Έχοντας μυηθεί μέσα στο υπερβατικό φως της ποίησης του Ελύτη ( όταν έγραφα το βιβλίο μου: « Οδυσσέας Ελύτης-Ένα όραμα του κόσμου») και έχοντας ταξιδέψει σαν «πλεούμενο» κι εγώ μέσα στη «δημητριακή θάλασσα» των χρησμών του, βρίσκω πως τούτο το τελευταίο βιβλίο του, το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» είναι η πιο συγκλονιστική στιγμή της ποίησής του. Είναι η ύστατη τραγική κραυγή, καθώς, απεκδυόμενος την εγκοσμιότητά του, αντιμετωπίζει το αναπότρεπτο κοσμικό «τέλος».
Τραγική στιγμή ποιητικού και υπαρξιακού απολογισμού. Τραγική αμφισβήτηση και αντιφατική αγωνία. Το κοσμικό δέος, το «μαύρο κενό», ο γκρεμός – που «έβαλε ήρεμα στο πλάι του» – σε εναλλαγή με την ανάβαση στη θέωση και στη Λάμψη-Γνώση, είναι η αιμάσσουσα αντιφατικότητα μιας συνείδησης εναγώνιας μπρος στο πλησίασμα της μεγάλης τελικής ΄Ωρας.
΄Εχοντας βιώσει τόσο βαθιά και απόλυτα την πορεία της ποίησής του, την αναζήτηση της υπερβατικής Αλήθειας, την αγωνία του Αγνώστου, βρίσκω σε τούτη την τελευταία ποίησή του αίμα τα σημάδια της αγωνίας.
Στο ποίημά «Τετάρτη, 8γ», μας λέει:
"΄Ετσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στερημένης,
δεν έχουνε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα
και πολλές μεγάλες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω
και πάω – πού ξέρεις; για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα».
Ποιος ξέρει; Μπορεί εκείνη η άλλη Διάσταση, ο άλλος Καιρός, να είναι μια πατρίδα γλυκύτερη από την υλικότητα του κόσμου. Ποιος ξέρει; Γλυκύτερη από την ποιότητα και πυκνότητα της κοσμικής μας υπόστασης. Γιατί, σίγουρα, τούτη η ποιότητα και πυκνότητα του άστρου μας δεν θα υπάρχει Εκεί. Κι αναρωτιέται:
Αραγες να΄ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους η ίδια:
Κάποτε θα ήθελα να γράψω μια εκτενή μελέτη πάνω στην ποίηση του βιβλίου αυτού. Γιατί βρίσκω πως ο κάθε στίχος είναι και μια αναφορά σε παλαιότερες «θέσεις» του Ποιητή. Ο κάθε στίχος είναι και μια σαφής αναφορά που παλιρροεί στις υπαρξιακές πηγές της ποίησής του.
Μια πορεία νόησης, ενόρασης. διείσδυσης, λάμψης, που πυρπολήθηκε στο μάκρος της ζωής.
Η ποίηση τούτη είναι η στιγμή της Λάμψης.
Απεκδυόμενος την υλικότητα του κόσμου, έφτασε στην εσωτερική Λάμψη. Εφτασε στον απόλυτο Πόνο. Γιατί η νεότητα, οι αναμνήσεις, ο έρωτας, είναι ταυτόσημα με την κοσμική αυτή «υλικότητα» που αποχωρίζεται.
Τώρα θα ’χει βουλιάξει ο κόσμος
με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ’ το νερό
Κι εγώ, σα να’ μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη.
Θα γράφει ακόμα και στον άλλο Καιρό! Πώς να μην αναλογιστώ στίχους του που είχα αναλύσει παλιότερα και που τώρα τους βρίσκω βιωμένους ξανά μέσα στην πυρπολημένη πια από τα χρόνια ψυχή του.
Καταχωρώ τούτους τους ωραίους στίχους:
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά , μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
The angels await with candles and funerary psalms
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Η κανείς ή κι δυο μαζί, μ’ ακούς
Μεταφέρω και μια παράγραφο από το βιβλίο μου: «Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου»
«Τούτη τη στιγμή μπορώ να συλλογιστώ τον Ποιητή με την άγνωστη Ψυχή του να περιμένει στο βαθύ εκείνο πέρασμα με τους ουράνιους αγγέλους και τους νεκρώσιμους ψαλμούς για να π ε ρ ά σ ε ι. Εκείνος οραματίστηκε το βαθύ πέρασμα και έχοντας ζήσει μια ολόκληρη ζωή μ’ αυτή την άγνωστη Ψυχή του, την πηγή των χρησμών της ποίησής του, μ’ αυτή τη θεϊκή Λάμψη που μέσα της πόνεσε αναζητώντας μια άλλη Αλήθεια, δεν θέλει πια να την αποχωριστεί. Θέλει να περάσει μαζί στον άλλο Καιρό. Στον άλλο κύκλο της Υπαρξης.»
Και παρακάτω συνεχίζει:
«Σ’ άλλη γη, σ’άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς»
Μεταφέρω άλλη μια παράγραφο από την ανάλυση του βιβλίου μου:
« Σ΄ άλλη γη, ή σ’ άλλο αστέρι, εκεί που θα μεταναστεύσει, σαν το λαβωμένο πουλί το δαρμένο από άγνωστους ανέμους, η Ψυχή, κλείνοντας την πονεμένη άβυσσο της γέννησής της και της εγκόσμιας περιπλάνησης, εκεί δεν θα υπάρχει σίγουρα το ίδιο χώμα και ο ίδιος αέρας, η πυκνότητα της ύλης του δικού μας Καιρού. Πιστεύω πως είναι από τους ωραιότερους στίχους που έχουν γραφεί. Από τα ωραιότερα μεταφυσικά οράματα, που διεγείρουν και πονούν όλα τα κύτταρα της Ψυχής, καθώς την ανασύρουν από τα σκοτεινά βάθη να οραματιστεί την αλήθεια της. Να αντικρύσει «το βαθύ πέρασμα» της μεταλλαγής της σε φως. Της απαλλαγής της από το κοσμικό ένδυμα, που τη βύθισε στα σκοτάδια της ύλης”.
Δεν μπορούσα να μην κάνω αυτή τη μικρή αναφορά. Τούτη η τελευταία ποίηση Του Ελύτη ξυπνά μέσα μου όλους τους δρόμους που πήρα για να φτάσω στις πιο βαθιές πηγές της.
Πόσο διαφανής είναι πια η νύχτα που τον χωρίζει από το θάνατο!
Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο
σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα
Τι συναρπαστική εικόνα! Εκεί σταματημένος αφουγκράζεται τις κινήσεις του άλλου Χώρου. Εκεί σταματημένος, βιώνει τον παρελθόντα και τον μέλλοντα χρόνο, μέσα και έξω από τη ζωή, με τη ματιά βυθισμένη μισή στον κόσμο που βουλιάζει πίσω του, μισή στην «πόρτα» που ανοίγει εμπρός του.
« Ζων δε άπτεται τεθνεώτος εύδων» μας είπε ο Ίωνας φιλόσοφος.
Κάποτε, η υλικότητα του κόσμου παίρνει την έκφραση ενός κήπου. « Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει».
Κι αλλού θα μας πει πως η ωραία γυναίκα «μύριζε κήπο!» Το άρωμα της
κοσμικής ουσίας.΄Η, ίσως, της κοσμικής ανάμνησης.
Ο θάνατος, παντού ο θάνατος και η ανάμνηση του κόσμου που βουλιάζει.
Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
και κείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές)
απελπισία.
Κι ύστερα, το νερό που γίνεται πρόσωπο και «φέγγει απ’ όλη την περασμένη του ζωή!» Ο θάνατος, παντού ο θάνατος, που έρχεται σαν πελώριο βαπόρι «να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα.
Ισως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου». Η ψυχή του Ποιητή, που κάηκε, πυρπολήθηκε στην εγκόσμια τροχιά της. Ο θάνατος, παντού ο θάνατος και ο κήπος που έγινε φέρετρο. Ο κόσμος που δεν μπορεί πια να ξαναδεί. Κι ύστερα η μητέρα.
Θλιμμένη και προσεκτική.
Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω
γιατί λιποθύμησα.
΄Ηταν τόσο δυνατή η συγκίνηση για τον κόσμο που άφηνε πίσω του.
Τελειωμένο μέσα στη βιωμένη πορεία του. Και θα τελειώσει το « Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου » με τούτο το υπέροχο: πως αυτή η εγκοσμιότητα που θα απεκδυθεί είναι ένα ελάχιστο κομμάτι από τη ζωή του!
Κι αυτό μου φέρνει στο νου τον στίχο του:
«η επαύριο της ζωής μας θα ’ναι πάλι ζωή!»
Περιοδικό Διαβάζω, 28 Αυγούστου 1985
Δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «απεκδυόμενος την εγκοσμιότητά του»