Ο εκδότης Βαγγέλης Λάζος έφυγε, όμως άφησε πίσω του μια ολόκληρη ιστορία, έναν πολιτισμό του πνεύματος, ιδιαίτερα στον θεατρικό χώρο, αλλά και στον χώρο της φιλοσοφικής υπαρξιακής αγωνίας, όπως όταν εξέδωσε τον Κίρκεγκορ, “Η έννοια της αγωνίας” ή τον Καρλ Γιάσπερς, με την εξαίσια Εισαγωγή του Χρήστου Μαλεβίτση. Βιβλία που, τότε, τα διάβαζα με μανία. Και ιδιαίτερα αυτά της παγκόσμιας θεατρικής αναζήτησης, Μartin Esslin, Peter Brook, Grotowski, απίστευτα βιβλία για την εποχή εκείνη.
Έβγαλε επίσης την σπουδαία σειρά θεατρικών έργων – ξένων και ελληνικών. Και αυτό πρώτη φορά συνέβαινε στον τόπο μας. Θυμάμαι, το πρώτο βιβλίο του Beckett που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα “Ω οι ωραίες μέρες” ήταν δική του έκδοση, άγνωστος ακόμα ο Beckett κι εγώ από το Παρίσι όπου βρισκόμουν με υποτροφία, τότε, της γαλλικής Κυβέρνησης, τον είχα ρωτήσει, “Θα το εκδώσεις; Το μεταφράζω, πήρα την έγκριση από τον ίδιο τον Samuel Beckett…” Κι εκείνος ευθύς, ναι, είπε, ναι, φέρ’ το…”
Ο Beckett ήταν γνωστός τότε στην Ελλάδα μόνον από το έργο του “Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ”, που είχε ανεβάσει το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ενάμισι χρόνο είχα κάνει να τελειώσω την μετάφραση, τόσο η κάθε μπεκετική φράση είχε εισχωρήσει στον ψυχικό μου κόσμο και με διέλυε. Και όταν του πήγα την μετάφραση, ήταν φθινόπωρο, θυμάμαι, του 1969 με την δικτατορία στη μεγάλη της εξουσία.
Όμως ο Βαγγέλης το έβαλε στα επείγοντα. Θυμάμαι, ο Παύλος Μάτεσης είχε αναλάβει την επιμέλεια της έκδοσης. Και όταν ανακοινώθηκε πως το βραβείο νόμπελ είχε δοθεί στον Samuel Beckett, την άλλη ή, ίσως, την παρ άλλη μέρα κιόλας της βράβευσης, το βιβλίο βρισκόταν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Είχαμε ξενυχτίσει όλοι. Και έχω το βιβλίο με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1969.
Θυμάμαι, τότε δούλευα ακόμα στη Νομαρχία Αττικής και τα γραφεία μας ήταν εκεί, στην Ομόνοια, πάνω από τα συντριβάνια. Ήμουν στο τμήμα “Σωματείων” όπου όμως είχαμε και τις λίστες των “Απαγορευμένων”. Και ήξερα καλά, από πρώτο χέρι, πως ο Samuel Beckett ήταν στη λίστα των “απαγορευμένων”, από την χούντα, συγγραφέων. Όμως ούτε σκέψη να σταματήσω την μετάφραση. Αν την σταματήσω, έλεγα, τότε δεν είμαι άξια να αλληλογραφώ μαζί του. Και πήγαινα στον Βαγγέλη κάθε τόσο να τον ρωτήσω, αν εξακολουθεί να θέλει να βγάλει το βιβλίο. Κι εκείνος μου απαντούσε κάθε φορά: “φέρ’ το, όσο πιο γρήγορα μπορείς…”
Κι ύστερα, μια μέρα, μου τηλεφώνησε και μου είπε να περάσω από το βιβλιοπωλείο, ήταν στην Ασκληπειού τότε. Και πήγα. Ο Βαγγέλης γινόταν φίλος με τους συνεργάτες του. Δεν θυμάμαι τι αμοιβή μου είχε δώσει για τη μετάφραση (κάποιες δουλειές που κάνεις δίνοντας ψυχή και αγωνία ψυχής δεν τις μετράς με μονάδα μετρήσεως το χρήμα). Λοιπόν, τον ρώτησα τι με ήθελε. Και μου έδωσε έναν φάκελο με χρήματα περισσότερα από εκείνα της αμοιβής. Γιατί; τον ρώτησα. Γιατί εσύ μου έφερες το βιβλίο, απάντησε.
Ύστερα, θυμάμαι, μαζί με την Μαρία του, που ήταν πάντα στο πλευρό του και στις ιδέες του, μας είχαν κάνει όλους τους συνεργάτες ένα τραπέζι σε μια ταβέρνα για την επιτυχία της έκδοσης. Και ακόμα θυμάμαι πώς είχαμε προετοιμαστεί για την περίπτωση μιας αστυνομικής επίθεσης εκεί που τρώγαμε. (αφού το βιβλίο ήταν απαγορευμένο)
Σεμνός πάντα ο Βαγγέλης. Έντιμος με τους συνεργάτες του. Ακέραιος. Και με ένα δυνατό αισθητήριο της ποιότητας του βιβλίου της διαχρονικής του αξίας.
Ας τον θυμάται ο χρόνος με δικαιοσύνη.
Το βιβλίο της εικόνας “Ω οι ωραίες μέρες” είναι η πρώτη εκείνη έκδοση, με εξώφυλλο του Μάκη Πανώριου – Και τώρα βλέπω πως ήταν 5ο στη σειρά “Παγκόσμιο θέατρο”
Απρίλιος του κορωναϊού, 2020