Το Μοναχικό Άστρο
Περιμένω να σου πω το παραμύθι
που γράφουν για σένα τα πουλιά
και οι νύχτες του φεγγαριού
«Το Φως του Προσώπου σου»
Ήταν εκείνος ο μύθος που με είχε μαγέψει. Κάθε χίλια χρόνια, έλεγε, ένα παιδί ανεβαίνει στο άστρο του και μαζεύει όλη τη σοφία από τους μακρινούς γαλαξίες. Κι εγώ έψαχνα νύχτες ατέλειωτες τ’ αστέρια, να βρω το μοναχικό άστρο που πάνω του ζούσε το μοναχικό παιδί.
Ώσπου μια νύχτα είδα δυο γραμμές φωτεινές να διασχίζουν τον ουρανό, δυο άστρα που έτρεχαν και σχημάτιζαν κινούμενα αυλάκια φωτιάς. Φόρεσα γρήγορα τις μπότες και το παλτό μου, γιατί η νύχτα ήταν χειμωνιάτικη, παγωμένη, κι έτρεξα στο πιο κοντινό σημείο του ουρανού. Απόψε είναι η τυχερή νύχτα μου, σκέφθηκα, και περίμενα με αγωνία.
Ευτυχώς δεν φυσούσε αέρας και ούτε έβρεχε – αν και ο καιρός από το πρωί ήταν στη βροχή.
Μάταια. Τα λιωμένα κινούμενα αστέρια χάθηκαν ανάμεσα στα άπειρα άλλα, δεν μπορούσα τίποτα να διακρίνω. Και τότε αναρωτήθηκα πόσο χρονών είμαι. Μήπως έπρεπε να είμαι παιδί για να μπορέσω να τα δω;
Τρέχω στο σπίτι και παίρνω μια μεγάλη φωτογραφία της παιδικής μου ηλικίας. Απόψε όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά, φωνάζω. Απόψε είμαι ξανά το παιδί που μαγεύτηκε από το παραμύθι. Η νύχτα εκείνη δεν πέθανε, την κουβαλώ μέσα μου λαμπερή και με πονά, θέλω να δω το μοναχικό παιδί πάνω στο μοναχικό άστρο.
Μπορεί και να ήταν όνειρο. Από την αρχή, ένα μεγάλο, μαγικό όνειρο.
Τα δυο άστρα ήρθαν και στάθηκαν μπροστά μου, απέραντα και λυπημένα. Δεν κυλούσαν πια στο σκοτεινό στερέωμα, αφήνοντας εκείνη την ουρά της φωτιάς, αλλά απλώθηκαν μπροστά μου, δυο μικροί ερημικοί πλανήτες. Στον έναν καθόταν ένα αδύνατο παιδί, που κρατούσε στο χέρι ένα τετράδιο κι ένα μολύβι. Στον άλλον, ήταν ένας γέροντας με μακριά άσπρα γένια που κρέμονταν από τις άκρες του άστρου.
Δεν μ’ έβλεπαν, ή έτσι τουλάχιστο νόμιζα. Κι ούτε άκουγαν τη φωνή μου που φώναζα. Σαν να υπήρχαν σε μιαν άλλη πραγματικότητα από τη δική μου. Το παιδί ήταν λυπημένο, απ’ όσο μπορούσα να διακρίνω, κι ο γέροντας αδιάφορος, σαν Σοφός.
“Λοιπόν, τι νέα μας φέρνεις από τη Γη;” ρωτάει αυτός που μοιάζει με Σοφό.
“Εγώ δεν ξέρω πολλά νέα, απαντά το παιδί, οι άνθρωποι τρέχουν, σαν να κυνηγάει ο ένας τον άλλον… αν αυτό είναι νέο”.
“Και γιατί τρέχουν;” ρωτά πάλι ο Σοφός.
“Θέλουν να προφτάσουν τον χρόνο… ο χρόνος τρέχει και τον κυνηγούν…”, λέει το παιδί.
Ο σοφός κάνει έναν αδιάφορο μορφασμό.
“Δεν ξέρουν πως ο χρόνος δεν υπάρχει… πως αυτό που ορίζουν είναι μονάχα η μία μοναχική στιγμή…”
“Ψάχνουν να βρουν το μυστικό της αθανασίας, αυτή την ευτυχία ζητούν… Όμως, πες μου, εσύ που είσαι σοφός, αν θα το βρουν…”
Οι μικροί πλανήτες κουνήθηκαν από το τρανταχτό γέλιο του.
“Κάθισε να σου πω μια ιστορία… Μου την είπε ο Αιώνας, μόλις πάτησα το πόδι μου στον πλανήτη…”
Το παιδί κάθισε στην άκρη του άστρου του, κι η ψυχή μου έτρεμε μην πέσει, μη φυσήξει κανένα αεράκι και το παρασύρει.
“Σ’ αυτό το άστρο που τώρα είσαι εσύ, κατοικούσε ένας αθάνατος – έτσι τουλάχιστο έλεγε πως ήταν. Και έκανε μια συμφωνία με τον Χρόνο, να τον πάει πίσω. Δεν του έφτανε που είχε όλο το μέλλον δικό του, ήθελε και όλο το παρελθόν, όλη την ιστορία του κόσμου. Και ο Χρόνος σάρκασε και είπε, δικό σου και όλο το παρελθόν. Όμως μην έρθεις να με παρακαλέσεις να σε σώσω από αυτό που ζήτησες. Ο αθάνατος τόσο πολύ το ήθελε που δέχτηκε τη συμφωνία. Και τότε ο Χρόνος του έδωσε ένα απέραντο χαλί, υφασμένο με αστροκλωστές και ήχους παλιούς από τους πρώτους στεναγμούς της Γης, και του είπε, θα ξηλώνεις το χαλί αυτό και θα πηγαίνεις πίσω…”
Το παιδί άκουγε με ενδιαφέρον. Τα μεγάλα λυπημένα μάτια του άστραφταν σαν τη λάμψη των μακρινών άστρων.
“Και μετά;”
“Ακόμα ξηλώνει το μυστηριώδες χαλί που του έδωσε ο Χρόνος. Έφτασε στα σπήλαια, έφαγε τη σούπα των πρωτόγονων, ντύθηκε με το δέρμα άγριου βουβαλιού… και πού να σταματήσει… Λίγο πριν έρθεις εδώ, έμαθα πως μπήκε στις πρώτες παλίρροιες, όταν τα βουνά έρεαν αγκαλιασμένα με τα ποτάμια…”
Το παιδί έμεινε σκεφτικό κάμποση ώρα, ύστερα είπε:
“Είναι γιατί ζήτησε το παρελθόν. Όμως οι άνθρωποι της Γης απ’ όσο ξέρω δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το παρελθόν… αυτό το έχουν ξεχάσει. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να γίνουν αθάνατοι για το μέλλον…”
Τρίβει τα γένια του ο Σοφός. Τον αναστάτωσε τούτη η είδηση. Έχει γούστο να τα καταφέρουν και ν’ αρχίσουν να διεκδικούν και τους πλανήτες του ουρανού, έμοιαζε να λέει η όψη του.
“Γιατί κρατάς μολύβι και χαρτί; Θα γράψεις γράμμα;” ρωτά.
Το παιδί ντράπηκε για την τρυφερότητα που ένιωθε. Σκεφτόταν να γράψει ένα γράμμα στους φίλους του. Κάθε χρόνο σαν σήμερα έβγαιναν μαζί και έλεγαν τα κάλαντα. Όμως δεν ήξερε και τι να τους πει. Το άστρο του ήταν τόσο μοναχικό, δεν έβρισκε τίποτα το ενδιαφέρον. Το μόνο που σκεφτόταν να τους γράψει ήταν πώς έβλεπε από εκεί ψηλά τη Γη τυλιγμένη σε πυκνές ομίχλες. Κι εκείνο που τον στεναχωρούσε ήταν ότι δεν μπορούσε να διακρίνει τη γειτονιά του, τον δρόμο που έπαιρνε να πάει στο σχολείο.
Ήθελε ακόμα να γράψει ένα γράμμα σε μια μικρή χελώνα που είχε στην αυλή του, όμως αυτή έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβαινε. Κι ούτε η μάνα του θα καταλάβαινε. Την ώρα που τον έπαιρνε το Άστρο, εκείνη ήταν πανευτυχής, γιατί της είπαν πως θα γίνει αθάνατος.
Από τα λυπημένα μάτια του κύλησε ένα δάκρυ. Ήταν πολύ μόνος. Αν αυτή είναι η αθανασία, τότε προτιμούσε τους φίλους του και τη χελώνα.
Ο Σοφός μάντεψε τη λύπη του παιδιού. Και στην αγωνία του μην του φύγει και μείνει πάλι μόνος ανάμεσα στ’ αστέρια, ανασηκώθηκε ευθύς και πλησίασε το άστρο του κοντά σ’ αυτό του παιδιού.
“Έχεις εμένα… δεν είσαι μόνος”, του λέει.
Το παιδί τον κοίταξε σοβαρό.
“Κι εσύ ποιος είσαι;” τον ρωτά.
“Η σοφία των γαλαξιών… εγώ ξέρω τα μυστικά τους… αιώνες τα μελετώ…”
Το παιδί χαμογέλασε μελαγχολικά, με το δάκρυ να λαμπυρίζει ακόμα στα μάτια του.
“Και τι να την κάνω τη σοφία των γαλαξιών και τα μυστικά τους… Εγώ προτιμώ να έπαιζα τώρα με τους φίλους μου… Κι αν δεν έβρεχε σήμερα θα βγαίναμε για τα κάλαντα… ή μπορεί και να βγαίναμε και με τη βροχή… Ύστερα, θα μαζεύαμε τα κατοστάρικα και θα παίρναμε ένα δώρο για τον καθένα… Εγώ ονειρευόμουν ένα ποδήλατο…”
Ο γέρος έμεινε άφωνος.
Τούτο το παιδί ήταν πιο σοφό από κείνον.
Οι στιγμές που λαχταρούσε να ζήσει είχαν μεγαλύτερη αξία από τα μυστικά των γαλαξιών. Μόνο που εκείνος είχε ξεχάσει τις μικρές χαρές της ζωής που ήταν και οι πιο μεγάλες.
Έξυσε τα γένια του που κρέμονταν από τον μικρό πλανήτη του σαν διαστημικά δάκρυα και έμεινε για λίγο συλλογισμένος.
Ύστερα, κούνησε το κεφάλι του.
“Γράψε λοιπόν το γράμμα που θέλεις… γράψε αυτά που μου είπες, όπως τα είπες… ”, λέει.
Και το παιδί άρχισε να γράφει με κάτι χεράκια που έτρεμαν από το κρύο και την υγρασία.
“Αγαπητή Γη,
Να ξέρεις πως από ’δω πάνω φαίνεσαι μια σταλιά, κι ας θέλεις να βρεις το μυστικό της αθανασίας. Αυτή η μαύρη ομίχλη που σε σκεπάζει δεν μ’ αφήνει να σε δω καθαρά. Ένα μαύρο σύννεφο σαν να σε τρώει. Κι από τους ήχους που βγάζεις δεν ακούγεται εδώ πάνω παρά μονάχα ένα μεγάλο άγριο μουκανητό από τις κακόμοιρες τις αγελάδες σου που τις τρέλανε η πολλή σοφία. Πες στους φίλους μου, στον Αντρέα και τον Μιχάλη, να μη γίνουν ποτέ σοφοί. Κι ούτε αθάνατοι. Ήταν κι άλλος ένας, πες τους, που ήθελε να γίνει αθάνατος, κι ακόμα ξηλώνει το απέραντο χαλί και τρώει κόκαλα με τους πρωτόγονους. Να βγούνε να παίξουν μπάλα, μόνο αυτό να τους πεις, κι αν πάνε για κάλαντα, να μου φυλάξουν κι εμένα το μερτικό μου. Θα βρω τρόπο, πες τους, να ’ρθω ξανά, νιώθω πολύ μονάχος εδώ πάνω, προτιμώ την αυλή του σπιτιού μου με τη χελώνα. Τους ασπάζομαι όλους.”
Ο γέρος συγκινήθηκε. Αιώνες είχε να συγκινηθεί. Και πλησίασε ακόμα πιο πολύ το άστρο του κοντά στο παιδί.
“Και μια ευχή… σήμερα είναι ημέρα ευχών… πες τους μια ευχή”, λέει.
Και το παιδί, με την αθωότητα στα μάτια και το τρυφερό δάκρυ, συμπλήρωσε:
“Να τους δω άλλη μια φορά όλους εκείνους που αγαπώ… αυτή είναι η ευχή μου, πες τους, και να πω και φέτος τα κάλαντα, να προφτάσω. Πες ακόμα να βάλουν νερό στη χελώνα μου… μη ξεχάσεις, σε παρακαλώ».
Από το Μοναχικό Άστρο.
Έθνος της Κυριακής, 6 Ιανουαρίου 2001
Το θέμα ήταν: «Η μοναξιά»