Κάθε φορά που διαβάζω ένα νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου νιώθω ότι η συγγραφέας έχει την απαράμιλλη ικανότητα να ενεργοποιεί την καλλιτεχνική ευαισθησία του αναγνώστη. Ένα καινούργιο σύμπαν ανοίγει τις πόρτες του ορθάνοιχτες μπροστά μας, ένα σύμπαν όπου τα σημαίνοντα σημαίνουν με όλες τις έννοιες του όρου.
Αρχίζω από το εξώφυλλο. Τίτλος του βιβλίου ένας ορφικός στίχος. Το ποτήρι με το ελιξήριο που θα απαλύνει τη δίψα παραπέμπει στο Άγιον Ποτήριον, καθώς ο δίσκος που το στηρίζει, όχι μονάχα μας θυμίζει δισκοπότηρο, αλλά και σχηματίζει με το ποτήρι ένα σταυρό. Προεικονίζεται επομένως μια ιεροπραξία που μπορεί να οδηγήσει σε ανάταση ψυχών έρμαιων μιας κοινωνίας χωρίς ιδανικά. Όντως, ο ήρωας, ως ψυχαναλυτής, θα φτάσει στα βάθη της ψυχής της ηρωίδας και της δικής του, ενώ η δίψα δεν καίει μόνο τους ήρωες, καίει πάνω απ’ όλα την ελληνική γη, που είναι μάλλον η αφορμή για τη δική μας δίψα. Το αίμα του Άγγλου στρατιώτη, από τα χρόνια της Αντίστασης, ποτίζει το χώμα στο νησί της ηρωίδας, το απελευθερώνει από την αρνητική ενέργεια και συγκεκριμένα την προδοσία. «Η δίψα με καίει», λοιπόν, άρα χρειάζομαι ένα ποτήρι νερό να ξεδιψάσω, να σβήσει η φωτιά: εικόνα και ορφικός στίχος συνομιλούν και αλληλοφορτίζονται με νοήματα. Η στέρηση επενδύεται με όλα τα σύμβολα μιας ιεροτελεστίας.
Επόμενη στάση του ταξιδιού μου το οπισθόφυλλο. Εκεί διαβάζω ότι το βιβλίο μιλά για πάθος αλλά και για νοσταλγία του πάθους. Η γραφή χτίζεται πάνω στη μνήμη. Η δύναμη του πάθους διπλασιάζεται, χάρη στην ανάμνηση βιωμάτων που μάλλον δεν ολοκληρώθηκαν. Έρχεται στο νου μου ένα άλλο βιβλίο της συγγραφέως, το θεατρικό έργο Αντιγόνη. Είναι τυχαίο άραγε ότι το αποκαλεί τραγωδία και νοσταλγία της τραγωδίας; Ένα παιχνίδι παίζεται εδώ.
Η νοσταλγία γίνεται ο τόπος όπου οι ήρωες ταξιδεύουν για να φτάσουν στα βάθη του σύμπαντος και να συναντήσουν την ίδια την ψυχή τους. Και τότε, μια άλλη πληροφορία αναδύεται μέσα από το οπισθόφυλλο. Τόπος δεν είναι μονάχα το μυστήριο της αγάπης –το μυστικό και το θαύμα της–, αλλά και οι δρόμοι της νυχτερινής Αθήνας. Θεματική της πεζογράφου που εμπνέεται κατεξοχήν από τη μεταφυσική είναι, στο νέο μυθιστόρημα, οι άστεγοι. Θα δώσουν ένα άλλο πρίσμα στη θέαση της κοινωνίας και θα αναχθούν σε καίρια αλληγορία της ανθρωπότητας.
Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου αναδύονται λέξεις που παραπέμπουν σε συμπαντικά φαινόμενα, λέξεις που επαναλαμβάνονται και θυμίζουν συνεχώς τη δίψα του τίτλου: νερό, βροχή, κύματα, μεταξύ άλλων. Και τα επίθετα: υγρός, υδάτινος, νερένιος. Τίτλος του πρώτου κεφαλαίου: «Εγώ, η Αλέξια», όπου το «εγώ» δεν είναι εγωκεντρικό. Είναι ξανά τόπος, η σκηνή της ψυχανάλυσης που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα. Το όνομα «Αλέξια» προδίδει τη μεγάλη αγάπη της συγγραφέως για το Βυζάντιο.
«Ανασηκώνεται πάνω στο ανάκλιντρο της ψυχανάλυσης η Αλέξια» (11). Η αφήγηση αρχίζει με τη θεματική της απόρριψης. Την ηρωίδα σώζει ο ψυχίατρος, ο Έκτωρ, σώζοντας μαζί τον εαυτό του. Αυτός ο Έκτωρ θα μπορούσε κάλλιστα να σώσει και την Τροία, ακόμη και αν είχε απέναντί του τους θεούς των Ελλήνων. Κατέχει το μεγάλο μυστικό να ενώνει το καθάρειο υγρό στοιχείο με το αέρινο και το γήινο του βουνού. Κυρίως, ενώνει δύο αντικρουόμενες έννοιες για πολλούς: την επιστήμη και τη φαντασία. Η ψυχή, στα δικά του χέρια, είναι αντικείμενο της επιστήμης του αλλά και της μεταφυσικής. Ακούει τη φωνή της ηρωίδας και σκέφτεται: «Ο ήχος της φωνής της έμοιαζε με ήχο νερού που κυλούσε πάνω σε άσπρες καθαρές πέτρες. Και τον ταξίδευε στα τρεχούμενα νερά του χωριού του» (11). «Ένας ήχος υδάτινος», θα σκεφτεί ξανά προς το τέλος της αφήγησης (287). Μέσα από το παιχνίδι κυριολεξία/μεταφορά, ταυτίζει την ηρωίδα με τον πιο ιερό τόπο, το χωριό του, το χωριό των γονιών που έφυγαν πρόωρα. «Ήταν από εκείνους τους ρομαντικούς που πίστευαν στην αξία του τόπου», σχολιάζει η συγγραφέας (13). Το βουνό ενώνει τα αρχέγονα στοιχεία, ο ψυχαναλυτής διαφορετικές πλευρές της ψυχής του, και ψυχαναλύεται ο ίδιος. Αυτό συμβαίνει όταν ακούει τη φωνή της Αλέξιας, που ξυπνά μέσα του ηχητικές εικόνες από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ήπειρο.
Το σπίτι του Έκτορα στην Αθήνα είναι διώροφο. Ο κάτω όροφος το ιατρείο, η επαγγελματική του ζωή, και ο επάνω η κατοικία του. Η Λαμπαδαρίδου παρατηρεί: «ανέβαινε στον επάνω όροφο να συνεχίσει τη δική του ζωή» (13). Κάθετη, ανοδική κίνηση. Το σπίτι γίνεται άξονας και συνδέει τη γη με τον ουρανό. Η Αλέξια, αντιθέτως, ακολουθεί μια οριζόντια κίνηση, ο σταυρός του εξωφύλλου ολοκληρώνεται. Έχει αναλάβει «ένα ρεπορτάζ για τους άστεγους […]. Και σκεφτόταν πως κάπου τους έμοιαζε. Πως ίσως γι’ αυτό δέχτηκε» (27). Είναι η ιερή στιγμή που ο τόπος ταυτίζεται με το εγώ. Άστεγος είναι αυτός που έχει χάσει το σπίτι του, το χέλυο που προστατεύει την τρομαγμένη χελώνα που κρύβει μέσα του, την αόρατη, ακόμη και στα δικά του μάτια, ταυτότητά του. «Η συνέχεια του εαυτού μας είναι ο χώρος όπου ζούμε, έλεγε [ο Έκτωρ]» (252).
Η Αλέξια ταυτίζεται με τους άστεγους: η συνέχεια του εαυτού της είναι η ερημωμένη πρωτεύουσα. Γι’ αυτό το λόγο, και όχι γιατί την πρόδωσε ένας ανάξιος εραστής, θα χρειαστεί το ανάκλιντρο της ψυχανάλυσης, την επανασύνδεση με το νησί της και την επακόλουθη συνάντησή της με το αυλάκι αίματος στο βάλτο, για να την επαναφέρουν στη ζωή. Προφανώς μόνο αν επιστρέψεις στις ρίζες σου, στο χώρο και το χρόνο, θα ανακαλύψεις το μυστικό που θα σε σώσει.
Η θέαση του αθέατου σε ένα ομολογουμένως κοινωνικό μυθιστόρημα αποκτά ιαματικές ιδιότητες, η μεταφυσική γίνεται η άλλη όψη της ψυχανάλυσης (211). Ανάγεται επίσης σε αναζήτηση μιας άλλης αλήθειας, κρυμμένης βαθιά μέσα στην ψυχή, με τις δύο έννοιες της λέξης. Όπως τα νερά που είναι μυημένα, «νερά ζωντανά που κουβαλούν τις μνήμες άλλων καιρών» (220), μας οδηγούν στα μυστικά της ζωής. Η Αλέξια θα πει στον Έκτορα: «εσύ με πήγες στα καθαρά νερά του χωριού σου… Εγώ θα σε πάω στον δρόμο της φεγγαρόπετρας…» (281), παιχνίδι ξανά κυριολεξίας και μεταφοράς. Αυτές οι σκέψεις εμπνέουν στη συγγραφέα μας μια ουσιαστική εικόνα για την πυκνότητα της ποιητικής γραφής, όταν ανάμεσα στις αναζητήσεις της, στο μυθιστόρημα, ανακαλύπτει τη «σταγόνα που περιέχει όλα τα ποτάμια» (221).
Το ταξίδι στο νησί της βοηθά την Αλέξια να ερμηνεύσει τη ζωή της, την Ιστορία, τη ζωή του παππού της, που είναι κομμάτι της Ιστορίας, καθώς ήταν αντιστασιακός στα εννέα του χρόνια. Το κόκκινο αυλάκι που αφήνει πίσω του το φάντασμα του βάλτου γίνεται η ψυχή της και η ψυχή των αστέγων στους δρόμους της Αθήνας. Και τότε όλα τα γεγονότα και όλα τα πράγματα ανάγονται σε σύμβολα, αποκτούν πλέον πολλαπλές διαστάσεις.
Στην τελευταία συνεδρία ο ψυχίατρος «Έφερε μια γυάλινη κανάτα με νερό. Διψούσαν και οι δύο τώρα» (238). Και τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το μυθιστόρημα ήταν η διαδρομή του νερού της πόλης που αναζητούσε, στα βουνά της Ηπείρου και στα νησιά του Αιγαίου, την αρχέγονη καθαρότητά του, ενώ έφερνε στην επιφάνεια όλο και περισσότερο τη δίψα για ανυπόκριτο έρωτα και αυθεντική ζωή.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου δείχνει το δρόμο για τη νερένια ύπαρξη που κρύβουμε μέσα μας.
Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, Μάιος 2014
Η Ζωή Σαμαρά είναι ποιήτρια και καθηγήτρια στο ΑΠΘ