Τα πουλιά κρυώνουν σήμερα, βρέχει
Ένας ασήμαντος κόκκος νόηση
στην ταραγμένη άβυσσο
μια μάταιη φωνή στον όγκο
της σιωπής»
“Στους ταραγμένους καιρούς μας”
Ας δώσουμε λοιπόν τον τελευταίο όρκο μας, όρκο μιας νέας συνάντησης, ας τον χαράξουμε πάνω στο σώμα μας, έτσι που να τον βρούμε ακέραιο στην περιπλάνηση της νέας χιλιετίας. ΄Εναν όρκο που να περιέχει την ψυχή μας, με την μελαγχολία του βροχερού απογεύματος και την ανάμνηση της αγάπης μας. Σε λίγο θα σκεφτόμαστε μέσα από μικρά θαυματουργά τσιπάκια φυτεμένα στο μυαλό μας, το άκουσες κι εσύ; Σε λίγο θα ζούμε τη μελαγχολία μας ή τη νοσταλγία των αγαπημένων μας, πατώντας ωραία χρωματιστά πλήκτρα ή μοντέρνα κουμπιά, το άκουσες κι αυτό; Και κάποιος μαγικός προγραμματισμός θα μας “σώζει”, λέει, κάθε που είναι να ζήσουμε μια ακόμα μέρα. Όμως θα είναι δύσκολο να σε βλέπω ανάμεσα στις κινήσεις των υπολογιστών, δύσκολο να σ’ αγγίζω, θα μας χωρίζουν οι χαμένες διαστάσεις μας, αυτές οι ατροφικές καμπύλες της ύλης, που θα παραμορφώσουν τον χώρο, το άκουσες; Θα καταργήσουν τον χρόνο, θα τον περιορίσουν στη μία του διάσταση, το άκουσες; Το άκουσες; Σαν να μας πάτησαν ξαφνικά πάνω στο χαρτί, θα έχουμε τις διαστάσεις μιας ζωγραφιάς πάνω στο χαρτί, και δεν φτάνει να πούμε δεν θέλω, δεν φτάνει να πούμε, όχι, εγώ προτιμώ να περπατώ σ’ ένα δρομάκο, πλάι στη θάλασσα, και να ψιχαλίζει, δεν φτάνει, σου λέω. Πρέπει να το φωνάξουμε από τώρα, εμείς τη συνάντησή μας τη θέλουμε σ’ ένα δρόμο αληθινό, με δέντρα στις άκρες, με πουλιά αληθινά, με νότισμα βροχής, δεν θέλουμε, όχι, να μας πατάνε σαν μαγικό πλήκτρο ή σαν κρυφό κωδικό, για να περιπλανηθούμε στη φαντασία κάποιων τρελών, μια φαντασία σχεδιασμένη με όλες τις φαντασμαγορικές παγίδες του ανατέλλοντος κόσμου! Σκέτη ψευδαίσθηση, άκουσέ με, σκέτη απάτη. Γι’ αυτό, σου λέω, να χαράξουμε τον όρκο πάνω στη σάρκα μας, μας ανήκει ακόμα, να τον χαράξουμε ανεξίτηλα, έτσι που να αντισταθούμε στη μαγεία των πλήκτρων, να φυλάξουμε έναν δικό μας κωδικό που να μας σώζει, save as… save as… Πρέπει να σώσουμε τις αναμνήσεις μας, το βράδυ εκείνο που γνωριστήκαμε, που αγαπηθήκαμε, μου κρατούσες το χέρι και δίπλα μας φλοίσβιζε το κύμα, δεν μπορούν να πατούν delete στη ζωή μας έτσι ξαφνικά, στις μνήμες μας, να μας μεταμορφώνουν σε απουσία, δεν θέλω, μ’ ακούς; Έχω ανάγκη να σε βλέπω, όταν μου μιλάς, να νιώθω την οσμή της σάρκας σου, τα κύματα της φωνής σου, αρνούμαι να ζήσω την περιπέτειά μας στους μοναχικούς διαδρόμους των micros, σαν ένα μόριο κι εγώ, σαν μια ελάχιστη μοριακή ύλη, που θα περιπλανιέται ανάμεσα στα save και τα delete, θα περιπλανιέται απρόσωπο και ρέμπελο και θα σε αναζητά. Εγώ θέλω να ζήσω τον φόβο μου απόψε, να ξενυχτίσω τη μοναξιά μου, τις ρυτίδες μου, παραμονή αυτής της μαγικής χιλιετίας που αύριο ξημερώνει. Θέλω να δω πόσο περίσσεψα από τις διαστάσεις της ζωής μου, πόσο χωρώ στην αγωνία μου, σ’ αυτή τη μεγάλη αγρυπνία του πόνου, μ’ ακούς; Θέλω να ζήσω τα χαμένα μου όνειρα, να κλάψω, ύστερα να σου απλώσω το χέρι και να ξέρω πως κάπου θα βρω το δικό σου, όσο ακόμα είναι καιρός. Γι’ αυτό, σου λέω, πρέπει να βιαστείς, οι διαστάσεις μας στενεύουν, λένε πως ο καινούριος αιώνας θ’ αλλάξει τον κόσμο, όμως εγώ αγαπώ την αγριοπρουνιά που φαίνεται από το παράθυρό μου, ελπίζω να μη μου την ξεριζώσει αυτός ο νέος αιώνας που ανατέλλει ακάθεκτος, σέρνοντας όλες τις προφητείες και τις αλχημείες σαν πελώρια ουρά, όλες τις εξαγγελίες του τρόμου. Ελπίζω να μου αφήσει την αγριοπρουνιά και τις αναμνήσεις μου. Και να σεβαστεί τη μελλοντική μας συνάντηση, όταν οι χαμένες μας διαστάσεις εξεγερθούν – γιατί θα εξεγερθούν, θα το δεις, θα είναι η εξέγερση του χάους, η εξέγερση των μαθηματικών που κοιμούνται μέσα σ’ αυτό το υπνοφόρο χάος, και τότε θα περπατάει στο δρόμο γυμνή η παραφροσύνη – ε, άι στα κομμάτια, τους βαρεθήκαμε πια τους προφήτες. Σου έλεγα, να σεβαστεί τη μελλοντική μας συνάντηση, αυτό μόνο. Έχω ανάγκη να δω κάπου το πρόσωπό μου, όταν όλοι οι καθρέφτες θα κείτονται σπασμένοι στα πόδια μας. Να δω αν θα μοιάζω με δέντρο ή με πουλί. Ή αν θα είμαι ένα θλιμμένο μόριο ριγμένο στην τύχη μέσα στο κενό. Μόνο που δεν ορίσαμε ακόμα τον τόπο και τον χρόνο, λοιπόν, να θυμάσαι, ραντεβού στο σημείο που το λουλούδι γίνεται πιο μεγάλο από το βουνό, εκεί θα σε περιμένω, στο σημείο που ο άνθρωπος γίνεται πιο μικρός από το λουλούδι – για να πούμε παραλλαγμένο και τον στίχο του ποιητή – μια και οι αναλογίες όλες θα ανατραπούν από φόβο μπρος τον νέο αιώνα, οι αναλογίες και οι διάρκειες.
Να θυμάσαι, λοιπόν.
Ακριβώς στο σημείο και στην ώρα που το λουλούδι γίνεται πιο μεγάλο από το βουνό, γιατί το θαύμα, ξέρεις, δεν το τρομάζει καμιά καινούρια χιλιετία, όσες ουρές και αν κουβαλά πίσω της, καληνύχτα.
Το θαύμα είναι η δική μας αναρχία, μια αναρχία υπαρξιακή, μεταφυσική, ερωτική, γι’ αυτό να θυμάσαι τον όρκο μας, καληνύχτα, σου λέω.
Και όσα σου πουν περί ευημερίας και ευταξίας, μην τα πιστέψεις.
Ευχήσου μόνο να είναι ο δρόμος που θα συναντηθούμε πραγματικός και να σου κρατώ το χέρι, ξημερώνει, θαρρώ, καλημέρα.
Τα πουλιά κοιμούνται ακόμα τρομαγμένα από τα χτεσινά βεγγαλικά της χιλιετίας.
Και κρυώνουν.
Τα πουλιά κρυώνουν σήμερα, βρέχει.
Καλημέρα, σου λέω.
Έθνος της Κυριακής, 1 Ιανουαρίου 2000
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: «Θέλω να ξενυχτίσω τη μοναξιά μου απόψε, μ’ ακούς;»
Το θέμα του Αφιερώματος ήταν: «Η νέα χιλιετία»