχηθεί. Το τυπικό είναι χωρίς ουσία σε αυτή την πάναγνη θρησκεία της ψυχής. Η προσευχή, όπως και η επικοινωνία των μυημένων, ανήκει στο χώρο του ιερού.
Για να φθάσει ο ήρωας στη μύηση, πρέπει να επιχειρήσει ένα ορφικό ταξίδι προς τη θεογνωσία. Ο Άγγελος της Στάχτης είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στη μνήμη και τη Γνώση. Στον Ιερό Ποταμό – όπως και την Έκτη Σφραγίδα –, οι κάτοχοι του μυστικού χάνονται πριν προλάβουν οι ήρωες να τους συναντήσουν. Ο μοναχός Αυγουστίνος πεθαίνει. Το χειρόγραφο που άφησε ο παππούς διαλύεται, γίνεται στάχτη, μόλις ο Νάρκισσος το πιάνει στα χέρια του. Η Ισαβέλλα μιλά με χρησμούς, σαν μια άλλη Πυθία. Ένα είναι βέβαιο: η γνώση αποκτάται με μύηση σε μυστήρια, οι εκλεκτοί ανακαλύπτουν την αλήθεια μόνοι τους, αντλώντας από τη σοφία που αποκτούν στη διάρκεια της τελετουργικής μετάβασης.
Η πορεία των ηρώων της Λαμπαδαρίδου προς τη Γνώση μάς παραπέμπει στην αναζήτηση της αλήθειας από τον Οιδίποδα.
Ο ήρωας του Σοφοκλή υπόσχεται στο λαό του ότι θα ανακαλύψει, χωρίς καμιά άλλη καθυστέρηση, το φονιά του Λάιου. Στέλνει ο ίδιος τον Κρέοντα στους Δελφούς, επιμένει να ’ρθει ο Τειρεσίας, αγωνιά και αναρωτιέται γιατί αργεί. Ο μάντης έρχεται, αλλά σωπαίνει επίμονα, και όταν τελικά απαντά, ο νικητής της Σφίγγας, ανυπόμονος, του λέει να μην εκφράζεται με αινίγματα. Τότε είσαι ο καλύτερος για να τα ερμηνεύσει, σχολιάζει με ανελέητο σαρκασμό ο μάντης, σαν να ήθελε να του θυμίσει ότι κάθε του βήμα ήταν προσχεδιασμένο από τους θεούς. Κάποια στιγμή, μπροστά στον Άγγελο και τον Θεράποντα, ο βασιλιάς των Θηβών αποφαίνεται: «ήρθε η ώρα όλα να βρεθούν». «Η σύγκλιση του χρόνου είχε φτάσει στην ακριβή της ώρα», γράφει η Λαμπαδαρίδου στον Ιερό Ποταμό. Το αόρατο έχει τον τόπο του και τη στιγμή του.
Ο Οιδίπους αναρωτιέται με οδύνη, και μάλιστα δύο φορές, μήπως είναι «άναγνος». Για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με το αόρατο, οι ήρωες της Λαμπαδαρίδου πρέπει να είναι αγνοί, όπως οι οπαδοί του ορφισμού. Σύμφωνα με τον Kant, το αγνό (rein) αρνείται να συνδεθεί με τις αισθήσεις ή τις εμπειρίες· μόνο η μορφή μπορεί να είναι αγνή, όχι η ύλη. Στη συγγραφέα μας, το αισθησιακό ανάγεται σε έναν τύπο ιεροτελεστίας, το πνεύμα είναι φτιαγμένο από ύλη, το σώμα θυμάται και συμμετέχει στα όνειρα. Αγνό, καθαρό είναι ένας τρόπος σκέψης, είναι αυτό που δεν αναμειγνύεται με τη χυδαιότητα της καθημερινής ζωής. Η ηρωίδα της Έκτης Σφραγίδας το γνωρίζει. Όταν δίνει εντολή στη νέα της δικηγόρο να αναλάβει τα οικονομικά της, προσθέτει: «Μη μου ξαναμιλήσεις για ό,τι κάνεις. […] Εγώ θέλω να έχω καθαρή τη σκέψη μου για τον τόπο». Για να είναι έτοιμη να μυηθεί στα μυστήρια, και να σώσει τον ιερό τόπο, πρέπει να είναι καθαρή. Εδώ η έννοια της καθαρότητας θυμίζει τους Αρχαίους, κυρίως τον Πλάτωνα. Ο Αθηναίος, στους Νόμους, συμβουλεύει να χτίζονται οι ναοί σε υπερυψωμένα εδάφη για να είναι ασφαλείς και καθαροί (778 c).
Αυτό που θα γίνει είναι κιόλας συντελεσμένο. Ο Δανιήλ στο Σώμα, θυμήσου…, ο Λεύκιος στην Έκτη Σφραγίδα, ο Αυγουστίνος στον Ιερό Ποταμό: και οι τρεις μοναχοί γνωρίζουν τα γεγονότα που έρχονται, σαν να ζουν στο μέλλον. Η Αδριανή θα μιλήσει, όπως σχολιάζει η ίδια, σαν να ήταν Πυθία: «Σε τρεις μέρες θα καταστραφεί ο τόπος…, είπα σοβαρή». «Τα σώματα, λένε, γνωρίζουν το μελλούμενο. Τα σώματα προφητεύουν», είχε κάποτε σκεφθεί. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χρόνος τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες στιγμές του χρόνου ενώνονται, ποτέ όμως τυχαία. Με την αιωνιότητα να διεισδύει μέσα στη ζωή των ηρώων της, με τις στιγμές να συναντιούνται σαν να μην είχαν παρελθόν, παρόν και μέλλον, η Λαμπαδαρίδου εισάγει το υπερφυσικό μέσα στην καθημερινότητα.
Ο Κωνσταντίνος, ο Άγγελος της Στάχτης, δεν αναπολεί το παρελθόν· το παρελθόν είναι ο ίδιος. Τα γεγονότα της ζωής του συμβαίνουν τώρα, γιατί τώρα τα θυμάται, χίλια χρόνια μετά, σε μια τελετουργική διαδικασία που απελευθερώνει τη μνήμη και το χρόνο. Η μνήμη είναι λειτουργία που συνδέεται με το παρόν και όχι με το παρελθόν. Τα θαύματα γίνονται πάντα σε συγκεκριμένη ώρα, σε συγκεκριμένο τόπο, δίνουν σημάδια, προετοιμάζουν τις ψυχές και τα κορμιά να τα δεχτούν. Εκεί ο τόπος και η στιγμή συναντιούνται. Ο χρόνος εμφανίζεται ως ιερός ποταμός που κυλά και βέβηλη στιγμή που παγιδεύει. Χάρη σε αυτή την ενορατική γραφή, ο μύθος του Νεκρού Αδελφού, που παλεύει με τον Άδη, το ασυνείδητό του, το χρόνο, γίνεται το σύμβολο του Έλληνα, που διασχίζει την ιστορία του: συγχρόνως την Αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τη νέα χιλιετία, έτοιμη να γεννήσει νέους μύθους.
Ο τόπος είναι ζωντανός. Κάθε προκαθορισμένη στιγμή έχει τον δικό της τόπο: ένα «κτήμα» που ανήκει στους ήρωες ή στη θρησκευτική λατρεία. Ένας μικρός βυζαντινός ναός πλάι σε έναν αρχαίο δένουν «τα μυστήρια της παλιάς λατρείας με τον χριστιανικό θεό». Στα χαλάσματα βρίσκονται οι αρχαίοι θεοί «κυνηγημένοι και αγκαλιασμένοι με τους αγίους». Η σύγκρουση της παλιάς θρησκείας με την καινούργια δίνει το θέμα του στον Ιερό Ποταμό. Όταν ο Νάρκισσος – η χριστιανική Ελλάδα με παγανιστικές ρίζες – ερωτεύεται με ιερό πάθος την Περσεφόνη, οι δύο θρησκείες φαίνονται να ενώνονται. Μετά το χτίσιμο του βυζαντινού ναΐσκου, αντιλαμβανόμαστε ότι, από τα βάθη του χρόνου, η Περσεφόνη ήταν το μέσον για την ανακάλυψη των οστών.
Στην Γκρίζα Πολιτεία, το πατρικό σπίτι της ηρωίδας απειλείται με κατεδάφιση ενώ η ίδια βρίσκεται στο Παρίσι: «Ήταν μέσα της το σπίτι εκείνο. Μέσα της ο κήπος με τις παιδικές φωνές…». Ενώ κατακερματίζεται το σώμα της, εξαιτίας μιας απροσδιόριστης υπαρξιακής ασθένειας, το σπίτι των παιδικών της χρόνων καταρρέει, σαν να ήταν συγκοινωνούντα δοχεία. Στην Έκτη Σφραγίδα, καθώς τα μηχανήματα ετοιμάζονται να σκάψουν, ζούμε την αγωνία ενός τόπου ετοιμοθάνατου. Ο Φοίβος περπατά «πάνω στη μαλακή αμμώδη γη». Ο Νάρκισσος πετά «τα σανδάλια, να πατούν τα πόδια του τη γη», βυθίζει τα χέρια του «μέσα στη γη μαλακά […], να ενωθεί μαζί της». Το χοϊκό είναι καθαγιασμένο. Η πέτρα, μάνα γη, έχει πέσει από τον ουρανό.
Σύμβολο του σύμπαντος: το σπίτι. Του βλέμματος που παρακολουθεί τον έξω κόσμο: το παράθυρο. Μήτρα της μητέρας ή τάφος, το σπίτι είναι ένας τόπος κλειστός. Στη Λάμπα θυέλλης, ο Σαμουήλ θέλει «να ζήσει ένα κλειστό σπίτι, με τις οσμές και τα τριξίματα, με το σκοτάδι κινούμενο σαν όγκο σιωπής». Στην Γκρίζα πολιτεία, το ανοιχτό ή κλειστό παράθυρο σηματοδοτεί την επικοινωνία με τον εξωτερικό κόσμο, την αγάπη, την ανάγκη για ζωή: το άνοιγμα στον τοίχο, η επαφή με το ελάχιστο, έστω, φως παλεύει ενάντια στην υπαρξιακή αγωνία. Το παράθυρο είναι το ξεχωριστό σημείο κάθε σπιτιού. Είναι το μάτι του σπιτιού που βλέπει το μυστηριώδες, είναι το άνοιγμα στο άγνωστο. Οι ήρωες στέκονται συχνά στο παράθυρο, κοιτούν από το παράθυρο. Η Ισαβέλλα «βλέπει» τους επισκέπτες της, βλέπει το μέλλον τους, μόνο όταν τους τοποθετεί μπροστά στο παράθυρο. Και όπως στον Πλάτωνα, τα μάτια είναι πηγή φωτός, όμματα-ήλιοι (Πολιτεία 508 b), εδώ τα παράθυρα μοιάζουν να γεννούν το φως: το εξωτερικό στην Γκρίζα Πολιτεία, του πνεύματος στον Ιερό Ποταμό.
«Το σώμα μου, σαν δέντρο. […]. Το δέντρο κατέρρευσε σαν σώμα ζωντανό», σκέφτεται η Αδριανή. Εκείνο που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι η τέλεια αρμονία ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα και τη φύση. Οι άνθρωποι ζουν μέσα στο σύμπαν και αφουγκράζονται την κάθε του κίνηση. Το υπερφυσικό εμφανίζεται ως προέκταση του φυσικού, το αναζωογονεί, το υποχρεώνει να επιστρέψει στις ρίζες του, να συνειδητοποιήσει τις δυνάμεις του.
Έρχεται μετά το φυσικό, γιατί καραδοκεί. Και όταν το βλέπει να απογυμνώνεται από τα μυστικά του, επιτίθεται. Τίποτε δεν μπορεί να το σταματήσει. Δεν υπάρχει τίποτε πιο φυσικό από το μεταφυσικό στην πεζογραφία της Λαμπαδαρίδου. Από φιλοσοφική άποψη έχει δίκιο. Η μεταφυσική είναι η θεμελιώδης περιοχή της φιλοσοφικής σκέψης, είναι η γνώση των πρώτων αιτιών των πραγμάτων, η γνώση της φύσης της θεότητας, αλλά και η γνώση του εξωτερικού κόσμου. Μετά τον Heidegger, η μεταφυσική μελετά την αγωνία της ύπαρξης. Η συγγραφέας μάς εκμυστηρεύεται ότι κάποτε διάβαζε Sartre και Camus. Αυτό δεν μας εκπλήσσει διόλου. Οι δύο Γάλλοι συγγραφείς μάς έδειξαν πώς η υπαρξιακή αγωνία καταπολεμάται με τη δράση. (Όταν ο Έλληνας γιατρός ρωτά την ηρωίδα της Γκρίζας Πολιτείας, πριν τη στείλει στο Παρίσι: «Με τι ασχολείσθε;», εκείνη, μολονότι είναι ζωγράφος, απαντά: «Με τίποτα». Στα ιστορικά μυθιστορήματά της, η Λαμπαδαρίδου ασχολείται με το νόημα της ύπαρξης και με τη μεταφυσική της Ιστορίας. Ποια είναι η έννοια της Ιστορίας μέσα στην οποία δρα ο άνθρωπος; Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο θεμελιώδης ερώτηση που θέτει.
Με φιλοσοφικό και κοινωνικό προβληματισμό, η γραφή της λειτουργεί μέσα από σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές. Η γνώση του μέλλοντος και οι άρρητες σκέψεις στη συνομιλία εκφράζονται με τη βοήθεια του ελεύθερου πλάγιου λόγου, που είναι συχνά μια κραυγή ή ένα ξάφνιασμα, και δημιουργεί μια ολόκληρη θεατρική σκηνή μέσα στη σκέψη του ήρωα.
Το παιχνίδι του αφηγητή με τις γνώσεις του παντογνώστη συγγραφέα μάς εισάγει σε μιαν άλλη έννοια του χρόνου: ενώ φαίνεται να υπάρχει μόνο παρόν, οι γνώσεις ταξιδεύουν σε έναν άλλο χρόνο, μια διαφορετική διάσταση, και διατηρούν την ιδιότητα του αμίλητου, του άρρητου. Όταν στον Άγγελο της Στάχτης, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναδύεται μέσα από την τριτοπρόσωπη χωρίς προειδοποίηση, μια μεταφυσική χροιά σκεπάζει σαν πέπλο το μύθο του Νεκρού Αδελφού.
Στην Γκρίζα Πολιτεία, η υπαρξιακή αγωνία κυριαρχεί, με υπόβαθρο τη μεταφυσική αγωνία. Η ηρωίδα πηγαίνει στο Παρίσι, να συμβουλευθεί έναν ειδικό γιατρό για την περίπτωσή της, που είναι ανίατη. «Και γιατί δεν μπορεί να είναι ένα λάθος…», αναρωτιέται, και εκείνη τη στιγμή νιώθουμε ότι η ασθένειά της είναι η ίδια η ζωή και γνωρίζουμε ότι ο θάνατος των θνητών δεν οφείλεται σε λάθος διάγνωση.
Στο Παρίσι, στο ιατρείο του ειδικού, ξεσπά:
– Πρέπει να μου πείτε τώρα αμέσως. Π ό τ ε; Δεν μπορώ να περιμένω. Καταλαβαίνετε;
– Μα αυτό δεν μπορεί να το προσδιορίσει κανείς…
– Μπορεί. Φτάνει να μου πείτε μια ημερομηνία. Έστω και ψεύτικη… Την έχω ανάγκη.
Η απάντηση του γιατρού είναι η συνήθης που δίνουν στους «μελλοθάνατους». Όταν τον ακούει, συνειρμικά η ηρωίδα σκέφτεται αυτή τη λέξη και σχολιάζει, με ελεύθερο πλάγιο λόγο: Μπορεί να ζούσε ένα μήνα… Ή έξι μήνες… Μπορεί να ζούσε μια βδομάδα ή μιαν αιωνιότητα… Με τη λέξη αιωνιότητα, το ρήμα ζούσε ξεφεύγει από την έννοια της ύπαρξης.
Στην πεζογραφία της Λαμπαδαρίδου η έννοια της παγίδας επανέρχεται συχνά. Οι ήρωες αισθάνονται παγιδευμένοι μέσα σε μια ύπαρξη που τους ξεπερνά. Το πεπρωμένο μοιάζει να τους έχει στήσει ενέδρα, και δεν υπάρχει τρόπος να την αποφύγουν. Η συμπαντική μνήμη εγκλωβίζει τις προσωπικές τους μνήμες. Ωστόσο, παγίδα δεν είναι μονάχα ο χρόνος που τρέχει ή στέκεται ακίνητος. Παγίδα είναι κυρίως η γραφή, που κινείται μέσα στο χρόνο για να γίνει μυστική, μυητική.
Η γραφή της δεν είναι μοντέρνα ή μεταμοντέρνα. Είναι τελετουργική, μυσταγωγική. Είναι ο ιερός ποταμός που κυλά, κάνει έρωτα με τα λουλούδια στις όχθες του, φουσκώνει, γίνεται φιλντισένιος, γεμίζει το κενό του χρόνου και υπόσχεται να μη στερέψει ποτέ ξανά. Η γραφή της είναι μύηση στα μυστήρια της Γνώσης. Αυθεντική, εκπορεύεται από τον συμπαντικό ρυθμό και τη σοφία των αιώνων. Εμπνευσμένη, ορφική, μας πείθει ότι υπάρχει μια απόλυτη γνώση και μας προσκαλεί να ενωθούμε μαζί της. Καλεί τον αναγνώστη της να γίνει μάρτυρας σε μια πρωτότυπη ψυχαναλυτική διαδικασία που φθάνει ως τα βάθη του εγώ και ως τα βάθη του σύμπαντος.
Θέματα λογοτεχνίας τεύχος 39, εκδόσεις Γκοβόστη, 2008
Η Ζωή Σαμαρά είναι ποιήτρια, καθηγήτρια στο ΑΠΘ