Το χωροχρονικό ταξίδι στην Υψιπύλη της Μ. Λαμπαδαρίδου Πόθου
«Στέκομαι στην άκρη του χρόνου και κοιτάζω. Πατώ προσεκτικά ανάμεσα στους τριάντα τρεις αιώνες του μύθου μου και στο φθινοπωρινό σήμερα που με έβγαλε εδώ, σε τούτο το ερημικό ακρογιάλι με τις πατημασιές των γλάρων πάνω στην υγρή αμμουδιά»1. Οι πρώτες αυτές φράσεις από το βιβλίο της Μ. Λαμπαδαρίδου αποτυπώνουν στη σελίδα την αρχή του συγγραφικού εγχειρήματος, το οποίο παρακολουθεί την ιδιότυπη κίνηση της συγγραφέως, ένα σαγηνευτικό μετεωρισμό θα λέγαμε ανάμεσα στο μυθικό χθες και το βιωματικό σήμερα. Ο μύθος της Υψιπύλης, της βασίλισσας των Αμαζόνων και των γυναικών της Λήμνου, υπεύθυνες όλες για τον ομαδικό φόνο των ανδρών του νησιού, έχει κυριέψει τη σκέψη της και καθοδηγεί την προσπάθειά της να ανασυνθέσει τον τραγικό μύθο. Έτσι ξεκινά τη συγγραφική της περιπλάνηση, με το δεδομένο των γεωγραφικών συντεταγμένων του μύθου να ταυτίζονται με τον τόπο καταγωγής της, το νησί της Λήμνου, ενώ οι χρονικές συντεταγμένες των τριάντα τριών αιώνων απόστασης από το σήμερα της γραφής και της σύγχρονης πραγματικότητας, οριοθετούν μια χρονική διάσταση που η συγγραφέας καταλύει ουσιαστικά, βρίσκοντας, χάρη στη δύναμη της ενόρασης, τη ρωγμή του χρόνου που την «έφερε -όπως θα πει- στην ίδια παράλληλο με τις γυναίκες του μύθου» (σ. 140). Μέσω της γραφής, πραγματοποιεί λοιπόν ένα ταξίδι στο χρόνο, που παρουσιάζεται όμως με τις αποχρώσεις ταξιδιωτικού οδοιπορικού. Μέσα σε οκτώ «Περιπλανήσεις»-κεφάλαια, περιδιαβαίνει το νησί, αναπλάθοντας το φυσικό σκηνικό όπου εκτυλίχθηκαν τα «δρώμενα» του μύθου, τα πέντε «Τελετουργικά» όπως τα ονομάζει στα αντίστοιχα κεφάλαια. Ακολουθώντας τα βήματα της συγγραφέως ο αναγνώστης, αληθινός συνοδοιπόρος, διασχίζει τα τοπία της Λήμνου και, χάρη στην παραστατικότητα της περιγραφής της Λαμπαδαρίδου, το νοητό του ταξίδι αποκτά τις διαστάσεις φυσικής παρουσίας στο χώρο:
Ο Πέτασος είναι το βουνό που σαν αρμονικός βραχίονας προεκτείνεται μέσα στη θάλασσα, λίγο έξω από τη Μύρινα, προς την πλευρά όπου βρίσκεται το Ιερό της θεάς Άρτεμης. […] Αντίκρυ από τον Πέτασο, αριστερά, το μεγαλόπρεπο ενετικό κάστρο όπου βρισκόταν η ακρόπολη των μυθικών χρόνων. Ο Πέτασος και το κάστρο, μαζί με την παράλια ακτή του Ρωμέικου Γιαλού και πιο πάνω των Ρηχών Νερών, σχηματίζουν μια πελώρια νερένια αγκαλιά που φτάνει ως τον Άθω. (σ. 21-22)
Ο ναός, με όλα τα ερείπια που σώθηκαν, βρίσκεται πολύ κοντά, δίπλα σχεδόν, στη σπηλιά του Φιλοκτήτη, στο νοτιοανατολικό ακρωτήρι της Λήμνου σε ένα μαγευτικό τοπίο, κατάχρυσο.(σ. 45)2
Από την «Πρώτη Περιπλάνηση» ήδη, τα τοπία του νησιού δημιουργούν έναν χρονότοπο-πλαίσιο που εννοιοδοτεί το ταξίδι: «Η Λήμνος μεταμορφώνεται σε καράβι πέτρινο και με ταξιδεύει στο χρόνο», λέει η συγγραφέας, συμπληρώνοντας στη συνέχεια: «Αυτό το ταξίδι είναι πολύ μακρύ. Πολύ επώδυνο. Σαν να παλεύω με το χρόνο.[…] Αυτό το ταξίδι θα το κάνω, λέω. Πρέπει να βρω κάποια πράγματα πριν τα κουκουλώσει η λήθη. Και ξεκινώ» (σ. 20). Αναζητώντας τα ίχνη του μύθου στον πραγματικό χώρο –την αρχαία πόλη, το βασιλικό ανάκτορο, τον τόπο της συνομωσίας, του φονικού, εκείνον της τελετουργίας της κάθαρσης– η συγγραφέας εντάσσει, τοπο-θετεί κυριολεκτικά τα μυθικά γεγονότα στο χώρο, κυριευμένη από αγωνία και λαχτάρα συνάμα για την ανασυγκρότηση του μύθου, αλλά και για τον χωρικό του προσδιορισμό. Η καταγραφή γίνεται με τη μορφή μονολόγων:
Πρέπει να μαντέψω πού θα μπορούσε να ήταν η πόλη τους. Πού οι βρύσες με τα τρεχούμενα νερά. […] Μπορεί να ήταν κοντά στο Ιερό της θεάς Άρτεμης […]. Μπορεί ακόμα, λέω, η πόλη τους να ήταν ο αρχαίος οικισμός που ανακαλύφθηκε πρόσφατα έξω από τη Μύρινα και που, είπαν, είναι προγενέστερος της Τροίας. Ή, ακόμα, η πόλη τους μπορεί να ήταν εκεί που βρίσκεται η σημερινή Μύρινα. Η ακρόπολη της πόλης στα μυθικά αλλά και ιστορικά χρόνια της αρχαιότητας βρισκόταν πάνω στο σημερινό κάστρο. (σ. 66, 67)
Και καθώς οι τοποθεσίες αποκτούν τη μυθική ταυτότητα και αναδύεται η τοπιογραφία του μύθου, η περιδιάβαση στο χώρο μετουσιώνεται σε ακροβασία πάνω στο χρονικό άνυσμα. Τα μονοπάτια της φύσης, τα δρομάκια της Μύρινας μετατρέπονται σε μίτο της Αριάδνης που την οδηγεί στους λαβύρινθους του μυθικού χρόνου:
Περπατώ στα σοκάκια της Μύρινας κι αναρωτιέμαι αν είναι τα ίδια αυτά, λίγο παραλλαγμένα, όπου ίσως περπάτησε η Υψιπύλη. Σοκάκια ή ακρογιαλιές, ή λόφοι χρυσαφένιοι που σήκωναν πάνω τους τα Ιερά, και η σελήνη ίδια από τότε να ασημίζει το γυμνό τους σχήμα μέσα στο χρόνο. […] Αύριο θα γίνει το τελετουργικό του αίματος.
Κι εγώ έχω μια μέρα και μια νύχτα για να περιπλανηθώ στο ίδιο σεληνιακό τοπίο. (σ. 81)
Σε λίγο θα πέσει το σκοτάδι. Σε λίγο θα βγει η σελήνη. Η ίδια από τότε. Κι εγώ δεν θα ξέρω σε ποιο χρόνο υπάρχω. (σ. 82)
Η συγγραφέας βιώνει συγχρόνως «το Τότε και το Τώρα [που] ενώνονται» (σ. 98) όπως θα πει χαρακτηριστικά, σε μια ποιητική και μεταφυσική εμπειρία σύνθετης στιγμής, όπου πλέκονται συγχρονίες και καταργείται η συνοχή και η συνέχεια του συμβατικού διαδοχικού χρόνου3. Από την απαλοιφή των χρονικών ιεραρχιών, την αχρονία4 και το συγκερασμό των δύο χρονικών στιγμών απορρέει αναπόφευκτα η ταύτιση των στοιχείων τους και των ερεθισμάτων που τις σηματοδοτούν. Κατά συνέπεια, η σύγκλιση του χρόνου που πραγματώνεται μέσω του χώρου, επιτρέπει στο εγώ της γράφουσας την απρόσκοπτη μετάβαση από τον πραγματικό χρόνο στο μυθικό. Η ανάδρομη αυτή πορεία στο χρόνο που εκτυλίσσεται στη γη της Λήμνου ζωογονείται εκφραστικά με τον ενεστώτα και το πρώτο πρόσωπο των ρημάτων. Αυτόματα καταλύεται η αδιαπερατότητα της έννοιας του χρόνου και η συγγραφέας μετατρέπεται σε θεατή των γεγονότων που συντελέστηκαν στο μυθικό παρελθόν, ενώ από αφηγηματολογικής απόψεως αναλαμβάνει ενδοδιηγηματικό ρόλο:
Προχωρώ προς το δώμα της Πολυξώς που είναι στο βάθος του βασιλικού ανάκτορου. […]
Περνώ από το βασιλικό ανάκτορο. Όλα είναι ήσυχα. Ο Θόας κοιμάται στη βασιλική του κλίνη αμέριμνος, με το παράθυρο ανοιχτό να μπαίνει η θαλασσινή αύρα. […] Και κάτι αλυχτίσματα που ακούγονται από τα βάθη της νύχτας με κάνουν και ριγώ. […]
Μπορεί τούτα τα αλυχτίσματα να έρχονται από τα βάθη της ίδιας εκείνης νύχτας, σκέφτομαι. Η κύκλια κίνηση του χρόνου τα φέρνει.
Το σκοτάδι με κυκλώνει. Με δυσκολία διακρίνω τις κινήσεις των ανθρώπων (σ.87)
Γέρνω όσο μπορώ να δω καλύτερα.
Τρεις. Τρεις γυναίκες δουλεύουν με βιασύνη. […]
Κρύβομαι πίσω από το χαμηλό παράθυρο και τις κοιτάζω. Καμιά τους δεν μιλά. (σ. 88)
Αυτόπτης και αόρατος μάρτυρας του τραγικού φονικού και των προηγηθέντων και επακόλουθων συμβάντων, η Λαμπαδαρίδου αποκρυπτογραφεί και συντονίζει με τη γραφή της την αλληλουχία των γεγονότων, δίνει ζωή εκ νέου στα πρόσωπα του μύθου με έντονα φορτισμένους μεταξύ τους διαλόγους, διανθίζει με λεπτομέρειες κάθε περιγραφή, λειτουργώντας πράγματι σαν παρών και παντογνώστης συγγραφέας που παρατηρεί και καταγράφει. Την ιδιότητα αυτή της προσδίδει αφενός ο ιστορικός χρόνος που έχει μεσολαβήσει και η επακόλουθη γνώση που προσφέρουν οι πηγές, ιστορικές και λογοτεχνικές, στις οποίες προστρέχει η ίδια για να συρράψει το παζλ του μύθου και να αποκαταστήσει τα απόντα τμήματά του. Αφετέρου, το ίδιο το χρονικό ταξίδι, «έτσι που ζ[ει] το χρόνο μέσα και έξω από τον μύθο» (σ. 90), όπως με νόημα τονίζει, είναι εκείνο που της επιτρέπει να ξαναζωντανεύει το εκάστοτε γεγονός με τις πραγματικές του διαστάσεις και συνέπειες:
Πρέπει να βιαστώ. Να πάω στα πλατάνια και στα ματωμένα νερά.
Όπου να ’ναι θ’ αρχίσει ο θρήνος.
Οι γυναίκες της Λήμνου θα βγουν από την πέτρα. Και ο σπαραγμός τους θ’ ακουστεί ως τα γύρω νησιά. (σ. 122)
Πατώ άκρη άκρη πάνω στην ίδια διαδρομή των ματωμένων νερών και φτάνω στον τόπο του αίματος. Ακόμα πετρωμένες είναι, όπως τις άφησα ξημερώματα σχεδόν, στο τέλος της τελετής του αίματος. […] Σε λίγο ο χρόνος θα κυλήσει ξανά γι’ αυτές. Γιατί πρέπει να θρηνήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, πρέπει να πενθήσουν, να σπαράξουν.
Σε λίγο. Όταν όλα θα είναι έτοιμα γι’ αυτό το σπαραγμό. (σ. 124)
Είμαι εδώ ακόμα, πλάι στις γυναίκες που κοιτάζουν το πλοίο να πλησιάζει, η Αργώ. Δεν ξέρουν ακόμα πως το πλοίο το λένε Αργώ. (σ. 170)
Η σχέση με το χρόνο ανάγεται σε κλειδί της αφήγησης, ενώ ο ίδιος ο χρόνος προβάλλεται θα λέγαμε σε πρωταγωνιστή της, έχοντας απωλέσει την ιδιότητα της διαδοχικής εξέλιξης και τη διαμορφωτική αρχή της ιστορικής συνέχειας. Πολυάριθμες αναφορές επανέρχονται τόσο στο παρακειμενικό επίπεδο, τίτλους, υπότιτλους, όσο και στο κειμενικό, επισημαίνοντας ακριβώς τη σχέση του εγώ με τη χρονική διάρκεια, την παρελθοντική στιγμή, αλλά κυρίως τη μετάβαση στο τότε, ή την ταύτισή του με το τώρα. «Σήμερα», γράφει η Λαμπαδαρίδου, «η καθεμιά από τις γυναίκες της Λήμνος θα είναι μονάχη στο θρήνο της» (σ. 95), «Σήμερα όλες αυτές οι άμοιρες γυναίκες θα φτάσουν στην τέλεια συντριβή» (στο ίδιο) και η επανάληψη του χρονικού επιρρήματος αποδίδει μια διάσταση που εμπερικλείει τόσο το οντολογικό παρόν της συγγραφέως όσο και το παρόν του μύθου συντονίζοντας μια συγχρονία, η ένταση της οποίας αποβλέπει στη συνειδησιακή βίωση του δράματος. Στο ίδιο αποτέλεσμα συγκλίνουν και άλλες επιρρηματικές εκφράσεις, «εδώ», «τώρα», «αύριο», η χρήση των οποίων όχι μόνο οριοθετεί τα γεγονότα, αλλά κυρίως εξασφαλίζει τη χωροχρονική εγγύτητα.
Αν από τα μονοπάτια της Λήμνιας γης γίνεται η καταβύθιση στο χρόνο το μυθικό, η Λήμνος, τόπος καταγωγής της συγγραφέως, οικεία και αγαπημένη, κινητοποιεί μία άλλη διαδρομή, στα μονοπάτια της προσωπικής μνήμης πλέον. Η περιδιάβαση της Λαμπαδαρίδου διασχίζει τότε το συλλογικό παρελθόν μέσα από το ατομικό και από τα μυθικά γεγονότα οδηγείται στα ιστορικά της περιόδου της Κατοχής:
Τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στο νησί, εμείς όλοι είχαμε μαζευτεί στις Αμυγδαλιές. Ήταν κάμπος τότε ακόμα, λόφοι ήρεμοι όπου πηγαίναμε την Καθαρή Δευτέρα και την Πρωτομαγιά, με καλαθάκια γεμάτα φαγητά. (σ. 31)
Η μνήμη που συνδέεται με τον τόπο ενεργοποιεί με τη σειρά της τη γραφή σε μια αμφίδρομη ευεργετική κίνηση, που ανασύρει από τη λήθη και συγχρόνως δημιουργεί ποιητικά με τη δύναμη που η συγγραφέας αποκαλεί «ποιητική της μνήμης»:
Μια μαρτυρία είναι πάντα ευεργετική. Μπορεί και άλλοι να έζησαν παρόμοιες στιγμές και να θέλουν έτσι, με την ποιητική της μνήμης, να τις βρουν στην ομίχλη του χρόνου. (σ. 32)
Εξάλλου, η προσωπική σχέση της συγγραφέως με το νησί προσδίδει σε συγκεκριμένους χώρους μία μοναδική δύναμη, καθιστώντας τους εφαλτήρια επιστροφής στον απωλεσθέντα και παρελθόντα χρόνο. Αναφερόμαστε πρωτίστως στο σπίτι της στη Λήμνο. Με το όνομα της Υψιπύλης στον οδοδείκτη του δρόμου, η ταύτιση του χώρου ανάμεσα στο τότε και το τώρα αποκτά διαστάσεις που ξεπερνούν την τυχαία σύμπτωση και γεννούν τη βεβαιότητα της ύπαρξης του αρχαίου παλατιού στη συγκεκριμένη τοποθεσία:
Τοποθετώ το παλάτι της Υψιπύλης στο σημείο που βρίσκεται το σπίτι μου, κάθομαι σε μια γωνιά και περιμένω. Άλλωστε και ο δρόμος –το σοκάκι– έξω από το σπίτι μου, οδός Υψιπύλης λέγεται. (σ. 150)
Σήμερα σκέφτομαι πως μπορεί και να μην είναι τυχαίο που ο δρόμος του σπιτιού μου λέγεται Οδός Υψιπύλης. (σ. 204)
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και το εσωτερικό του σπιτιού της, με «την παλιά ξύλινη σκάλα» και το «σκοτεινό κατώι» (σ. 138), χώροι με έντονο ψυχολογικό και συναισθηματικό φορτίο, σύμβολα κατεξοχήν του ψυχικού κόσμου, σημεία όπου τέμνεται το παρελθόν με το παρόν. Η σκάλα και το κατώι ιδιαίτερα αντλούν μία επιπρόσθετη σημασία, καθώς ανάγονται σε βασικούς χρονότοπους5, χώρους δηλαδή που κάνουν εφικτή τη μετάβαση στο παρελθόν και την αναβίωσή του, όχι μόνο το προσωπικό παρελθόν αλλά κυρίως το μυθικό. Το ανεβοκατέβασμα της σκάλας και η αναζήτηση των παλαιών αντικειμένων υπερβαίνουν τα χρονικά πλαίσια, ανασυνθέτοντας την αίσθηση του αλλοτινού χρόνου και μετατρέποντας την κίνηση στη σκάλα σε χρονική παλινδρόμηση. Κοχύλια που «βρίσκονταν εκεί από Τότε. [Γιατί] χρησίμευαν ως τροφή στους ανθρώπους που έχτιζαν το θέατρο Τότε » (στο ίδιο), ανασύρει η συγγραφέας από τα συσσωρευμένα αντικείμενα και, καθώς αυτά τα επουσιώδη και ασήμαντα αναδύονται στην επιφάνεια, δημιουργούν ένα μαγικό άνοιγμα στο χρόνο από το οποίο η συγγραφέας καταδύεται στο μύθο:
Θυμόμουν ακόμα πως μέσα εκεί υπήρχε ένα σπασμένο πήλινο λυχνάρι. […] και ψάχνω τα θρύψαλα ένα ένα. […] Και το βρίσκω.
Το παίρνω στα χέρια μου. […] Από την εποχή της Υψιπύλης, λέω. Από την εποχή του μύθου.
[…]
Το αγγίζω με ιερό δέος. Ψάχνω να βρω πάνω του την αφή από τα δάχτυλα εκείνα των τριάντα τριών αιώνων. Ο χρόνος με παιδεύει και πάλι. […]
Να το Τότε και το Τώρα, συλλογίζομαι. Εδώ είναι, πάνω στην πήλινη αφή του λυχναριού. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως άγγιξα τα δάχτυλα των γυναικών. Και ήταν εξαίσιο. Μέσα από τις αόρατες διαδρομές του χρόνου, τα δάχτυλά μας ενώθηκαν σ’ εκείνη την ελάχιστη στιγμή. Άγγιγμα φευγαλέο. Και κανείς δεν μπορεί να πει πως ήταν στη φαντασία μου μόνο. […]
Όμως η αφή του λυχναριού μού έδωσε μια άλλη ποιητική του χώρου. (σ. 139-140)
Χάρη στην καταλυτική λειτουργία των χρονότοπων που «συγκεκριμενοποιούν το χρόνο μέσα στο χώρο»6, η αφηγήτρια αναστηλώνει τα ερείπια του μύθου και προσδίδει στα γεγονότα συγκεκριμένες χρονικές και χωρικές δομές.
Η απόκλιση από τη συμβατικότητα της αφήγησης στηρίζεται εξίσου σε στοιχεία της φύσης, που ενεργοποιούν τη συμβολική τους φόρτιση και σηματοδοτούν τη συνειδησιακή διαδρομή ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, συμβάλλοντας έτσι στην ποιητική της ανασύστασης του χρόνου. Πρόκειται για στοιχεία όπως το τρεχούμενο νερό που καθρεφτίζει το φως των λυχναριών και, απορροφώντας το στα βάθη του, αντανακλά μέσω της υφής του τη χρονική διαδρομή προς το μυθικό παρελθόν:
Λυχνάρια σκορπισμένα πάνω στους βράχους, στο χορτάρι, στα κλαδιά των πλατανιών. Λυχνάρια πάνω στα τρεχούμενα νερά που κυλούν μαζί τους.
Ο χρόνος.
[…]
Ο χρόνος έγινε λυχνάρι πάνω στο βράχο.
Κοιτάζω τη φλόγα του πήλινου λυχναριού που πέφτει στα τρεχούμενα νερά και κυλά ως τ’ άπατα βάθη.
Μια τόση δα τρεμουλιαστή φλογίτσα.
Ο χρόνος.
Άκρη άκρη πατώ πάνω σε τούτη την τρεμουλιαστή ροή. Σαν φυτίλι αναμένο που σέρνει τη φωτιά του. Φτάνω ίσαμε τα βάθη τα άπατα. (σ. 97-98)
Το υδάτινο στοιχείο με τη μορφή του νερού της βροχής υπαγορεύει κατά τον ίδιο τρόπο το ταξίδι στο χρόνο, διαγράφοντας συμβολικά με την κάθετη κίνησή του το χρονικό άξονα μεταξύ των δυο σημείων, του πριν και του τώρα, ενώ με τη διαχρονικά πανομοιότυπη ροή του και την εξαγνιστική του ικανότητα εξυφαίνει ένα πλέγμα συγχρονίας ανάμεσα στο μύθο και στο παρόν:
Ήταν αργά τη νύχτα που ήρθε η βροχή. Δυο χρόνια είχε να βρέξει. Και η γη έμοιαζε καρβουνιασμένη από τις μαύρες στάχτες και τα αίματα που δεν είχαν ακόμα ξεπλυθεί. […] Τούτη η βροχή ήταν για το νησί η κάθαρση. (σ. 164)
Και η Μύρινα, μια πόλη πλωτή κι αυτή μετά τη χτεσινή βροχή, με μεταφέρει με την ίδια άνεση στο μακρινό παρελθόν όσο και στο αβέβαιο αύριο. (σ. 165)
Περπατώ στο ίδιο σεληνιακό τοπίο. Τριάντα τρεις αιώνες μετά. Ακόμα μοσκοβολά πλυμένο το τοπίο. Λαμποκοπά από τη χτεσινή νεροποντή. (σ. 166)
Δεσπόζουσα μορφή τέλος είναι το δένδρο, κοσμικό σύμβολο της αναγέννησης της ζωής και της κυκλικής επαναφοράς του χρόνου7, «ο γερο-πλάτανος από όπου κοίταζ[ε] ακροπατώντας στην άκρη του χρόνου» (σ. 166) η συγγραφέας, ο οποίος υποστηρίζει την αναδόμηση του μύθου και το ταξίδι της χρονικής υπέρβασης προσφέροντας με τη μακροβιότητά του εγγύηση πιστότητας στην καταγραφή των γεγονότων, σαν ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας που συμπαρίσταται στη συγγραφέα:
Εδώ στέκομαι, πίσω από τα κλαδιά του πλάτανου, εδώ στην άκρη των νερών και κοιτάζω. (σ. 98)
Εδώ θα προσφέρουν τις χοές.
Εδώ.
Καθεμιά τα δικά της λόγια.
Τις δικές της προσφορές.
Ψάχνω να βρω τις πατημασιές μου. Να σταθώ στο ίδιο σημείο άκρη άκρη του χρόνου. Ο γερο-πλάτανος με προστατεύει. Τις βλέπω που λυγίζουν αργά το σώμα ν’ αγγίξουν τη γη. (σ. 152)
Καθώς το κείμενο απεικονίζει την παραδοξότητα της χωροχρονικής διαδρομής με την αμεσότητα και τη διαύγεια που απορρέουν από ένα αληθινό βίωμα, η πρώτη ύλη της γραφής φαίνεται να επηρεάζεται συχνά από την ένταση και την οδύνη των γεγονότων. Οι λέξεις γίνονται τότε απειλητικές, επώδυνες και εύθραυστες, κρατυλικής υπόστασης σημαίνοντα εννοιών δυσβάσταχτων, όταν το φριχτό φονικό των Λήμνιων γυναικών έχει συντελεστεί, ενώ ο θρήνος και ο καθαρμός δεν έχουν ακόμη εξαγνίσει τις ψυχές και τον τόπο:
Πρώτη φορά φοβάμαι τις λέξεις. Σαν να έγιναν εχθρικές ξαφνικά. Ή σαν να με απειλούν. Προσπαθώ να περιγράψω μια κίνηση ή μια κατάσταση και αντί για λέξεις βρίσκω μπροστά μου σπαραγμένα σώματα που τα καλύπτει το χάος. Ένα χάος γλιστερό και κόκκινο σαν αίμα νωπό. Και σαν να πρέπει με τα υλικά αυτά να πλάσω τις λέξεις μου. Προσεκτικά. Είναι υλικό που πονάει. Ένα εύθραυστο υλικό που πρέπει ιδιαίτερα να προσέξω. Ο πόνος που κλείνει μέσα του μπορεί να πέσει πάνω μου. (σ. 114)
Όταν η ανασύσταση του μύθου ολοκληρώνεται, με τον έρωτα της Υψιπύλης και του Ιάσονα τραγουδισμένο από τη λύρα του Ορφέα, με την επαναφορά του φυσιολογικού ρυθμού της ζωής στο νησί και τον απόπλου των Αργοναυτών, τερματίζεται ταυτόχρονα και η περιπλάνηση της συγγραφέως. Όσο κι αν στο νησί «η σημερινή Μύρινα από πραγματικότητα στέρεα και η άλλη, η μυθική, από ψυχές που κοιμούνται στις ρωγμές του χρόνου, πάντα θα συνυπάρχουν, πάντα θα αναδύεται η μια μέσα από την άλλη» (σ. 199), το τέλος του συγκλονιστικού αυτού ταξιδιού αφήνει το στίγμα του κενού και μιας αδυναμίας προσαρμογής στην πραγματικότητα, συναισθήματα παρόμοια με εκείνα που προκαλεί το τέλος ενός αληθινού ταξιδιού: «Δεν έχω πού να πάω πια» (σ. 198), μονολογεί η Λαμπαδαρίδου και αποχαιρετά όχι το βιβλίο που θα φύγει από τα χέρια της, ούτε την ηρωίδα της την Υψιπύλη, αλλά «ένα κομμάτι από χρόνο καταργημένο που του έδως[ε] ζωή και τώρα πρέπει να το βυθίσ[ει] ξανά στη σιωπή και τη λήθη» (σ. 200).
Στην τελευταία περιπλάνηση-κεφάλαιο θα δηλώσει :
Τελικά ο χρόνος είναι το υλικό μου. Μ’ αυτόν χτίζω και ξηλώνω τη ζωή. Ζωή παρούσα και καταργημένη. Ζωή και ποίηση της ζωής. (σ. 170)
Η οραματική σύλληψη της Λαμπαδαρίδου διακινδυνεύει όρια και εγκαταλείπει βεβαιότητες, επιχειρεί μια μεταφυσική αναζήτηση, όμοια και συνάμα διαφορετική από εκείνες προηγούμενων μυθιστορημάτων της. Με την Υψιπύλη προτείνει τελικά ένα μυητικό ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο, με το ρόλο του μύστη να τον επωμίζεται η ίδια, διαγράφοντας συγχρόνως τη εσωτερική της διαδρομή στην ψυχή και στις μνήμες της. «Από μια οπτική, είναι ένα βιβλίο και της δικής μου ιστορίας. Για το πώς έζησα από τα παιδικά μου χρόνια το μύθο της Υψιπύλης, πώς τον μετα-ποίησα μέσα στη φαντασία μου για να μπορέσω να την αγαπήσω. […] Περπάτησα τα ίδια σοκάκια και έζησα τα δικά μου βιώματα. Όμως πάντα σε μια σχέση ακατάλυτη με τον Πέτασο και την Υψιπύλη, με το αίμα» (σ. 204), θα εξομολογηθεί στο τέλος. Στον αναγνώστη-συνοδοιπόρο απομένει να αφεθεί στη μαγεία της ανάγνωσης του βιβλίου που, κατ’ ομολογία της ίδιας της Λαμπαδαρίδου «είναι μύθος και αλήθεια μαζί. Παραμύθι και ποίηση ζωής. Ένα οδοιπορικό στο χαμένο τραγούδι της αγάπης και του αιώνιου σπαραγμού. […] Ή, ίσως, ποιητική ξενάγηση στις μυθικές διαδρομές του χρόνου και της ανθρώπινης ψυχής» (σ. 205).
Μαρία Λιτσαρδάκη
Επίκουρη Καθηγήτρια Α.Π.Θ.
Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Λείπουν κάποιες σημειώσεις – που δεν αποτυπώθηκαν στο word
Γράφτηκε γύρω στο 2011, ήταν ομιλία σε πανεπιστημιακή έρευνα για τα επίπεδα του χρόνου και της μνήμης