Γράφοντας την “Έκτη Σφραγίδα”, έμαθα πως αυτό που λέμε “θαύμα” ή μαγικό στοιχείο, υπερφυσικό, δεν είναι παρά μια αναρχία της φύσης, που γίνεται για το συμφέρον της
‘Οσο και αν φανεί παράξενο, Η Έκτη Σφραγίδα γεννήθηκε από κάποια όνειρα. Η πρώτη ιδέα.
Το όνειρο λειτουργεί στο μυθιστόρημα ως μέσον καταβύθισης στα άγνωστα, αρχετυπικά, θα έλεγα, πεδία της ψυχής, που φέρουν το χάραγμα από την κοσμογονική μνήμη. Και όλα τα “υπέρλογα”, τα υπερφυσικά φαινόμενα, που γίνονται σ’ αυτό, αποτελούν μια διαλεκτική των συμβόλων της ψυχής. Γιατί η ψυχή εκφράζεται με σύμβολα.
Γράφοντας την Έκτη Σφραγίδα, έμαθα πως αυτό που λέμε “θαύμα” ή μαγικό στοιχείο, υπερρεαλιστικό, δεν είναι παρά μια αναρχία της φύσης, που γίνεται για το συμφέρον της. Γι’ αυτό και το στήριξα στο εδάφιο της Αποκάλυψης, που μιλά για την “αναρχία” της κτίσης. Άλλωστε, σ’ όλα μου τα μυθιστορήματα υπάρχει η μεταφυσική. Η γοητεία του ανεξήγητου. Γιατί εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να μάθω πρώτα εγώ τι σημαίνει αυτό το μεταφυσικό όνειρο της ζωής μου, να μάθω πού με οδηγεί η εφημερότητά μου, σε ποιες υπαρξιακές αλήθειες. Προσωπικά, μ’ ενδιαφέρουν τα μοναχικά πρόσωπα, που ενσαρκώνουν το πάθος των υπαρξιακών ερωτημάτων. Και ένα τέτοιο πρόσωπο είναι και η ηρωίδα μου – ή αυτό προσπάθησα να δώσω. Είναι μια “γοητευμένη” από το Μυστήριο που την άγγιξε.
Κι ύστερα, το υπερρεαλιστικό στοιχείο, το υπερφυσικό, ήθελα να το μετατοπίσω σ’ έναν μικρό τόπο αρχαίας λατρείας, που τον συνδέω με ένα θρύλο. Ο θρύλος είναι η πλέον προσφιλής και ζώσα “ύλη” του μυστηρίου.
Έτσι ο μικρός αυτός τόπος, λίγο πριν τον καταστρέψουν, θα δείξει το αίμα του, θα δείξει τα πέτρινα δάκρυά του, αλλά θα δείξει και την εκδίκησή του. Κι αυτό, σαν ιδέα, γεννήθηκε μέσα μου μια μέρα που βρέθηκα σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο και μπροστά μου, σε απόσταση δυο τριών μέτρων, ανάμεσα σε γεράνια και πλαστικές πολυθρόνες, ήταν τα ερείπια ενός αρχαίου ναού. Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα να μπορούσε ο μικρός αυτός τόπος, ο τόσο βάναυσα βιασμένος, να δείξει την οργή του.
Δεν μ’ ενδιαφέρουν πια τα μυθιστορήματα των επίπεδων διαπροσωπικών σχέσεων. Στόχος μου είναι να δώσω τη ζωή μέσα από τις αθέατες διαστάσεις της. Να βρω τη σχέση που έχει η ψυχή με το αόρατο, αυτό που περιρρέει το ορατό, δίνοντας άλλες οπτικές και σημασίες στα πράγματα.
Το παρακάτω κείμενο το βρήκα στα ημερολόγιά μου όταν προσπαθούσα να στήσω το μυθιστόρημα
Μια μέρα καθόμουν στην πολυθρόνα κάποιου πολυτελούς ξενοδοχείου και, μπροστά μου, σε απόσταση δύο τριών μέτρων, υπήρχαν κτίσματα μια μυθικής πόλης, όπου και ο ναός της θεάς Άρτεμης κατεστραμμένος. Τα κτίσματα τότε δεν ήταν ακόμα περιφραγμένα, και ο καθείς μπορούσε να περπατήσει ανάμεσά τους – είχαν βάλει μάλιστα και γεράνια για να ομορφύνουν τα αρχαία! Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα να μπορούσε ο τόπος να ήταν “ζωντανός”, να μπορούσε να δείξει το αίμα του, να δείξει τα πέτρινα δάκρυά του, να δείξει ακόμα την οργή του. Και η εικόνα απλώθηκε μέσα μου, σκέπασε όλη σχεδόν την διάσπαρτη από Αρτέμιδες και Ερμήδες γη μας.
Ήταν το πρώτο ερέθισμα για το μυθιστόρημά μου. Από ‘κει και πέρα ήθελα τον τόπο “ζωντανό”, να πονάει και να ονειρεύεται και να εκδικείται. Και ρίχτηκα να μελετήσω ό,τι μπορούσε να υπάρχει στη σύγχρονη φυσική και βιολογία σχετικό με την πεποίθησή μου. Ήθελα το “υπέρλογο” του μυθιστορήματος “η αναρχία”, όπως το ονομάζω, να έχει άλλοθι, και στήριξα τον πυρήνα του βιβλίου στο εδάφιο της Αποκάλυψης που μιλά για την Έκτη Σφραγίδα – Σφραγίδα της αναρχίας της κτίσης.
Συνήθως, όταν τελειώνω ένα μυθιστόρημα, είναι κιόλας στο μυαλό μου έτοιμος ο σπόρος το επόμενο. Το ίδιο το μυθιστόρημα με οδηγεί και πάντα από τους πιο παράξενους δρόμους. Έτσι, τελειώνοντας το “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, έμαθα πως … (ο λόγος σταματά εδώ, ίσως μια μέρα βρω την συνέχεια)
Θα πρέπει να είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα Έθνος της Κυριακής, στην σελίδα της δημοσιογράφου Ελένης Γκίκα. Και θα πρέπει να ήταν γύρω στο 2010.