Τίποτα δεν σου ανήκει. Σου εδόθη όμως ένα κερί, η ψυχή σου. Από τότε που κατάλαβες, άναψες το κερί και είπες¨ θα το κρατώ αναμμένο μέσα σε τούτη την κοσμική ξαγρύπνια, ίσαμε να λιώσει. Αυτή, είπες, είναι η εφημερία σου.
Ο λόγος του Χρήστου Μαλεβίτση, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, εξακολουθεί να είναι η εφημερία του πνεύματος και εσαεί έτσι θα παραμείνει. Μια οδυνόμενη πορεία προς την αλήθεια του Θεού. Αυτή την αλήθεια ζητούσε στον εγκόσμιο χρόνο του. Μια εφημερία δεν πάει ποτέ χαμένη, είπε. «Διότι αυτή η ημέρα της ζωής σου είναι η ημέρα του Θεού». Μόνο που αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση της υπερβατικής αλήθειας ήταν και η τραγικότητα του λόγου του. Πορεύτηκε ανάμεσα στην «απορία» του Ηράκλειτου και στον «πόρο» της θεϊκής ρωγμής, που τον είπε αγγελία και άγγελμα. Άγγελμα θεϊκό που αναδύεται από το Άδυτο της ψυχής. Ψυχή. Τι ήταν για κείνον η ψυχή; Η ρωγμή του Θεού, ίσως. «Αυτό το τέλειο σύμπαν κάπου έχει μια ρωγμή¨ είναι η ψυχή μου», είπε. Ο λόγος του προφητικός και ευαγγελικός ήταν η εγκόσμια πανοπλία του στη συνομιλία του με το Θεό. Γιατί γνώριζε πως μόνον το λόγο μπορούσε να αντιπαραθέσει στη σιωπή του Θεού. Μόνον ο έμφωτος λόγος του μπορούσε να μεταποιήσει τη σιωπή σε άγγελμα.
Ήρθαμε στον κόσμο με μόνη μας αποσκευή το Λόγο. Δεν διαθέτουμε τίποτε άλλο πέραν αυτού. Είναι το μόνο στοιχείο αγιότητας μέσα στο εχθρικό σύμπαν.
Με αυτή την αγιότητα του λόγου του έχτισε το φιλοσοφικό του όραμα και το άφησε παρακαταθήκη σε εκείνους που αναζητούν τον προσωπικό τους αυτογνωσιακό καθαρμό. Γιατί ο λόγος του Χρήστου Μαλεβίτση έχει μέσα του τον καθαρμό. Η τραγικότητα της υπάρξεως που βιώνεται μέσα σε συνειδησιακό βασανισμό οδηγεί πάντα στον καθαρμό μιας βαθιάς αρχετυπικής αυτογνωσίας. Και εκείνος που τόσο διορατικά αλλά και σπαραχτικά μίλησε για την τραγικότητα του όντος, δεν μπορούσε παρά να οδηγηθεί στο φως του καθαρμού που είναι το φως της αγιότητας. «Όταν η αρχέγονη κραυγή του όντος λησμονηθεί, θα τελειώσει και το έργο της τραγωδίας, γράφει στο “Περί του Τραγικού”. Διότι από την ωμότητα της τραγικής ύλης πηγάζει το τραγικό δέος».Έτσι ξεκίνησε από την ωμότητα της τραγικής ύλης. Γιατί από εκεί πηγάζει η πρώτη τραγική κραυγή. Και από βιβλίο σε βιβλίο, και από κείμενο σε κείμενο, περιφέρεται σε τόπους της ιστορίας έρημους, σε λαούς καταργημένους, σε ώρες σταυρικές, περιφέρεται ανιχνεύοντας την ανθρώπινη κίνηση, τον σπαραγμό, τη φανέρωση, την τραγική ουσία. Ανιχνεύοντας το τραγικό μεγαλείο που άφησε, ως ίχνη της εγκοσμιότητάς του, ο άνθρωπος. Για να εισχωρήσει βαθιά στην αρχέγονη ουσία του όντος.
Τον κόσμο τον συνθέτουν δύο υλικά: η Σιωπή και το Σκότος – τα έσχατα μυστικά του σύμπαντος. Εκεί μέσα τελεί η αρχέγονη ουσία μας. Αλλά τη σιωπή την ακυρώνει η ευδοκία του Λόγου και το σκότος εκτρίβεται σε θάλπος φωτός.
Η εκτριβή του σκότους σε θάλπος φωτός είναι η διαδρομή του προς το Θεό. «Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, Κύριε, που το πλήρωσες με τον πόθο της αιωνιότητας», έγραψε στον «Έγκοπο Λόγο». Και ήταν αυτός ο άξονας της αγωνίας του. Ο πόνος της εφημερότητας και η οδυνόμενη πορεία του προς το Θεό. Κι αλλού σημειώνει: «Είσαι πολύ μόνος, Κύριε, και βγήκα νυχτοπάρωρα έξω για να σε συναντήσω». Ήταν σαν να σημάδεψε με τα λόγια τούτα την έξοδό του από τη ζωή, τη μετάβασή του στην Άλλη Διάσταση. Άλλωστε ολόκληρο το εξόχως σημαντικό έργο του το περιρρέει αυτή η αγωνία της συναπάντησής του με το Θεό. Μια αγωνία υπέρβασης της κοσμικής συνθήκης: «Να αρθρώσω ένα λόγο που να ομολογεί προς το λόγο της αιωνιότητας, αυτό είναι το έργο μου», είπε. Και διευκρινίζει: «Με απλά και αρκετά συμβατικά λόγια, είναι να στήσω αυθεντικό διάλογο με αυτό που με υπερβαίνει, ως ανταπόδοση της δωρεάς που μου έκαμε να το αντιληφθώ. Αυτή η “αντίληψη” με κρατάει σε πνευματική εγρήγορση διά βίου». Και ήταν αυτή η άλλη όψη της τραγικότητάς του. Γιατί οι έγχρονες στιγμές της ζωής μας είναι τραγικά εφήμερες αφού υπόκεινται στο πεπρωμένο της εφήμερης ζωής μας. Όμως μέσα σε αυτήν ακριβώς την τραγικότητα, εκείνος είδε το μεγαλείο.
Το τραγικό μεγαλείο δωρίθηκε σε κάθε άνθρωπο, είπε, από τότε που του μετρήθηκαν οι στιγμές του στον κόσμο τούτο και βρέθηκαν, η καθεμιά τους τραγικά μόνη μέσα στον σύμπαντα κόσμο.
Τόσο βαθιά είχε βιώσει τις ιστορικές διαδρομές του κοσμικού φαινομένου, που είναι διαδρομές της τραγωδίας του ανθρώπου πάνω στη γη, τόσο βαθιά εισχώρησε στις μυστικές ροές του συλλογικού, του κοινού ή «ξυνού» ηρακλείτειου λόγου, που έδωσε αλήθειες συνταρακτικές, αλήθειες που σε αφήνουν έντρομο μπρος στο δέος της υπάρξεώς σου. Και γνωρίζοντας πια πως ο άνθρωπος, αυτός ο τραγικός, ο εφήμερος, αδυνατεί να εκφέρει τον τελευταίο του λόγο, σημειώνει στην «Εφημερία»:
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκφέρει τον τελευταίο του λόγο, όμως μπορεί να σύρει την ύπαρξή του προς το τελευταίο ακρωτήριο, έναντι του μυστηριακού ωκεανού του αγνώστου. Σε αυτό το ακροτελεύτιο σημείο της εγκοσμιότητας φρίσσει και δεν μπορεί να κάμει τίποτε άλλο από το να εφημερεύει, κρατώντας αναμμένο το κερί της υπάρξεώς του που του εδωρήθη, για όσο χρόνο τούτο θα φέγγει. Διότι σε λίγο θα σβήσει. Και τα πάντα θα βυθιστούν στο σκότος της νύχτας του Θεού.
Ο Χρήστος Μαλεβίτσης υπήρξε μια μεγάλη διάνοια του καιρού μας, που βίωσε ως το βάθος την τραγικότητα της υπάρξεως. Και με το μεγάλο, το εναγώνιο έργο του, που το διαποτίζει η καθαρή φιλοσοφική του σκέψη, χάραξε τους υπερβατικούς δρόμους που οδηγούν στο Θεό.
Δημοσιεύτηκε στην καθημερινή