Πλησίαζε ο Γενάρης προς το τέλος του, μιλάμε για το έτος 2014.
Έχοντας το βιβλίο πάντα σαν πρώτη προτεραιότητα στη ζωή μου, στις προσωπικές μου στιγμές, και αναζητώντας κάτι διαφορετικό, ρώτησα την φίλη Ρ. Σ. να μου προτείνει κάτι που εκείνη σαν συγγραφέας και άνθρωπος έχει ξεχωρίσει.
Η πρότασή της, ήρθε με μήνυμα και ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για το όνομα Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου.(ντροπή μου, αλλά έτσι ήταν). Η πρότασή της ήταν το βιβλίο “Πήραν την Πόλη, πήραν την”.
Στις 31 του Γενάρη μέρα Σάββατο, κάνοντας την επιδρομή μου στο βιβλιοπωλείο, βρίσκω το βιβλίο, βλέπω ένα μέγεθος βιβλίου που δεν είχα μάθει να κρατάω, και η πρώτη σκέψη μου, θα μπορώ να το διαβάζω κρατώντας το αγκαλιά το βράδυ;
Το αγόρασα και την πρώτη Φεβρουαρίου του 2014, μέρα Κυριακή, ξεκίνησα ένα ταξίδι, που μέχρι τότε δεν ήξερα ότι θα κρατήσει περίπου ένα χρόνο. Το διαπίστωσα πολύ αργότερα, όταν η αρίθμηση των βιβλίων μου είχε μείνει πίσω, πολύ πίσω, αφού από το πρώτο βιβλίο της με οδήγησε σε δρόμους που δεν είχα ποτέ μου φανταστεί, σε δρόμους που θα γνώριζα το ήθος, το ύφος, μα πάνω απ’ όλα μια ψυχή δοσμένη με τόσο μεγαλείο, άφθαρτο μεγαλείο, μέσα από τις σελίδες μιας ζωής ολάκερης της ίδιας της Μαρίας, εν συνεχεία σε όλα τα υπόλοιπα βιβλία της.
Για μένα ήταν ένας μεγάλος και νομίζω μη επαναλαμβανόμενος σταθμός στο θέμα Βιβλίο, γνωρίζοντας και από κοντά την συγγραφέα. Ένας άνθρωπος αεικίνητος, γελαστός, με μάτια που πετούσαν φλόγες πάθους για την ζωή, αυτή που μου πρόσφερε μέσα από τα βιβλία της, αλλά και αυτήν που συνέχιζε και εύχομαι να συνεχίζει να έχει, μιλώντας για την προσωπική της εμπειρία, το δικό της ταξίδι, μέσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Μέσα από την διορατηκότητά της, που πολλές φορές βρήκα εμπρός μου.
Θα της ευχηθώ να είναι γερή, να νιώθω ότι την έχω κοντά μου.
Πολύ εγωιστικό να αναφέρομαι σαν να είναι κτήμα μου.
Είναι όμως τα βιβλία της δικά μου και αυτό με κάνει να νιώθω πολύ περήφανη!
Και ξέρει πως αυτό το γράφω με την έννοια της απέραντης αγάπης που καλλιέργησε στην ψυχή μου και με ώθησε να ψάχνω τα πάντα πλέον μέσα σε κάθε βιβλίο που έπιανα στα χέρια μου. Μην ξέροντας τότε ακόμα, αλλά στην πορεία μαθαίνοντάς το, ότι τέτοια γραφή ποτέ δεν θα ξανάβρισκα. Μια γραφή που την ανακάλυψα στο πέρασμα του χρόνου.
Σίγουρα είναι μοναδική στον τρόπο γραφής της, αφού δεν γράφει με το χέρι αλλά με την ψυχή δοσμένη απόλυτα σε κάθε σελίδα, σε κάθε βιβλίο της, σε όλα τα τριάντα πέντε περίπου, που βρήκα και διάβασα. Και που μου κράτησαν συντροφιά έναν ολόκληρο χρόνο.
Ήταν πολλές οι φορές που παρ’ ότι διάβαζα κάποιο άλλο, ξαναγυρνούσα να σεργιανήσω στις σελίδες του προηγούμενου. Το Ξύλινο Τείχος ήταν το δεύτερο που έπιασα στα χέρια μου και στην συνέχεια Ο Άγγελος της Στάχτης (χάρη στον διαδικτυακό φίλο κ. Σ. Σπυρέτο, που μου έστειλε το δικό του, γιατί τότε το βιβλίο δεν υπήρχε στα βιβλιοπωλεία).
Σήμερα πιστεύω πως η Μαρία, για όσους την ξέρουν, αλλά και για όσους θέλουν να την γνωρίσουν μέσα από τα βιβλία της, αποτελεί σταθμό για την ελληνική λογοτεχνία!
Σημασία έχει ότι το ταξίδι με την Μαρία συνεχίστηκε και κράτησε τόσο που όταν τελείωσε, πολύ δύσκολα αποφάσιζα μετά να ξαναπιάσω για αρκετό καιρό βιβλίο στα χέρια μου.
Περίμενα πάντα, σε κάθε βιβλίο να βρω ξανά την γραφή της, την ψυχή της.
Δεν ακουμπούσα τα βιβλία της δίπλα μου πάνω στο κομοδίνο μου, αλλά πάντα κάτω από το προσκεφάλι μου, λες και ακόμα και στον ύπνο μου θα ταξίδευα μαζί της στα τόσα μαγικά ταξίδια.
Ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον άνθρωπο που μου μίλησε για την Μαρία. Στον άνθρωπο που μου έστειλε τον Άγγελο της Στάχτης, όταν με αγωνία τον έψαχνα.
Αλλά το μεγαλύτερο το οφείλω σε σένα Μαρία μου, που με τον τρόπο σου με μύησες σε ένα άλλο είδος γραφής, που ξέρω ότι ποτέ δεν θα ξανασυναντήσω, σε αυτή την διαφορετικότητα των ανθρώπων, την μοναδικότητά σου.
Είσαι και θα είσαι για πάντα στην σκέψη μου και στην καρδιά μου, όσο κι αν θα προσπαθεί η ρουτίνα της καθημερινότητας να με απορροφήσει.
Εσύ θα είσαι ο άνθρωπος που κατάφερε για έναν ολόκληρο χρόνο να με μονοπωλήσει. Δεν θα ξαναβρώ την γραφή σου, και το ξέρω πια, γιατί έγραφες μέσα από ένα άγνωστο για μένα, και πιστεύω για πολλούς ανθρώπους, σημείο του χρόνου, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Έγραφες με έναν τρόπο που ανήκει σε σένα και κανέναν άλλο. Κι αν ακόμα βρέθηκα άπειρες φορές σε λέξεις και φράσεις που έμοιαζαν να επαναλαμβάνονται, εκεί ακριβώς ένιωθα και την διαφορετικότητά σου. Η διορατικότητά σου σε πολλά σημεία κάποιων βιβλίων σου με κατέπληξε και συνεχίζει να με εκπλήσσει.
Παραθέτω μία μόνο σκέψη της: “Είναι τα αμαρτήματα που επαναλαμβάνονται, χωρίς να διδάσκουν. Γιατί η ιστορία δεν διδάσκει. Μόνον η συνείδηση. Τα διαπράττουν συνήθως εκείνοι που οικοδομούν την ιστορία και τα πληρώνει σχεδόν πάντοτε ο ταλαίπωρος λαός”.
Εσύ Μαρία είσαι ο δικός μου άγγελος που, κρατώντας με από το χέρι, με καθοδήγησες και συνεχίζεις να με οδηγείς σε ένα άγνωστο αύριο, που πάντα θα το καρτερώ.
Σε ευχαριστώ, με όλο τον σεβασμό μου στο πρόσωπό σου, και την καρδιά μου γεμάτη αγάπη.
Βούλα Αθανασιάδου
Η Βούλα Αθανασιάδου είναι υπάλληλος φαρμακείου στη Νέα Σμύρνη.
Η ανάρτηση της επιστολής έγινε στο facebook, αρχές του 2015