«… και κάθε μυητική περιπλάνηση είναι, ταυτόχρονα, και αναγωγή της ψυχής στον εαυτό της, στην πολλαπλότητα της αυτογνωσίας της»
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε ένα μυθιστόρημα που διανύει
την ελληνική αρχαιότητα κατά την περίοδο των μηδικών πολέμων.
Και πόσο διάστημα χρειάστηκε να το γράψετε
Ο συμβατικός χρόνος δεν λειτουργεί παρά μόνον ενδεικτικά, όταν γράφει κανείς ένα μυθιστόρημα σαν αυτό. Τρία χρόνια, για να το γράψω. Και πάνω από δέκα το πάλευα μέσα μου. Παράλληλα με όλα όσα έγραφα, το «Ξύλινο Τείχος» υπήρχε μέσα μου, σε μια μυστική κυοφορία, ωρίμαζε σαν ιδέα, σαν ανθρώπινη περιπέτεια. Και όλα αυτά τα χρόνια διάβαζα, έψαχνα τις πηγές μου. Αν δεν γνωρίσεις την φιλοσοφία της σπαρτιατικής κοινωνίας, δεν μπορείς να στήσεις τον Σπαρτιάτη, δεν μπορείς να τον καταλάβεις. Το ίδιο και για τον Αθηναίο ή γενικά για τον άνθρωπο της αρχαιότητας. Αν δεν γνωρίσεις τη φιλοσοφία της ζωής, της καθημερινότητάς του ακόμα, δεν μπορείς να τον δώσεις, να βρεις το εσωτερικό κίνητρο των πράξεών του. Λοιπόν, καταλαβαίνετε πως αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα προϋποθέτει απέραντη μελέτη, αλλά και απέραντη έρευνα. Έπρεπε να βρω τις αξίες της ζωής του, τη σχέση του με τους θεούς, με τον Άδη, με τη μοίρα. Ήταν ένας κόσμος διαφορετικός. Όμως, τώρα λέω, ήταν αυτή η διαφορετικότητα που με σαγήνευε. Η μύησή μου σε έναν κόσμο διαφορετικό. Βυθίστηκα μέσα του και ανέσυρα τη χαμένη μνήμη του αίματος.
Λέω τη « χαμένη μνήμη του αίματος» και το εννοώ. Είναι μια αίσθηση συγκλονιστική, μια μαγική αίσθηση, να ανασύρεις από τα βάθη του εαυτού σου τους χαμένους αιώνες της ιστορίας σου. Ή έτσι να πιστεύεις.
Γι’ αυτό είπα πως, αν και ιστορικό μυθιστόρημα, το έγραψα μυητικά, και πως κάθε μυητική περιπλάνηση είναι, ταυτόχρονα, και αναγωγή της ψυχής στον εαυτό της, στην πολλαπλότητα της αυτογνωσίας της.
Στο μυθιστόρημά σας επιτύχατε να μας δώσετε
μια άγνωστη πτυχή της καθημερινότητας της Αρχαίας Σπάρτης.
Πόσο δυσκολευτήκατε να βρείτε στοιχεία;
Και με ποια αίσθηση προσεγγίσατε αυτούς τους τόσο σημαντικούς χρόνους;
Πηγές αμέτρητες και ελλιπείς. Ο Ηρόδοτος ήταν η βασική πηγή μου. Οι εννέα γλαφυρότατοι τόμοι του. Και μαζί ο Πλούταρχος, ο Ξενοφώντας, ο Διόδωρος, ο Αισχύλος – που ήταν και Σαλαμινομάχος ο ίδιος, τα Ορφικά, το Νεκυομαντείο. Και όχι μόνον. Διάβασα για την ιατρική στην αρχαία Ελλάδα, για τα βότανα που χρησιμοποιούσαν στις αρρώστιες ή τα τραύματα, στην αναισθησία – μερικά από τα βότανα αυτά μέχρι σήμερα τα χρησιμοποιεί επίσημα η επιστήμη της φαρμακευτικής.
Ύστερα, έπρεπε να μάθω για τη διατροφή τους, για τους νόμους τους, για το πολίτευμά τους. Μην ξεχνάμε πως στο χρονικό διάστημα που αναφέρεται το μυθιστόρημα θεμελιώθηκε η δημοκρατία. Και αμέσως μετά μεγαλούργησε το αρχαίο πνεύμα σε όλα τα επίπεδα, στον γνωστό «χρυσούν αιώνα» του Περικλέους. Ο Περικλής ήταν έφηβος στο δικό μου μυθιστόρημα. Έφηβος και ο Σοφοκλής. Ο Αισχύλος, που τότε ήταν σαράντα πέντε χρονών, ήταν ήδη Μαραθονομάχος, και στο Ξύλινο Τείχος, Σαλαμινομάχος. Η Τραγωδία του «Πέρσες» με βοήθησε αφάνταστα. Είχε όλα τα στοιχεία που χρειαζόμουν, το «υλικό», για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και ήταν γνήσιο, μέσα από τα μάτια του ίδιου του ποιητή, όπως εκείνος τα έζησε τα γεγονότα. Ο Ευριπίδης πάλι ήταν πέντε χρονών και ήταν εκεί, στη Σαλαμίνα, ήταν Σαλαμινεύς ο Ευριπίδης, και δεν γινόταν να μην τον βάλω να τριγυρνά στις βραχοσπηλιές με το κοντό χιτώνιο να το φυσά το θαλασσινό αεράκι.
Όλα αυτά ασκούσαν επάνω μου μια απέραντη σαγήνη, μια γοητεία, κι αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να ζωντανέψω όλον αυτόν τον μακρινό κόσμο, που τον ένιωθα καταργημένο από τον χρόνο αλλά και μαγικά παρόντα. Δεν ήταν εύκολο, όμως ήταν συναρπαστικό. Ήθελα ο κόσμος εκείνος να γίνει μια διάσταση του δικού μας καιρού, μια διάσταση του παρόντα χρόνου της ζωής μας. Και νομίζω πως λίγο τα κατάφερα. Μέσω του εκδότη μου, ήρθε ηλεκτρονικά ένα μήνυμα από κάποιον αναγνώστη που γράφει ακριβώς: «Η αφήγηση των αξιών της εποχής εκείνης με οδήγησε σε απεγκλωβισμό από τα στερεότυπα και αναγκάστηκα να περάσω στη διαδικασία επανεξέτασης των βασικών αρχών της ζωής μου». Αν αυτό το επέτυχα έστω και στο ελάχιστο, δικαιώνεται η προσπάθειά μου. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που θέλησα να παρεμβάλλω μέσα στο κείμενο ατόφιες φράσεις ή διαλόγους στο ίδιο το αρχαίο κείμενο, όπως ειπώθηκαν. Ήθελα να δώσω την «ενιαία» γλώσσα των τριών χιλιάδων χρόνων.
Κι ύστερα, αγαπώ τον τόπο μου. Έδωσα ένα μυθιστόρημα για τη γη, για τον τόπο – που ξεπουλιέται καθημερινά στους λογιών «βαρβάρους», ξεπουλιέται και αφανίζεται σε τούτους τους περίεργους καιρούς που ζούμε.
Η Σπάρτη και όχι η Αθήνα είναι ο τόπος που ξετυλίγεται ο καμβάς της ιστορίας σας. Γιατί αυτό;
Δεν υπάρχει γιατί. Ήταν πιο ελκυστικό να γράψω για τη Σπάρτη, γιατί εκεί υπήρχε η μεγάλη διαφορετικότητα. Το σπαρτιατικό πολίτευμα, και το πόσο μεγαλούργησαν οι Σπαρτιάτες μέσα από αυτό, είναι μοναδικό στην ιστορία. Είναι το «αίνιγμα» για το οποίο μου ζητούσε ο γιος μου να γράψω, από τότε που πήγαινε στο σχολείο. Να γράψω ένα μυθιστόρημα για την αρχαία Σπάρτη. Του είχε κάνει εντύπωση, όταν κάποιος δάσκαλος τους είχε πει το εξής: Όταν κάποτε ο εχθρός περικύκλωσε τη Σπάρτη, και επειδή δεν ήταν τότε τειχισμένη, βγήκαν οι Σπαρτιάτες και στάθηκαν έξω από την πόλη τους σαν ανθρώπινο τείχος, πιασμένοι από το χέρι. Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε από τη θέα αυτή. Στάθηκε κάμποσες ώρες και τους κοίταζε και ύστερα έφυγε.
Το «Ξύλινο Τείχος» όπως όλοι γνωρίζουμε ήταν ο χρησμός
που έδωσε το Μαντείο των Δελφών στους Αθηναίους για το πώς θα σωθούν από τους Πέρσες.
Γιατί το επιλέξατε ως τίτλο και τι σημαίνει στο βιβλίο σας;
Εκείνο που με ενδιέφερε, κυρίως, ήταν το πώς οι «ολίγοι» Έλληνες μπόρεσαν να αντικρούσουν την τρομακτική σε όγκο δύναμη, στρατό και στόλο, του Ξέρξη. Και άξονας αυτής της σπονδυλωτής νίκης ήταν η ευφυϊα τους, ιδιαίτερα η στρατηγική ευφυϊα του Θεμιστοκλή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος να διαδραματίζεται στη Σπάρτη, όμως το κέντρο βάρος της ιδέας του μυθιστορήματος, δηλαδή, της απώθησης του εχθρού, ήταν η ευφυϊα του Θεμιστοκλή. Αυτή καθόρισε την τύχη των μηδικών πολέμων. Και η μάχη των Πλαταιών, σίγουρα, που έκλεισε τον κύκλο των πολέμων αυτών. Όμως η πιο κρίσιμη στιγμή ήταν αυτή της ναυμαχίας. Και όπως γράφω και στο βιβλίο, κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος εάν, τότε, επικρατούσε ο περσικός ιμπεριαλισμός με τα άπειρα πλούτη και το φρόνημα του δούλου. Ήταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, δύο διαφορετικών πολιτισμών, και επεκράτησαν οι «ολίγοι» ελεύθεροι.
Ο κεντρικός αφηγητής του μυθιστορήματος είναι ο Αλκαμένης, ένας είλωτας.
Γιατί επιλέξατε να δούμε την ιστορία μέσα από την μαρτυρία ενός αφανούς ανθρώπου και όχι μέσα από τη σκοπιά ενός μεγάλου ιστορικού προσώπου;
Γιατί εκείνο που με ενδιαφέρει πάντα, όταν γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα, είναι ο άνθρωπος. Ο απλός και ο ανώνυμος. Η ανθρώπινη περιπέτειά του. Ο Αλκαμένης είναι ο είλωτας, είναι ο μελλοθάνατος, είναι ο παρατηρητής, είναι ο πολεμιστής. Το ιστορικό πρόσωπο είναι, κατά βάση, απρόσιτο, ή ακόμα, είναι καθορισμένο από τις πράξεις του. Δεν έχεις ελευθερία να το ταυτίσεις με τον ανώνυμο άνθρωπο που μπορεί να είσαι εσύ ή εγώ ή ο διπλανός μας. Όμως και πάλι, έδωσα τον Αριστόδημο που είναι ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο. Προσπάθησα, από τα στοιχεία που είχα, να πλάσω το πρόσωπό του. Όπως στο μυθιστόρημά μου «Πήραν την Πόλη, πήραν την». Αφηγητής είναι ένα παιδόπουλο που, και εκείνο, έφυγε από τη Λήμνο για να γίνει ο αφοσιωμένος τού αυτοκράτορα. Όμως έπλασα, μυθιστορηματικά, και το πρόσωπο του αυτοκράτορα.
Θυμούμαι πόση αγωνία είχα να δώσω σωστά τον κάθε λόγο του, την κάθε κίνησή του. Το ίδιο και με το άλλο μου ιστορικό μυθιστόρημα τη «Μαρούλα της Λήμνου». Την έπλασα από τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία που είχα όμως με μεγάλη προσοχή, ώστε να έχει συνέπεια η ζωή της με την πράξη της.
Ο Αριστόδημος, βασικός ήρωας του μυθιστορήματος, απαντά στον Αλκαμένη όταν τον ρωτά για το μυστικό του Σπαρτιάτη ότι είναι η «μύηση». Το ίδιο κάνατε κι εσείς;
Μυηθήκατε για να δώσετε την απάντηση της αρχαίας Σπάρτης;
Θα ήταν μεγάλη έπαρση να πω πως μυήθηκα. Προσπάθησα. Αν κατέκτησα έστω και το ελάχιστο από τη «μύηση» που εκείνοι είχαν ως τρόπο ζωής, θα ήμουν ευχαριστημένη. Γιατί αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής τούς έκανε να μεγαλουργήσουν. Εννοώ, να μεγαλουργήσουν με έναν διαφορετικό τρόπο από τους Αθηναίους. Γιατί και οι Αθηναίοι μεγαλούργησαν, με τελείως διαφορετική φιλοσοφία ζωής. Αυτά ήταν δύσκολες προσεγγίσεις. Και ούτε νομίζω πως μπορεί ποτέ κανείς να πει με βεβαιότητα για το πώς ένιωθαν ή ενεργούσαν, να τους κρίνει. Λέω μόνο πως έγραψα το μυθιστόρημα «μυητικά», όμως αυτό είναι διαφορετικό, είναι ο δικός μου εσωτερικός δρόμος, η δική μου εσωτερική γραφή.
Η αγάπη και ο θαυμασμός, που τρέφει ο Αλκαμένης αν και είλωτας
για τον σπαρτιατικό τρόπο σκέψης, αντιπροσωπεύει εν μέρει και τον δικό σας θαυμασμό;
Ναι, βέβαια. Πώς μπορείς να μην τους θαυμάζεις! Και είναι αυτό που λέει ο Αλκαμένης στο τέλος, «τους θαυμάζω αλλά δεν τους καταλαβαίνω». Βλέπετε, προσπάθησα αυτή τη φιλοσοφία ζωής που είχαν να τη δώσω μυθιστορηματικά. Και το κορύφωμα για μένα της αντίληψής τους ήταν το σημείο όπου ο Αριστόδημος, καίτοι αδικημένος και ατιμασμένος, μπόρεσε, με τη λογική τη δική τους, να βγει από την αδικία που του έγινε και την οργή, να βγει από το ενδεχόμενο μίσος που θα του προκαλούσε η περιφρόνηση των συμπατριωτών του, επειδή τυφλός δεν πήγε να σκοτωθεί στη μάχη των Θερμοπυλών. Μόνον έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει ένας Σπαρτιάτης. Γι’ αυτό λέω ότι δεν ήταν εύκολο να δώσω τον Σπαρτιάτη με αυτή την περίεργη αντίληψη ζωής που είχαν.
«Κανείς ποτέ δεν θα καταλάβει αυτό που κάνει τον Σπαρτιάτη να ζει την καθημερινή ζωή του μέσα σε μια τελετουργία των μικρών στιγμών, σε μια ιερή υπέρβαση της ματαιότητας», αναφέρει σε ένα σημείο ο Αριστόδημος. Τελικά πέρα από τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα η μεγαλοσύνη των Ελλήνων βρισκόταν στις μικρές και ασήμαντες καθημερινές τους στιγμές;
Οι ασήμαντες καθημερινές στιγμές προσδιορίζουν την μεγαλοσύνη. Ήταν μια τελετουργία ζωής η ζωή τους. Και, ύστερα από το μυθιστόρημα αυτό, δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικά την αρχαία Σπάρτη. Ούτε την αρχαία Αθήνα. Η φιλοσοφία τους ήταν απόρροια της καθημερινής τους ζωής. Το θέατρο για τους Αθηναίους ήταν η παιδεία τους. Βλέπετε, το μυθιστόρημα τελειώνει επτά χρόνια μετά, τη μέρα που στο θέατρό τους διδάχτηκε η τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσες». Και ενώ πήγαιναν να ζήσουν ξανά τον θρίαμβο της νίκης τους, έζησαν το δέος για την ήττα του εχθρού. Γιατί οι συμφορές δεν είναι δικές μας ή των άλλων. Είναι του ανθρώπου μοναχά.
Μια από τις πιο ωραίες εικόνες στο μυθιστόρημα είναι η περιγραφή της μάχης των Θερμοπυλών και ο τελευταίος λόγος του Λεωνίδα για την τιμή του Σπαρτιάτη. «Εμείς θνητοί περιφρονούμε το φόβο του θανάτου. Αλλά και περιφρονώντας το θάνατο ξεπερνάμε το ανθρώπειο μέτρο».
Μα ήταν κι αυτό μέσα στη φιλοσοφία της ζωής τους. Να ξεπεράσουν τον φόβο του θανάτου. Υπάρχει ένα τραγικό στοιχείο μέσα σε όλα αυτά. Σε όλη τη φιλοσοφία τους υπάρχει το τραγικό στοιχείο. Ο Αριστόδημος θα μπορούσε να ήταν ένας τραγικός ήρωας. Ένας τραγικός ήρωας του Αισχύλου ή του Σοφοκλή. Την ώρα που τον έβλεπα να πηγαίνει χορεύοντας προς τον θάνατο, στη μάχη των Πλαταιών, μου φαινόταν τρισμέγιστος, σαν τραγικός ήρωας που ξεπέρασε το ανθρώπινο μέτρο.
Όταν έγινε μια παρουσίαση του Ξύλινου Τείχους σε ένα βιβλιοπωλείο του Πειραιά, μια φοιτήτρια είπε: “Κάθε βράδυ διαβάζω μια παράγραφο, την ίδια πάντα, γιατί με γαληνεύει, με ηρεμεί από τον αγώνα της ημέρας”. Κι όταν τη ρώτησα ποια παράγραφο, είπε: Ένα απόσπασμα από τον λόγο του Λεωνίδα, εκείνο το ύστατο πρωινό της θυσίας. Μεταξύ άλλων, ο Λεωνίδας είχε πει: “Σήμερα θα πολεμήσουμε ξεπερνώντας το ανθρώπειο μέτρο. Θα δώσουμε αυτό που οι θεοί δεν μπορούν: τη ζωή μας”.
Πόσο δύσκολο ήταν να επιλέξω τα λόγια που θα μπορούσε να πει αυτός ο τρισμέγιστος Σπαρτιάτης το πρωινό εκείνο.
Το μυθιστόρημά σας, αν και ιστορικό, υπερνικά το χρόνο,
μιλώντας μας για το υπέρτατο αγαθό που περιέκλειε η αρχαία ελληνική σκέψη, την αρετή και την τιμή.
Αυτό προσπάθησα να δώσω. Και, πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου εύκολο να δώσεις στους σημερινούς καιρούς μας εκείνες τις αξίες. Να τις δώσεις έτσι που ο αναγνώστης να τις βρει ελκυστικές. Να τις αντιπαραθέσει με τις φθαρμένες σημερινές.
Σε όλο το μυθιστόρημα υπάρχει μια μυστηριακή σχέση με τον θάνατο. Οι Σπαρτιάτες που τον περιφρονούν, ο θάνατος του Αριστόδημου στη μάχη των Πλαταιών που του χάρισε την χαμένη του τιμή, η σχέση του Αλκαμένη, όπως ο ίδιος την ομολογεί με τα μονοπάτια του Άδη.
Μπορείτε να μας προσδιορίσετε αυτή τη σχέση;
Το μεγαλύτερο μέρος της φιλοσοφίας της ζωής μας προσδιορίζεται από τη σχέση μας με τον θάνατο. Αν δεν μιλούσα για τον Άδη και για τους νεκρούς, το μυθιστόρημα θα ήταν ελλιπές. Κι ύστερα, υπάρχουν πράγματα που είναι τα ίδια μέχρι σήμερα. Όπως τα όνειρα. Ο Αλκαμένης ονειρεύεται τη νεκρή μητέρα του. Υπάρχει και το υπερφυσικό στοιχείο. Ο χρησμός. Όταν έγραφα το «Πήραν την Πόλη, πήραν την» είχα μείνει έκπληκτη από τις προφητείες που βρήκα, αυτές τις παλιές, που χίλια χρόνια πριν έλεγαν για το πώς θα έπεφτε η Πόλη. Και επαληθεύτηκαν όλες μία προς μία. Στο μυθιστόρημα αυτό βρήκα μια ίδια εξάρτηση των ανθρώπων από το υπερφυσικό στοιχείο, το υπέρλογο. Από τον χρησμό.
Στη μάχη των Πλαταιών ο Αλκαμένης χαρίζει τη ζωή σε ένα Φοίνικα σύμβουλο του Πέρση βασιλιά.
Τι δείχνει με αυτή την κίνησή του;
Ό,τι και ο λόγος του Παυσανία, όταν είδε τους χιλιάδες νεκρούς και είπε: «Βάρβαροι μεν, άνθρωποι δε».
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην μείνει ανεπηρέαστος από την ποιητικότητα του κειμένου. Τι προσέξατε στη γλώσσα και το ύφος του μυθιστορήματος και γιατί μερικές φορές επιλέγετε τη χρήση αρχαίων λέξεων όπως για παράδειγμα «στρωμνή»;
Αφού ο αφηγητής ζει στην ίδια εκείνη εποχή δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί τις λέξεις της καθημερινότητάς του. Για σκεφθείτε να έλεγε «ένα ποτήρι» νερό αντί για μια «κοτύλη». Ή να έλεγε «τόσα χιλιόμετρα», όταν εκείνοι μετρούσαν με στάδια. Ή να έλεγε τον μήνα «Αύγουστο ή Ιούλιο», όταν εκείνοι είχαν διαφορετικούς μήνες και μετρούσαν τον χρόνο με τις ολυμπιάδες.
Γι’ αυτό μιλάμε για ένα δύσκολο μυθιστόρημα. Όμως αν μπόρεσα να φέρω τη μακρινή εκείνη εποχή ως τις μέρες μας. Αν μπόρεσα να δώσω μια ζωντανή εικόνα από τη ζωή και τις αξίες εκείνες, ιδιαίτερα στα νέα παιδιά που από το σχολείο τους μαθαίνουν τόσο αφηρημένα και αόριστα τον αρχαίο κόσμο. Αν μπόρεσα να δώσω στα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα το πραγματικό τους μέγεθος, όταν όλα γύρω τα σμικρύνουν και τα ευτελίζουν. Τότε, θα πω πως το δύσκολο αυτό έργο με τη σκληρή δουλειά, άξιζε τον κόπο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή, την 1 Ιουλίου 2006,
με τίτλο «Η χαμένη μνήμη του αίματος»
Η Ειρήνη Μπέλλα είναι δημοσιογράφος