Ένας περιπλανώμενος ποιητής του 13ου αιώνα
H “Σκόνη του κόσμου” είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα και φιλέλληνα Jacques Lacarrière, που αυτές τις μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. ΄Υστερα από την “Μαρία την Αιγυπτία”, εκείνο το μυθιστορηματικό ποίημα της ερήμου, και ύστερα από μια σειρά βιβλίων βιογραφικών αλλά και φιλοσοφικού στοχασμού, όπως “Συγγραφική πορεία”, “Πρόσωπα του Άθω”, “Τα φτερά του Ίκαρου”, κι ακόμα, ύστερα από το επίπονο έργο της μετάφρασης του Ακάθιστου Ύμνου, ο Zacques Lacarrière εμφανίζεται με ένα νέο ποιητικό και αυτή τη φορά μυθιστόρημα, διαπνεόμενο από τις ίδιες αναζητήσεις της Μαρίας της Αιγυπτίας, και γραμμένο με το ίδιο πάθος των υπαρξιακών ερωτημάτων. Μόνο που αυτή τη φορά η ασκητεία της ανθρώπινης ύπαρξης, ως οδός άγουσα στην υπερβατική αλήθεια, δεν εστιάζεται στους αναχωρητές της ερήμου ή στις σκήτες του Άθω, αλλά στην Ανατολία, στην ταπεινή ζωή ενός ασίκη, ενός περιπλανώμενου ποιητή τροβαδούρου του 13ου αιώνα, του Γιουνούς Εμρέ.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Lacarrière, σε ολόκληρο σχεδόν το συγγραφικό έργο του, αναζητά μια υπερβατική αλήθεια, μια μεταφυσική απόκριση, αναζητά τους δρόμους που οδηγούν προς τη θέωση, βιώνει ο ίδιος αυτούς τους επώδυνους δρόμους της ασκητείας, γέννημα και θρέμμα του δυτικού μηδενισμού, αλλά και εραστής των ασκητικών οραμάτων και του θεϊκού δέους. Δεν είναι τυχαίο ότι τον γοητεύουν ασκητικοί χώροι, όπως ο Άθως ή η έρημος των αναχωρητών, όπως η στέπα.
Πλάνητας της ζωής
Η φιλοσοφική θέση του είναι δεδομένη, μέσα από το έργο του: Συνάθροιση και διάλυση σκόνης, ο άνθρωπος. Ωστόσο, είναι φανερό πως προσπαθεί να φτάσει στο βαθύτερο μυστήριο που κρύβουν τα πράγματα, στο κεκρυμμένο φως που τα περιρρέει, στην άρρητη αλήθεια τους. Πλάνητας της ζωής και της διανόησης ο ίδιος, ποιητής και στοχαστής, χρησιμοποιεί για ήρωες των μυθιστορημάτων του δύο πρόσωπα της ασκητικής περιπλάνησης. Άλλωστε, ολόκληρο το έργο του, από του “Ένθεους” και τους “Γνωστικούς” ακόμα, το σημαδεύει η βίωση μιας προσωπικής ασκητείας. “Περιπλάνηση και συγγραφή υπήρξαν για μένα οι δύο βασικοί δρόμοι συνάντησης με τους άλλους και αυτογνωσίας”, γράφει στην “Συγγραφική πορεία”. Άλλωστε, πιστεύω πως γι’ αυτό αγάπησε την Ελλάδα. Του πρόσφερε τον τόπο των περιπλανήσεών του, τη μαρτυρία και τα οράματα ενός πολιτισμού που τον έθελγαν, του πρόσφερε τον τετρακισχιλιετή χρόνο της, το ταξίδι στη γλώσσα και στις πέτρες των επιγραφών, το ταξίδι στον μύθο, στη δελφική ιδέα. Κι ακόμα, του πρόσφερε την περιπλάνηση στην ασκητεία του Άθω, στις κρύπτες των μοναχών. Σίγουρα, ο Jacaues Lacqrriθre αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του και της ανθρώπινης περιπέτειάς του στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού έργου του. Όμως και η Ελλάδα του χάρισε το ταξίδι της γνώσης, το μυθικό ταξίδι του Οδυσσέα. Και αν την περιδιάβηκε λιθάρι λιθάρι και λέξη λέξη, από τον Όμηρο έως τον Ακάθιστο Ύμνο, και από τα μοναστήρια του Άθω και τα σπασμένα μάρμαρα έως τη σύγχρονη ποίησή της, είναι γιατί ο ίδιος ένιωθε Έλληνας, ή Ελληνικός, όπως αυτοαποκαλείται, αφού, όπως λέει : “ανήκεις σε μια χώρα όταν διαδηλώνεις γι’ αυτήν”.
Και σίγουρα, τον τιμούν οι απειράριθμες διαδηλώσεις που έκανε, στα χρόνια της χούντας. “Επτά χρόνια στη διάρκεια των οποίων εγώ αγωνιζόμουν στο πλευρό των εξόριστων Ελλήνων με όλα τα δυνατά μέσα”, γράφει στη “Συγγραφική πορεία”. Και έτσι είναι.Στη “Σκόνη του κόσμου” , όπως και στη “Μαρία την Αιγυπτία”, ο Λακαριέρ κινείται σε δύο επίπεδα. Το ένα ξετυλίγει την περιπέτεια του προσώπου, τις εσωτερικές διαδρομές, την εξελικτική πορεία προς το ζητούμενο που είναι η τελική γνώση, η τελική αλήθεια του κόσμου και της ύπαρξης, του Θεού. Στο άλλο επίπεδο του μυθιστορήματος, σκιαγραφείται ο ιστορικός περίγυρος, η εποχή, οι θρησκευτικές δοξασίες, η πολιτική των ηγεμόνων, οι μετακινήσεις των λαών, είτε από κατακτητικές επιδρομές είτε από ιδεολογικές πεποιθήσεις. Και πάντα με αναφορές στον σύγχρονο προβληματισμό, με ευφυείς αναφορές στον σύγχρονο άνθρωπο.
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται τον 13ο αιώνα, όταν στην Ανατολία κυριαρχούσαν από τη μια οι γόνοι των Σελτζουκίδων σουλτάνων, που προσπαθούσαν να στεριώσουν τις νομαδικές φυλές των λαών τους σε πόλεις και χωριά, και από την άλλη οι ατέλειωτες ορδές των Μογγόλων κατακτητών, που καραδοκούσαν να εισβάλουν και να τους αφανίσουν.
Ο Γιουνούς Εμρέ, ο δερβίσης τροβαδούρος ποιητής, ο ασίκης, σ’ εκείνη την ταραγμένη εποχή των μετακινήσεων και της μογγολικής απειλής, εποχή των ανερχόμενων σουλτανάτων και των θρύλων, με τους οποίους προσπαθούσαν να γαλουχήσουν τον λαό τους, ζει τον δικό του κόσμο, μια περιπλάνηση αναζήτησης του Θεού και της αλήθειας, της φωτισμένης γνώσης. Όπως αναφέρει ο Λακαριέρ, “Ο Γιουνούς είναι μια υποδειγματική μορφή ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια”. Και ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι “ ένα ταξίδι στην καρδιά του ανθρώπου, που παίρνει τη μορφή μύθου”.“Έλα να γνωριστούμε, λέει ο Γιουνούς Εμρέ στα τραγούδια του, να κάμουμε εύκολο το δύσκολο / ν’ αγαπήσουμε και να προσπαθήσουμε ν’ αγαπηθούμε / αυτός ο κόσμος σε κανένα δεν ανήκει”
Στην αρχή του μυθιστορήματος, βλέπουμε τον Γιουνούς να χτυπά απεγνωσμένα την πόρτα ενός τεκέ και να περιμένει να του ανοίξουν. Τεκές ήταν ο τόπος λατρείας και προσευχής, θρησκευτικής τελετουργίας, ένας τόπος όπου μπορούσες να αισθανθείς την οσμή του Απείρου. Εκεί υπήρχε πάντα κάποιος δάσκαλος, κάποιος Αγαπημένος, ο Μεβλανά, που είχε φτάσει ήδη στην πνευματική τελείωση, στην καρδιά της γνώσης, και μπορούσε να επιβληθεί στην ύλη, κάνοντας διάφορα θαύματα.
Μέρες ολόκληρες χτυπά την πόρτα ο Γιουνούς. Κι όταν ανοίγει, ο Μεβλανά τον υποδέχεται σαν άτομο που θα αφοσιωθεί στην περιπέτεια του διαλογισμού και της αναζήτησης της αλήθειας. Και αυτό πρέπει να το κάμει μόνος. Όμως ο Γιουνούς δεν ξέρει. Και αρχίζει από τα πιο ταπεινά πράγματα. Παίρνει τη σκούπα και κάθε πρωί σαρώνει την αυλή του τεκέ. Η σκόνη της σκούπας είναι το πρώτο στοιχείο, “το άστατο και φευγαλέο”, του διαλογισμού του. Από εκεί ξεκινά το Άπειρο που θα κατακτήσει, η περιπλάνησή του, ανάμεσα στο μυστήριο του υλικού κόσμου και στο μυστήριο που καλύπτει την ανθρώπινη ψυχή. Αυτή η πορεία του Γιουνούς προς την τελείωση, μια πορεία επώδυνη, πεισματική, είναι μαζί και ασκητεία και απέραντη μοναξιά, απέραντη σιωπή, που την διαπερνά μόνον η μακρινή ηχώ της έρημης στέπας και η εσωτερική φωνή, η διαίσθηση του κόσμου και της ύπαρξης. Με λόγο βαθιά ποιητικό, λόγο μιας εύθραυστης κρυστάλλινης αντήχησης, ο Λακαριέρ δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα μαγείας, ένα μυθικό σύμπαν όπου κυριαρχεί το μαγικό στοιχείο, το εξωλογικό, η επαλήθευση των θρύλων της Ανατολίας στη ζωή των Μεβλανά. Μια θαυμαστή υπερρεαλιστική σύζευξη του μυθικού με τις νοητικές εκείνες δυνάμεις, που έφτασαν σε τέτοιο στάδιο εσωτερικής γνώσης ώστε να εξουσιάζουν τον υλικό κόσμο. Και αφού ο Γιουνούς, στο τέλος πια της περιπλάνησής του, φτάνει στην καρδιά της αλήθειας που με τόσο πάθος αναζήτησε, αφού γίνεται ο ίδιος ένας Αποκεκαλυμμένος, τότε φτάνει σε μια οδυνηρή διαπίστωση: Τόσο απορροφήθηκε από την υλικότητα του κόσμου και από την αγάπη του για τους άλλους, που έγινε ο Κανένας. Έχασε το όνομά του, τη σκιά του, το πρόσωπό του. Και λέει στο τελευταίο του τραγούδι:“Ήταν ο Θεός που λαχταρούσα. Τον βρήκα. Και μετά;
Ναι, βυθίστηκα στη γνώση των μυημένων. Και μετά;”
Η μετάφραση του Μίνωα Πόθου απέδωσε με πολλή ευαισθησία το ποιητικό κλίμα του μυθιστορήματος, διατηρώντας το υψηλό επίπεδο του λόγου.
Καθημερινή, 18 Απριλίου 2000.
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Ένας περιπλανώμενος ποιητής του 13ου αιώνα
Μετάφραση του Μίνωα Πόθου