Ε, ναι, τόσο λίγα να πεις, τόσο λίγα να κάνεις,
κι ο φόβος μεγάλος, κάποιες μέρες,
να βρίσκεις τον εαυτό σου παρατημένο, με τις
ώρες ακόμα να τρέχουν, πριν να σημάνει για
τον ύπνο και τίποτα να μην έχεις να πεις,
τίποτα πια να μην έχεις να κάνεις.
«Ω, οι ωραίες μέρες»
ΧΑΡΑΓΗ του άστρου που κυλά στη σκοτεινή άβυσσο η ψυχή του. Σ’ αυτή την άβυσσο που την είπε «µηδέν» και «τίποτα». Την είπε χάος σκοτεινό και ανυπέρβατη αγωνία. Και την έδωσε με όλες τις διαστάσεις του υπαρξιακoύ αδιέξοδου. Ένα αδιέξοδο που θεµελίωσε την υπαρξιακή φιλοσοφία του µηδενός της σύγχρονης δυτικής διανόησης.
Όταν, τότε που τον συνάντησα, του είπα πως «όταν κάποιος αγγίζει µε τόσο δέος τα µυστήρια του κόσµου είναι γιατί αναζητεί στο βάθος µια χαραγή φωτός, που σηµαίνει µια µεταφυσική υπέρβαση», το αρνήθηκε. Εκείνος είχε µείνει αµετάκλητα στο σκοτεινό µηδέν, στην αγωνία τού τίποτα, αποκλείοντας κάθε έννοια της µεταφυσικής που θα µπορούσε ν’ απαλύνει τον πόνο του πνεύµατος.
Όµως τώρα ξέρει. Η πονεµένη ψυχή του είναι κιόλας εκεί. Στον Άλλον Καιρό. Ή στην Άλλη Διάσταση. Στη γνώση εκείνη την Απόλυτη, που η ελληνική Αρχή της φιλοσοφίας, με την τρισχιλιετή σοφία της, την είπε «υπέρβαση» και «φως» και στάθηκε αντιµέτωπη και όρθια ενάντια στον δυτικό µηδενισμό κουβαλώντας όλα τα υπερβατικά οράµατα της Ιωνίας.
Και ο ίδιος o Μπέκετ στη φράση του Δηµόκριτου στήριξε την αγωνία του µηδενός: «Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα», έγραφε στο πρόγραμμα μιας παράστασης του έργου του «Το τέλος του παιχνιδιού», στο Θέατρο Ατελιέ του Παρισιού, που σκηνοθέτησε και έπαιξε ο Ροζέ Μπλεν. Και πιο κάτω έγραφε «Rage d’ exister dans l’ inexistant», (λύσσα να υπάρχεις µέσα στο ανύπαρκτο). Μόνο που το «τίποτα» του Δηµόκριτου είναι το «µη είναι», απαραίτητο για τη διαλεκτική πορεία του «είναι», και όχι ο υπαρξιακός µηδενισµός.
Ο Σάμουελ Μπέκετ έφυγε από τη ζωή, κι ακόµα δεν µπορούµε να µετρήσουµε το κενό που άφησε πίσω του. Ακόµα το πνεύµα του αχνίζει πάνω στον εγκόσµιο πόνο, αυτόν τον απόλυτο πόνο της ύπαρξης, που τον έδωσε µε τα δικά του θεατρικά σύµβολα, µε τις δικές του διαστάσεις της µοναξιάς και της υπαρξιακής αγωνίας.
Η πρώτη µου βαθιά γνωριµία µε το έργο του Σάµουελ Μπέκετ ήταν το 1967, όταν στο Οντεόν του Παρισιού είδα το «Ω, οι ωραίες µέρες», µε την Μαντλέν Ρενό και τον Ζαν Λουϊ Μπαρό. Αµέσως ζήτησα την άδεια από τον συγγραφέα να το µεταφράσω. Και ήταν το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, την ίδια μέρα που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ.
Αυτή η φράση του στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»: «Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αυτό το μυαλό δεν έχει κιόλας περιπλανηθεί μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου», κι άλλες σαν αυτή, µε βασάνισαν πολύ πριν αποτολµήσω να γράψω πως ο Σάμουελ Μπέκετ ανασύρει τις μνήµες από θολά και σκοτεινά στρώµατα της προϋπαρξης. Πως ο άνθρωπος πάνω στη γη ζει εναγώνια την εγκόσµια µοίρα του, γιατί κρατά, στα βάθη του ασυνείδητου, τη σκοτεινή γνώση µιας «πλατωνικής ανάµνησης».
Τώρα δεν αναρωτιέται πια. Περιπλανιέται ο ίδιος µέσα «στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου», και ποτέ δεν θα µάθουµε για τον πόνο τούτον, κι ας µοιάζει µε τον πόνο που κάλυπτε ολόκληρο το έργο του. Ένας πόνος προϋπαρξιακής αγωνίας, που είχε ταυτιστεί µε την περιπλάνηση του ανθρώπου πάνω στη γη.
Ό,τι πιο οδυνηρό υπάρχει στα θεατρικά πρόσωπα του Μπέκετ είναι η σχέση τους µε τον χρόνο. Είτε με την έννοια μιας τροµακτικής αναµονής, όπως στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», είτε όταν βυθίζονται ως το λαιμό μέσα στον χρόνο, όπως η Ουϊνη, είτε όταν ο ίδιος ο χρόνος είναι σταµατηµένος στο µηδέν, σ’ ένα σύµπαν σκοτεινό και άβιο, όπως στο «Τέλος του παιχνιδιού», είτε όταν ανασύρουν από τα βάθη του στιγµές ευτυισµένης ζωής.
Έτσι, ο χρόνος γίνεται µια λειτουργία της ύπαρξης. Και το κάθε πρόσωπο έχει τον δικό του χρόνο, που σηµαίνει την ιδιαίτερη σχέση του µε το σύµπαν.
Το θέατρο του Μπέκετ δεν είναι η επίπεδη πραγµατικότητα. Τα πρόσωπά του κινούνται σε άλλα στρώµατα της διάνοιας. Σε άλλα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και όσα «συµβαίνουν» στα έργα του δεν είναι γεγονότα της εξωτερικής πραγµατικότητας, αλλά µεταβατικά στάδια, από όπου το πρόσωπο περνά σε βαθύτερα στρώματα της οδύνης, που σημαίνει της εγκόσμιας γνώσης. Έτσι η κίνηση των προσώπων γίνεται κάθετα στα επίπεδα της ύπαρξης.
Στο βιβλίο μου «Σάμουελ Μπέκετ – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης», προσπάθησα να δώσω μια νέα διάσταση στο έργο του. Αυτή της προϋπαρξιακής μνήμης. Ο Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαριέρ, που προλόγισε το βιβλίο αυτό, γράφει: «Ναι, χωρίς αμφιβολία, υπάρχει εκεί μία οδός για να φωτίσουμε την άβυσσο, ένα εύθραυστο φως, που μοιάζει με τη σπίθα εκείνη που οι Γνωστικοί φιλόσοφοι έβλεπαν να λάμπει στο βάθος της κόρης του οφθαλμού – μνήμη από την πρώτη φλόγα του κόσμου. Ίσως αυτήν ακριβώς την αλήθεια, αυτήν την «πυκνότητα» να αναζητούν – συνειδητά ή όχι – τα πρόσωπα του Μπέκετ».
Ήταν ένα βροχερό απόγευµα. Λίγο πριν είχε τιµηθεί µε το βραβείο Νοµπέλ. Το παρισινό τοπίο βροχερό. Περπατούσα ανάµεσα στις αγριοκαστανιές, στη λεωφόρο του Αγίου Ιακώβου, και σκεφτόµουν πως εκείνη την ώρα ζούσα µια από τις πιο σηµαντικές στιγµές της ζωής µου. Ο Σάµουελ Μπέκετ με περίμενε. Σε λίγο θα γνώριζα έναν άνθρωπο που το έργο του είχε τόσο βαθιά εμποτίσει τη σκέψη μου. Το έργο του είχε τόσο απόλυτα επηρεάσει την πνευματική στάση και αναζήτηση του σύγχρονου ανθρώπου όχι μόνο στον θεατρικό χώρο.
Ήξερα πως ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Πως µιλούσε λίγο και σιωπούσε περισσότερο. Πως δεν επικοινωνούσε εύκολα µε τους ανθρώπους. Ήταν η εποχή που είχα µεταφράσει τα έργα του. Και ήµουν ακόµα βυθισµένη µέσα στα κείµενά του.Το διαµέρισµά του απλό. Ένα ξύλινο παλιωµένο γραφείο γεµάτο φακέλους. Και στους τοίχους, απλά ξύλινα ράφια με τα βιβλία του. Στεκόταν σιωπηλός ανάμεσα στα έργα του. Ένα πρόσωπο ασκητικό, βασανισμένο. Όπως και το έργο του. Και όλα εκεί μέσα ταίριαζαν με την ασκητική του μορφή.
Ένιωθα πως εκεί, σ’ εκείνο τον ασκητικό χώρο, η μοίρα του καιρού μας είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο για τον σύγχρονο άνθρωπο. Στο αποστεωμένο του πρόσωπο φαίνονταν καθαρά τα σημάδια μιας άγρυπνης συνείδησης.
«Ο πόνος υπάρχει στον κόσμο, και ο άνθρωπος είναι ανίκανος να αποτρέψει αυτό το τεράστιο κύμα του πόνου», είπε.
Ο Σάμουελ Μπέκετ δεν υπάρχει πια μέσα στον εγκόσμιο πόνο. Μια διανόηση που άγγιξε τις πιο βαθιές πληγές του σύγχρονου ανθρώπου. Την ερημία. Την αγωνία για το μεταφυσικό κενό. Τη συντριβή της αξιοπρέπειας. Τη μνήμη μιας σκοτεινής προϋπαρξης. Την εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης.
Όσο βαθιά κι αν μελετήσει κανείς το έργο του, πάντα θα αναρωτιέται: Ποια ήταν η διάνοια του Σάμουελ Μπέκετ στον καιρό μας. Και γιατί στάθηκε τόσο μοναχικός και σκοτεινός, αλλά και τόσο μαγνητικά μεγάλος.
Ελευθεροτυπία, 28 Δεκεμβρίου 1989
Γράφτηκε για τον θάνατό του, που ήταν στις 22 Δεκεμβρίου 1989.