Το ποιητικό στοιχείο στην πεζογραφία της Μ.Λ.Π.
I’ m a poet. And then I put the poetry in the drama, I put it in
short stories, and I put it in the plays. Poetry’s poetry.
It doesn’t have to be called a poem, you know.
Tennessee Williams,
in interview in Writers at work (6th series, 1984)
Ενσυνειδήτως ή μη, το έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου (Μ.Λ.Π. στη συνέχεια) έχει την τάση, ή καταλήγει απλώς να στοιχεί με την άποψη της ενιαίας ουσίας του λογοτεχνικού δημιουργήματος ανεξαρτήτως των επί μέρους ειδών του. Όχι όμως με την έννοια της αμφισβήτησης των διακριτών ρόλων και των επί μέρους κανόνων του κάθε είδους, αλλά με την πηγαία διείσδυση του ενός μέσα στο άλλο και με την άνεση και την επιδεξιότητα της στον χειρισμό ενός εκάστου ξεχωριστά. Αυτό νομίζω πως συνδέεται και με την ελευθερία και τo εύρος των αναζητήσεών της: από το μεταφυσικό δέος ως την πραγματιστική θεώρηση των σχέσεων και των καταστάσεων, αλλά και από τη θέση στην αντίθεση, κάποτε και στη σύνθεση, ή αλλιώς από τη βεβαιότητα της πίστης ως τον αγνωστικισμό με τη σταθερή πορεία πάντοτε, στην ατέρμονα οδό των ψυχογραφικών της ανιχνεύσεων.
Σ΄ έναν διάλογο σχεδόν πάντα, με τον αναγνώστη ωσεί παρόντα απέναντί της, να συνδιαλέγεται με την εύγλωττη σιωπή του και να δέχεται το ερώτημά του, σαν εντολή που την σπρώχνει σε μια αυτοεξομολόγηση. Ο λόγος της οργανώνεται χωρίς προκαταλήψεις και τεχνολογικές τιθασεύσεις, παράγοντας ως εκ θείας εμπνεύσεως το λογοτεχνικό ύφος που θα καλύψει κάθε φορά έναν τεράστιο όγκο γνωστικού και ερευνητικού υλικού. Είναι το υλικό που συλλέγει όπως η μέλισσα τη γύρη από το άνθος για να το οικειοποιηθεί και να το διαπλάσσει ή να το μεταπλάσσει κατά περίπτωση ανάλογα με το λογοτεχνικό είδος που του ταιριάζει.
Αυτό εισπράττω ως απλός, ή αν θέλετε ως επαρκής, αναγνώστης, και δεν μου πάει καθόλου να το δω ως κριτικός και πολύ περισσότερο ως τεχνοκράτης. Ίσως γιατί με τραβάει περισσότερο αυτό που μου δίνει. Άλλοτε ως πνευματική τροφή κι άλλοτε ως συγκίνηση.
Στη συνέχεια του παρόντος κειμένου, προσπαθώντας άμεσα ή έμμεσα να αποδείξω τις ήδη διατυπωθείσες απόψεις μου για το σύνολο του συγγραφικού έργου της Μ.Λ.Π., με την ελπίδα να μην μείνω τελείως στο στενό πλαίσιο της αυθαιρεσίας, θα δώσω για τους πάρα κάτω λόγους, την προτεραιότητά μου στη συγκίνηση.
«Η επέτειος των ρόδων», δεν είναι ένα από τα πιο γνωστά και τα πιο πολυδιαβασμένα έργα της Μ.Λ.Π. ούτε ένα από τα ογκώδη ιστορικά μυθιστορήματά της τα οποία δικαίως χαρακτηρίστηκαν άθλοι και της έδωσαν την ικανοποίηση του best seller και κυρίως την ικανοποίηση της αναγνώρισης του χρόνου και του μόχθου που διέθεσε για έρευνα και μελέτη αλλά και του μόχθου γραφής πάνω στα γερά θεμέλια της επίσης τεράστιας συγγραφικής άσκησης και εμπειρίας της. Είναι ένα μυθιστόρημα κατάθεση ψυχής και στάση ζωής από την ίδια βεβαίως έμπειρη και εξασκημένη τεχνίτρια του λογοτεχνικού λόγου που συνθέτει το ατομικό βίωμα με τις επιταγές της γραφής και κινείται άνετα από τη λεπτομέρεια του μέρους προς το άνοιγμα και την κορύφωση του όλου∙ αβίαστα και ως εκ τούτου δραστικά. « Ποτέ δεν είναι κανείς τόσο ανασφαλής όσο μέσα στην ευτυχία» λέει η ηρωϊδα της στην αρχή ακόμα της ιστορίας, μιας νέας και κατά τεκμήριο ευτυχισμένης γυναίκας, η οποία μέσα από την απλή και καθημερινή ζωή της συλλαμβάνει τα μηνύματα μιας ολότητας ως πάθος και ως προανάκρουσμα του πόθου για ολοκληρωμένη και ασυμβίβαστη σχέση απέναντι στον εαυτό της και στον άλλον, απέναντι στην πεισματική αναζήτηση του αληθινού νοήματος της ζωής και της δράσης της. Κι ας μην ήξερε τότε ακόμα πως λίγα χρόνια αργότερα «θα πήγαινε εκεί σπρωγμένη από την απελπισία, από την ανατροπή της ζωής της, για να βρει το νόημα που έκρυβαν οι παγίδες του κορμιού της».
Κι εδώ έρχεται η μνήμη των παιδικών χρόνων και οι ιστορίες των περασμένων εποχών και γενεών. Η μνήμη παίζει μεγάλο ρόλο στο έργο της Μ.Λ.Π. Η μνήμη που μαζί με τη άβυσσο η οποία επίσης την καταδιώκει και την στοιχειώνει, την οδηγεί στη μεταφυσική αναζήτηση, αλλά και η μνήμη που την εμπνέει να ερευνάει και να ανακαλύπτει τα ιστορικά φαινόμενα μεταπλασμένα στο γίγνεσθαι και στο τώρα ως εφιάλτες αλλά και ως πλούτος ζωής. «Ήταν στα οκτώ. Και το ΄νιωσε ως το κόκαλο πως η αθωότητα είναι μαζί και ενοχή.» Αλλά και ο τρόμος. «Οι στιγμές εύθραυστες σαν γυάλινες. Έτοιμες να γίνουν χίλια κομμάτια στην παραμικρή αδεξιότητα». Κάπου το παράλληλο και στην ποίησή της:
Ο γυάλινος κόσμος ήταν πάντα εκεί
Και σε περίμενε
Για να σου επιστρέψει τις μέρες σου παραμορφωμένες
Να σου επιστρέψει τα μέλη σου ακρωτηριασμένα
Να σου επιστρέψει τη φωνή σου
Μέσα στη γούβα μιας πληγής.
Από το ποίημα «κλειστές πόρτες» (ΠΟΙΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ) Ποιήματα του Quartier Latin 1969, στον τόμο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου»
Η ίδια εικόνα του «γυάλινου κόσμου», που συμβολίζει το χρόνο και τη μνήμη, έγινε κεντρική ιδέα στο θεατρικό της «Γυάλινο Κιβώτιο», ένα ποιητικό έργο που ανήκει στο Θέατρο του Παραλόγου και διδάχτηκε στη Σορβόννη. Το θεατρικό πρόσωπο, ένας άνθρωπος χαμένος στο χρόνο, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μαγείας για να ξαναζήσει το παρελθόν, στις λίγες στιγμές που του απομένουν:
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ω, μην ανοίγεις τα μάτια. Μη ακόμα. Είμ’ εδώ. Κοντά σου. Ακούς τη φωνή μου. Την ανάσα μου. Είμαστε καταμεσής στην καρδιά του κόσμου. Εσύ κι εγώ. Κι η καρδιά του κόσμου.
Ένας γρύλος κι η νύχτα. Όχι, όχι. Μην ανοίγεις τα μάτια σου. Άκουσε μόνο τούτο τον ήχο.
(Ακούγεται ο ήχος από κύμα που σπάζει στο βράχο, κι ένας γρύλος)
Κι άφησε το σώμα σου να λιώσει μέσα στη δίψα. Δίψα της ύπαρξης. Ακούς;
Ύστερα θα ’ρθει ο χρόνος. Ο χρόνος γεμίζει τις λακκούβες των βράχων. Γεμίζει τις λακκούβες των ματιών. Γεμίζει τη γούβα της πληγής, όπου ήταν κάποτε η φωνή μας.
[…]ΚΟΡΙΤΣΙ: Γιατί επιμένεις σε μια τόσο θλιβερή φάρσα;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ε; Είπες τίποτα;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Το ξέρεις καλά. Λοιπόν; Γιατί επιμένεις;
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Όχι, δεν ξέρω τίποτα. Τ’ ορκίζομαι. Το κορμί μου είναι φτιαγμένο από τους ήχους της νύχτας τούτης. Όταν θα ’χουν σωπάσει, τότε θα μπορώ να τους αγγίζω έναν έναν πάνω στο κορμί μου – τους ήχους. Ακούς;
ΚΟΡΙΤΣΙ: θα ’ναι ο αντίλαλος από το θάνατό σου, μέσα στο θάνατο των ήχων.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ω, ναι! Το κορμί μου είναι ένας γυάλινος θάλαμος, που επιστρέφει τα μέλη μου ακρωτηριασμένα. Επιστρέφει τις μέρες μου παραμορφωμένες. Επιστρέφει τη φωνή μου…
Με το παραπάνω απόσπασμα ήθελα να δείξω πώς η ποίηση, το ποιητικό βίωμα, στο έργο της Μ.Λ.Π. είναι το ίδιο στην ποίησή της, στα θεατρικά της, στα μυθιστορήματά της. Μια ποιητική όραση. Και με τον ίδιο ποιητικό λόγο έγραψε και τα δοκίμιά της: «Σάμουελ Μπέκετ – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης» και «Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου».
Παραθέτω από το κάθε βιβλίο μία μόνο φράση που δίνει το ποιητικό της στίγμα. Γράφει στην «Εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης»: «Αυτή η φράση του Εστραγκόν: “Πολλές φορές αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν αυτό το μυαλό δεν έχει κιόλας περιπλανηθεί μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου”, κι άλλες σαν αυτή, με βασάνισαν πολύ πριν αποτολμήσω να γράψω πως ο Σάμουελ Μπέκετ ανασύρει τις μνήμες από θολά και σκοτεινά στρώματα της προϋπαρξης, πως ο άνθρωπος πάνω στη γη ζει εναγώνια την εγκόσμια μοίρα του, γιατί κρατά, στα βάθη του υποσυνείδητου, τη σκοτεινή γνώση μιας πλατωνικής ανάμνησης».
Αυτή ήταν η διαφοροποίηση της οπτικής της για το έργο του Μπέκετ.
Και για τον Ελύτη, γράφει: «Με ποια λογική θα πρέπει ο αιώνας μας να κλείσει τον κύκλο του μέσα στο σκοτάδι του μηδενισμού και του αγνωστικισμού, που μας έδωσε η φιλοσοφία της δυτικής διανόησης; […] Όχι, απαντά με το έργο του ο Οδυσσέας Ελύτης. Και δίνει στον άνθρωπο μια νέα υπερβατική υπόσταση. Μια νέα όραση ουρανικού παραδείσου για να αρθεί πάνω απ’ τον εγκόσμιο πόνο. Και όπως ‘το φως δουλεύοντας τη σάρκα’, να φτάσει στην εσωτερική του διαφάνεια και στην υπερβατική του αλήθεια».
Η ίδια, λέει πολύ χαρακτηριστικά, προτάσσοντας την ποίηση ανάμεσα στα άλλα είδη του λογοτεχνικού της έργου στον τόμο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου» σελ.332: (… Η ποίησή μου είναι «Ο Άγγελος της Στάχτης» Είναι «Ο Ιερός Ποταμός». Βιβλία που ξετυλίγουν τα γεγονότα στην αρχετυπική τους ποίηση όπως σημειώνω. Είναι το «Ξύλινο Τείχος» και το «Πήραν την Πόλη, πήραν την» – και ας είναι ιστορικά. Είναι το «Σώμα θυμήσου όχι μόνο όσο αγαπήθηκες» και η «Γκρίζα Πολιτεία» και η «Λάμπα Θυέλλης». Είναι η « Έκτη Σφραγίδα» και είναι τα θεατρικά μου «Το Γυάλινο Κιβώτιο» και «Ο Έκτωρ θα πεθάνει ξανά» και το «Μικρό Κλουβί». Γιατί όπως είπα, το πρώτο «υλικό» μου το ακατέργαστο ήταν πάντα η ποίηση.)
Ξαναγυρίζοντας στην «Επέτειο των Ρόδων», βρίσκω επίσης και την ψυχολογία και τη Λογική, τη δημοσιογραφία, τις επιστήμες και κάθε τι το ανθρώπινο στοιχείο της προόδου και του πολιτισμού, που γίνεται λογοτεχνία περνώντας μέσα από το βίωμα και την μυθοποιητική του μετάπλαση. «Σχεδίαζε κιόλας αύριο να πάει ν΄ αγοράσει Γιούνγκ…Άντλερ… Ν΄αγοράσει όλους εκείνους που είπαν πως ο άνθρωπος έχει αναμνήσεις από την αμνιακή του ηλικία. […] Πολλές φορές έπαιρνε αυτήν την έκφραση, όταν ξέφευγε από τον έλεγχο της λογικής»
Με την ποίηση πάντα παρούσα δεμένη οργανικά με τον μύθο και με την ιστορία, την έσωθεν και έξωθεν μαρτυρία που επενδύεται στους χαρακτήρες των ηρώων της και τις καταστάσεις που βιώνει μέσα από την ζωή και τις μνήμες τους: «καστανά μαλλιά και βλέμμα του τρομαγμένου λυρισμού … Γι’ αυτό ήταν ωραίος, έλεγε. Γιατί ερχόταν κατευθείαν από το χορικό εκείνο το αδέσποτο που ξέμεινε στο χωριό τους. Το έκανα, το ξέχασα και το θυμούμαι, λέει δυνατά το στίχο του Ρίλκε και της αρέσει. Της αρέσει που ξεπήδησαν μέσα της εκείνες οι μνήμες από άνεμο του βουνού και κακοτράχαλο μονοπάτι με θαμμένες Αρτέμιδες.»
Μα και η γυναίκα, η Δικαιοσύνη και η Ισότητα, δεμένη με το ίδιο ατομικό βίωμα και την εξ αυτού ολική θεώρηση των παραμέτρων της προσωπικής και της κοινωνική ύπαρξης. «Το θέμα της ήταν: ‘ θέση της γυναίκας σήμερα’. Και χαιρόταν το πάθος της. Αυτό ήταν ένα διαφορετικό πάθος, που είχε μέσα του μια χαμένη δικαιοσύνη. Χρόνια έδινε διαλέξεις. Έγγραφε άρθρα κεραυνοβόλα στην εφημερίδα της …» Αλλά και «Ποτέ δεν ξεπέρασε την πεποίθηση ότι η εξουσία της σχέσης τους του ανήκε».
Η γυναίκα και ο άνδρας. Η σχέση εξουσίας και εξάρτησης, το τρίτο πρόσωπο, παράλληλα με το χρόνο και τη μνήμη «ο χρόνος ο παρελθών (που) εισβάλλει στο παρόν και το ανατρέπει» και ο έρωτας που «είναι ο θρίαμβος του πραγματικού», στοιχεία κυρίαρχα σ΄ αυτό το βιβλίο, αναμετριώνται ως το έσχατο όριό τους με άξονα το θαύμα και το δράμα της σύλληψης και της απώλειας μιας νέας ζωής. Η ματαίωση και τελικώς η άβυσσος, η απόλυτη υπαρξιακή σύγκρουση, η άλλη επανάσταση, το μεταφυσικό ξέφωτο. «Ο πόνος που δεν έγινε σκοτάδι στην ψυχή της, αλλά την έβγαλε σ΄ άλλους δρόμους, σ΄ άλλο ξέφωτο.» Λύτρωση; Αποδοχή; Η κατάκτηση της Υπεροχής που ισούται με την υπέρβαση της συμβατικότητας – το άλλο ισοδύναμο της ελευθερίας;
«Η φωνή της ήρεμη, βαθιά. Λες κι έβγαινε από τα καινούρια μονοπάτια που πήρε η ψυχή της, από τις αντηχήσεις της άλλης γνώσης που την έμπαζε στον κόσμο της. Η φωνή της. Της φάνηκε πως είχε όλη τη δύναμη του ανεξήγητου.» ή μήπως «Η μοίρα που συναντά στο δρόμο του ο αθώος, όπως στην αρχαία τραγωδία;»
Λόγος βαρύς και μεστός, ζυμωμένος με τον πόνο και την υπαρξιακή αγωνία, αλλά και την πάλη στην πορεία της αυτογνωσίας με την αναζήτηση του Υπερέχοντος Αγαθού. Του βασικού ίσως στόχου για τη δικαίωση (ή και την παντελή έλλειψή της, την απορρόφησή της από την ολοκληρωτική ματαιότητα). Λόγος αποκαλυπτικός μπροστά στην άπιαστη έννοια του τρίπτυχου «Ζωή, Έρωτας, Θάνατος», και την χειροπιαστή ουσία του που δοκιμάζεται μέσα από τη συγκινησιακή διεργασία της συνειδητοποίησης .
Ό, τι ακριβώς μου συνέβη διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, κι έκανε τον φλοιό της αναλγησίας μου να σπάσει και να με κάνει να ζήσω στιγμές που δεν τις έζησα στην ώρα τους, ως το απώτατο όριο του δράματος∙ ως ενοχή στο διηνεκές και ως λύτρωση αυτογνωσίας.
Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008