Κάτω στο ποτάμι με τα άσπρα νερά
Οι αναμνήσεις μένουν απέξω
τα φθινόπωρα οι επιστολές τα δάκρυα
όλα απέξω
η απολύμανση μόνο και ο κωδικός
επιτρέπονται
«Και θέα προς το Αμίλητο»
Ώρες τώρα περπατάει μονάχη της. Μπορεί και μέρες. Εβδομάδες. Κάτι ζητά. Μα το ξέχασε. Δεν κοιμάται. Δεν τρώει. Διψά μόνο. Μια δίψα που της ξεριζώνει τα σωθικά. Κι αν τύχει και βρεθεί κοντά σε πηγή, το νερό γίνεται στάχτη. Μόνο το ποτάμι που περνά δίπλα της έχει άσπρα καθαρά νερά. Όμως δεν μπορεί να το φτάσει. Όσο κι αν προσπαθεί, το ποτάμι γλιστρά και φεύγει, απομακρύνεται. Και ονειρεύεται μια μέρα να μπει ολόκληρη στα άσπρα καθαρά νερά, να την πάρουν μαζί τους.
Δεν θυμάται πώς έφτασε εδώ. Κάτι έγινε. Κάτι τρομακτικό. Όμως το ξέχασε. Δεν θυμάται τίποτα από τη ζωή της παρά μόνο εκείνη την τρομακτική στιγμή που ο θάνατος ήταν δίπλα της και της άπλωνε το χέρι. Θυμάται ακόμα και τη σκέψη που έκανε. Αν επιζήσω, είπε, η ζωή μου θα έχει πια άλλο νόημα. Αν επιζήσω, θα ξέρω τι σημαίνει η μία μοναχική στιγμή που σου χαρίζει το θαύμα του κόσμου.
Γι’ αυτή τη μία μοναχική στιγμή θέλω να επιζήσω, συλλογίζεται, και ας μην θυμάμαι τι σημαίνει αυτό. Σιγά σιγά θα ’ρθουν οι μνήμες, λέει, κι από τα μάτια της κυλούν τα δάκρυα.
Η πλαγιά όπου περπατά είναι κακοτράχαλη και σαν να γέρνει από τη μια μεριά. Το χώμα της ασπριδερό και ξερό, με ραγάδες βαθιές, σαν ρυτίδες, και μελαγχολικούς ασφοδελούς. Μόνο το ποτάμι που κυλά δίπλα της με τα άσπρα καθαρά νερά την σαγηνεύει. Εκεί θα τα ξεχάσει όλα, είναι σίγουρη, μόνο να φτάσει στην όχθη του. Τόσο κοντά της φαίνεται, διακρίνει ακόμα και τα νερολούλουδα στην αμμουδερή του όχθη. Και κάτι βάρκες μυτερές που πάνε κι έρχονται μέσα στην ομίχλη.
Τώρα παρατηρεί πως τα νερά του ποταμού είναι καλυμμένα με ομίχλη. Και σαν να χάνονται σε βάθη που δεν τα φτάνει μάτι. Τόσο κοντά της μα και τόσο απρόσιτος. Αυτός ο ποταμός είναι μαγικός. Σαν λίμνη απλώνεται, μια λεία έκταση απέραντη, χωρίς ορίζοντα. Πρώτη φορά συναντά μια τόσο απρόσιτη λίμνη τυλιγμένη στην ομίχλη σαν να θέλει να κρυφτεί.
Χάθηκα, σίγουρα, συλλογίζεται. Θα πρέπει να χάθηκα. Και καθώς τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια της, προσπαθεί να θυμηθεί ποιο ήταν εκείνο το τρομακτικό γεγονός που την έβγαλε σε τούτη την άνυδρη πλαγιά να περπατά διψασμένη.
Νιώθει τα δάκρυα πάνω στα μάγουλά της, μια αφή που την είχε ξεχάσει. Κυλούν ως το στόμα, ζεστά και αρμυρά. Τούτο το αίσθημα της αφής κάτι ξυπνά μέσα της. Αφή και γεύση της αρμύρας. Κάτι, κάτι ξυπνά που την τρελαίνει. Η ζωή της. Ξαφνικά, η ζωή της αρχίζει να κυλά μέσα στο άδειο μυαλό της. Εικόνες σπασμένες σαν από κομμάτια σπασμένο γυαλί που παραμορφώνουν τα πράγματα. Θραύσματα από τη ζωή της. Παραμορφωμένα ίσως όμως ποια σημασία. Πρέπει να συνταιριάξω όλα αυτά τα κομμάτια, σκέφτεται, να τα ενώσω ένα ένα, είναι η ζωή μου αυτή, οι μέρες που έζησα, πρέπει να θυμηθώ τι ονειρεύτηκα, τι ονειρεύτηκα.
Η μόνη στιγμή που θυμάται καθαρά είναι όταν βρέθηκε βίαια σχεδόν σε τούτη την κακοτράχαλη πλαγιά με αυτό το παράξενο ποτάμι δίπλα της, που απλώνεται και γίνεται λίμνη. Όλα τα άλλα χάθηκαν σαν να βυθίστηκαν σε νύχτα άγνωστη, μόνο τούτο το ξέφωτο που την έβγαλε στους μελαγχολικούς ασφοδελούς.
Γέρνει πονεμένη, το σώμα της λυγίζει, θέλει να πέσει κάπου πάνω στη γη να ξεκουραστεί, όμως διαπιστώνει πως δεν μπορεί. Πρέπει να μείνει όρθια και να σκέφτεται. Να περπατά και να σκέφτεται. Να διψά και να πονά και να σκέφτεται πως διψά και πονά.
Μόνο να φτάσω στα άσπρα καθαρά νερά, μόνο να μπορέσω…
Τα μάτια της κλείνουν. Τα πόδια της λυγίζουν. Όμως πρέπει να συνεχίσει να σκέφτεται. Κι ούτε ξέρει γιατί. Σαν να έδωσε όρκο. Ίσως τη στιγμή που ο θάνατος άπλωνε το χέρι του να με αγγίξει, συλλογίζεται θολά. Ένας θάνατος σαν αιλουροειδής με μαύρη μακριά ουρά που έσερνε ολόκληρο το ποτάμι, αυτό που εισχωρεί μέσα στην περίεργη λίμνη την σκεπασμένη με τις ομίχλες.
Στο σημείο που η πλαγιά άρχιζε να γέρνει είδε τη μάνα της. Και απόρησε. Φορούσε ένα ρούχο ξασπρισμένο και καθαρό και ερχόταν προς εκείνη. Μα η μάνα μου πέθανε, έκανε γρήγορα τη σκέψη, και την πλησίασε. Μάνα, είπε, μάνα μου. Το πρόσωπό της πονεμένο. Τι γυρεύεις εδώ;
Ξαφνικά το τοπίο πήρε να σηκώνεται σαν να ξεκολλούσε από την πραγματικότητα. Τι έγινε;
Γύρισε πίσω, τρέξε, εδώ θα χαθείς.
Τράβηξε προς το ποτάμι. Την είδε που μπήκε στα άσπρα νερά και χάθηκε στην ομίχλη.
Μη μ’ αφήνεις εδώ μονάχη, πάρε με μαζί σου…
Μια χαραμάδα στο μυαλό της και η πραγματικότητα της ζωής εισρέει μέσα της.
«Συνέρχεται… αρχίζει να συνέρχεται…»
Ακούει ομιλίες γύρω της. Ο θάλαμος είναι λευκός και μυρίζει φορμόλη. Και όλοι γύρω της στα λευκά, γιατροί, νοσοκόμες, φίλοι επισκέπτες με αποστειρωμένο ρούχο.
«Επιτέλους, ξεπέρασε την κρίση…»
Η λέξη πέφτει στο μυαλό της σαν λεπίδι. Όλη της η ζωή ήταν πριν ή μετά από την κρίση. Μια κρίση υπαρξιακή. Μια κρίση οικονομική. Μια κρίση μεταφυσική. Όλη της η ζωή ήταν ένα τοπίο πριν ή μετά από τον θάνατο. Ένα τοπίο από έρημο. Προσπαθεί να συσχετίσει την παραίσθηση που έζησε τώρα δα με αυτό που ήταν η πραγματική της ζωή. Μπορεί και να μη διαφέρει και πολύ, συλλογίζεται θολά. Ένας θάνατος πάντα μου άπλωνε το χέρι γιατί πάντα με έθελγαν τα άσπρα νερά του ποταμού με την ατέλειωτη ομίχλη.
«Για ποια κρίση μιλάτε;» ρώτησε διστακτικά.
«Γκρεμίστηκε το σπίτι σας μαζί με όλα τα σπίτια της περιοχής… σας μαζέψαμε από τα συντρίμμια…», η απάντηση του γιατρού
«Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τη ζωή μου…», στη σκέψη της ο στίχος του Έλιοτ.
«Κοντέψαμε να σας χάσουμε…, είπε πάλι ο γιατρός, όμως μην ανησυχείτε, η αστυνομία ψάχνει για τους ενόχους…»
Δεν κατάλαβε. Ποιους ενόχους; Αυτούς που γκρέμισαν τα σπίτια; Ή αυτούς που τους ανάγκασαν να το κάνουν; Ποιος είναι ο ένοχος πια; Σε άλλη στιγμή της ζωής της, θα φώναζε, θα επαναστατούσε, θα έβγαινε στους δρόμους με πλακάτ. Όχι πια. Όλοι είμαστε ένοχοι. Εσείς που καίτε και γκρεμίζετε. Κι εμείς που δεν μιλάμε. Που βολευτήκαμε.
Τον κοιτάζει αμίλητη. Είναι αλλού πια.
Ποτέ κανείς δεν θα μάθει πού περπάτησα όλες αυτές τις ώρες, συλλογίζεται. Δεν θα μάθει για τη δίψα και για τις ραγάδες της γερτής πλαγιάς και για το περίεργο ποτάμι το τυλιγμένο στην ομίχλη που λαχταρούσα να πέσω στα νερά του και για την πεθαμένη μάνα μου που ήρθε με το ξασπρισμένο καθαρό ρούχο της να μου πει να τρέξω γρήγορα, να φύγω, μη χαθώ.
Ποτέ κανείς. Και, άλλωστε, ούτε θα καταλάβει. Γιατί εκεί κάτω τα πράγματα παίρνουν άλλη αξία. Μόνον εκεί. Και το μαθαίνεις όταν πια είναι αργά.
Όμως εγώ θα ξέρω τι σημαίνει η μία στιγμή ζωής που σου χαρίζει το θαύμα του κόσμου. Για να μπορέσω να ζήσω διαφορετικά. Να μπορέσω να δοξάσω το ταπεινό χορτάρι και τη σταγόνα το νερό που μου δωρίθηκε. Εγώ που έζησα τη δίψα της κακοτράχαλης γης. Και θα μάθω πια να ζω χωρίς την υπαρξιακή μου κρίση. Θα κοιτάζω τα απλωμένα χέρια του θανάτου και θα λέω: Τούτη η μέρα είναι ακόμα δική μου. Μια ολόκληρη μέρα είναι άπειρος χρόνος. Όλος δικός μου.
Ο γιατρός σκύβει κοντά της, κάτι ακόμα θέλει να της πει.
«Δεν μπορείτε να πάτε στο σπίτι σας… είναι ακόμα συντρίμμια…»
Χαμογελάει. Α, ποιητή, ωραίος που είσαι!
«Με τα συντρίμμια αυτά θα στυλώσω τη ζωή μου!» του λέει ήσυχα.
Και κανείς δεν κατάλαβε. Ή μπορεί και να τους πέρασε η σκέψη πως ζούσε ακόμα σε παραισθήσεις. Όμως εκείνη ένιωθε κιόλας δυνατή. Σαν να της χάρισαν έναν καινούριο κόσμο.
Έστρεψε το κεφάλι και τους κοίταξε. Χαμογελούσε ολόκληρη.
Καλή χρονιά!
Έθνος της Κυριακής, 2 Ιανουαρίου 2010
Θέμα: «Η κρίση στη ζωή μας»