Σκέψεις και αυτοπροσδιορισμός
Όταν κοιτάζω πίσω τη ζωή μου, βρίσκω τα σημάδια μου. Και προσπαθώ να πατήσω πάνω στις ίδιες πατημασιές, αυτές που κάποτε ήταν δικές μου.
Μόνο το σημάδι που αφήσαμε πίσω μας είναι δικό μας. Η μαρτυρία πως υπήρξαμε. Η μαρτυρία πως εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ήμασταν εμείς που περπατήσαμε σ” εκείνον τον δρόμο ή που βασάνισε το μυαλό μας μια συγκεκριμένη σκέψη, μια αγωνία.
Αυτή η αγωνία κρατάει άγρυπνα τα βιβλία που γράφει κανείς, αν τύχει να είναι και αγωνία των άλλων.
Τριάντα τέσσερα χρόνια, τριάντα πέντε σχεδόν, είναι πάρα πολλά, αν τα δεις σαν όγκο του χρόνου που έζησες. Είναι πάρα πολλά και μαζί είναι “ως η ημέρα η εχθές” του ψαλμωδού. Κι εγώ αισθάνομαι πως το βιβλίο μου αυτό το έγραψα χθες. Αισθάνομαι πως εκείνες τις αγωνίες τις τόσο έντονες τις γεμάτες από το υπαρξιακό αδιέξοδο του μπεκετικού έργου και από την ανυπέρβατη άβυσσο που το περιέσφιγγε χωρίς ανάσα, τις έζησα χθες. Ήταν μια προσωπική μου αγωνία να βρω τις δικές μου απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα που με βασάνιζαν εκείνον τον καιρό.
Γιατί, για να δεις σωστά ένα βιβλίο, για να τολμήσεις να κάνεις μια προσωπική ανάλυση, πρέπει να λειτουργήσεις στα ίδια επίπεδα και βάθη με αυτό, έλεγα τότε.
Τώρα διαβάζω το βιβλίο μου εκείνο, ύστερα από τριάντα τέσσερα χρόνια, και θυμάμαι ακόμα την επόμενη λέξη ή το επόμενο νόημα που προσπαθούσα να διατυπώσω. Θυμάμαι την τελεία που είχα βάλει ή το κόμμα. Τις προσεγμένες λέξεις που χρησιμοποίησα για να αποδώσω ακριβώς το νόημα που με τυραννούσε. Κανένα βιβλίο μου – κι έχω γράψει πάνω από πενήντα – δεν με συντάραξε όσο αυτό.
Γι’ αυτό και είπα σε ένα από τα προλογικά μου κείμενα που πρόσθεσα πως: Τώρα που ξαναβλέπω από την απόσταση του χρόνου την γνωριμία μου με τον Σάμουελ Μπέκετ, την αλληλογραφία που είχα μαζί του πάνω από είκοσι χρόνια, πιστεύω πως εκείνος με την απόλυτα διορατική του ματιά είχε δει τον τρόπο με τον οποίο εγώ προσέγγισα το έργο του και ήξερε πως είχα μπει στις ίδιες τις πηγές της αγωνίας του. Μια κριτική τοποθέτηση τελείως διαφορετική από αυτή που ήδη υπήρχε τότε, και με τον τρόπο του με βοήθησε να την ολοκληρώσω. Εκείνος μου είχε συστήσει να διαβάσω το βιβλίο της Πέγκυ Γκιουγκενχάιμ, που μιλούσε για την προϋπαρξιακή μνήμη. Εκείνος μου ζήτησε ένα θεατρικό μου έργο να διαβάσει.
Τώρα ξυπνούν όλες αυτές οι μνήμες, με την ετοιμασία του βιβλίου που θα κυκλοφορήσει σε λίγο από τις εκδόσεις Έναστρον. Και ευχαριστώ τα παιδιά των εκδόσεων που το αγάπησαν.
Και κάποιοι φανατικοί αναγνώστες του το αναζητούν ακόμα.
Γι’ αυτό και αποφάσισα την επανέκδοση.
Δύο δοκιμιακά βιβλία έγραψα στη ζωή μου, αυτό για το έργο του Μπέκετ, και το βιβλίο μου για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, μια ποίηση υπερβατική και ολόφωτη, βγαλμένη κατευθείαν από τις ελληνικές πηγές των μεγάλων οραματιστών της Ιωνίας. Γιατί ύστερα από την καταλυτική δύναμη που είχε το σκοτεινό υπαρξιακό αδιέξοδο στο έργο του Μπέκετ, ένιωσα την ανάγκη να βυθιστώ στο ελληνικό φως, στην ελληνική Αρχή που γέννησε ο Ιωνικός Λόγος.
Και η ποίηση του Ελύτη μου τα έδωσε όλα αυτά.
Όμως όσα βιβλία και αν έγραψα από τότε, το βιβλίο μου αυτό για τον Σάμουελ Μπέκετ παραμένει από τις πιο σημαντικές στιγμές της συγγραφικής μου περιπέτειας. Όχι από την άποψη της όποιας λογοτεχνικής του αξίας, αλλά από την άποψη της προσωπικής μου εμπειρίας. Τόσο βαθιά με χάραξε ο λόγος του, η αγωνία που έκλεινε ο λόγος αυτός, ο βαθύς πόνος της άρνησης, και μαζί η αγιότητα, μια αγιότητα κάθαρσης, που ήταν μαζί και δύσβατο πέρασμα προς το Μυστήριο της ζωής.
“Σε χαιρετώ άγιο φως!” Αυτή τη φράση της Ουίννυ θέλω να θυμάμαι. Αυτή την εικόνα: Θαμμένη ως το λαιμό μέσα στον λόφο της από ξερό χόρτο που συμβολίζει τον χρόνο ή τον θάνατο. Δεν μπορεί να κινήσει παρά μόνο το κεφάλι της πια. Ωστόσο, χαιρετά την αγιότητα του φωτός. Χαιρετά την “ευτυχισμένη μέρα που θα είναι και σήμερα!”
Και ετοιμάζεται για ο τραγούδι. Τα πλάσματα του Σάμουελ Μπέκετ βυθίζονται στο σκοτάδι τραγουδώντας.
Και δυο λόγια για το πώς ο Ζακ Λακαριέρ έγραψε το κείμενο του Προλόγου.
Έτυχε να είναι στην Ελλάδα, καλοκαίρι του 1979, κι εγώ μόλις είχα τελειώσει το βιβλίο μου αυτό για τον Σάμουελ Μπέκετ. Τόσο διαφορετικά ήταν όλα όσα είχα γράψει – γιατί εκεί με πήγε η γραφή – που δίσταζα να το εκδώσω.
Τότε, θυμάμαι, έλεγα: “Τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από τη διαίσθηση που έχει το πνεύμα, όταν βρίσκεται μπρος στην αλήθεια”. Όμως δίσταζα.
Και έδωσα τις δακτυλογραφημένες σελίδες μου στον Λακαριέρ με την παράκληση να τις διαβάσει και να μου πει αν έπρεπε να τολμήσω να εκδώσω το βιβλίο.
Ο Λακαριέρ έφυγε για το Παρίσι και πήρε μαζί του τα χειρόγραφα.
Μια μέρα μου τηλεφωνεί από τη Γαλλία και μου λέει να καθυστερήσω την έκδοση γιατί έγραψε έναν Πρόλογο και πρέπει να μπει στο βιβλίο.
Πραγματικά δεν πίστευα στα μάτια μου, όταν έλαβα τις σελίδες του Προλόγου και διάβασα όσα έγραφε. Κι ύστερα σε ένα γράμμα του μου είπε πως θα ήταν καλύτερα να μπει το κείμενο του στα γαλλικά και στα ελληνικά. Και ο Μίνωας το μετέφρασε όσο πιο πιστά μπορούσε, γιατί ήταν δύσκολη γραφή, περνώντας μέσα από τη φιλοσοφία των Γνωστικών.
Παραθέτω δύο μικρά αποσπάσματα, ένα από τα πρόσθετα σημερινά κείμενα, και ένα από το βιβλίο.
Από τα σημερινά κείμενα που πρόσθεσα:
“Πολλές φορές μας συμβαίνουν πράγματα που παραμένουν μέσα μας ανεξήγητα. Και αν σκύψουμε πάνω τους να τα δούμε από κοντά, να καταλάβουμε, τότε τα ερωτήματα μας όχι μόνο θα μεγεθύνουν το Ανεξήγητο που τα καλύπτει, αλλά και θα μας ρίξουν σε δρόμους του μυαλού δύσβατους και εύθραυστους να αναζητάμε εναγωνίως μια απάντηση.
Όταν κάποτε βίωνα το πένθος της ύπαρξης από μια απώλεια που μου είχε στοιχίσει την ψυχή μου, είχα βυθιστεί σε μια σιωπή άφεγγη και εκείνο που ήθελα ήταν να διαβάζω μόνο τα βιβλία του Σάμουελ Μπέκετ. Είχα χαρτογραφήσει βήμα βήμα την άβυσσο του έργου του, αυτή που την είπε ανυπέρβατη, μια ελλιπής καμπύλη “άνω και κάτω μία” όπως την είπε ο Ηράκλειτος, και περπατούσα με τις ώρες, “άνω και κάτω”, περπατούσα ή ακροβατούσα ατέλειωτα πάνω στις αιωρούμενες γραμμές της, και επέστρεφα πάντα στο ίδιο σημείο, αφού η καμπύλη από σημεία μόνο αποτελείται.
Αυτό ήθελα.
Είχε ήδη προηγηθεί η μετάφραση του θεατρικού του έργου “Ω οι ωραίες μέρες”, που με πάθος ιερό είχα κάνει, και ήμουν ακόμα και για πάντα βυθισμένη στην υπαρξιακή ποίηση του λόγου του. Ένιωθα “εθισμένη” στην ψυχική διάλυση που μου είχε προκαλέσει, λέξη λέξη να αποσυνθέτω το πεπρωμένο της ύπαρξης και να φτάνω πάντα στο ίδιο σημείο της δικής του όρασης προσπαθώντας να καταλάβω τη σκέψη του, να μπω στα σύμβολα που χρησιμοποίησε, στον δύσβατο υπερρεαλισμό των ποιητικών του οραμάτων για να μπορέσω να βρω μια απάντηση στη δική μου αγωνία.
Σε εκείνον τον χρόνο της αφαίρεσης και της μπεκετικής αβύσσου, έγραψα το βιβλίο μου “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης”.
Πάνε τριάντα τέσσερα χρόνια”.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης” :
Ο χρόνος: μια διάσταση της νόησης
Είπαμε πως ο χρόνος είναι ανύπαρκτος, πως είναι νεκρός, πως είναι ταυτισμένος με το ξερό χόρτο που συμβολίζει ο λόφος όπου είναι θαμμένη η Ουίννυ, πως είναι ακόμα ο ίδιος ο θάνατος που μας κερδίζει, παίρνοντας τις μέρες μας, τη μνήμη, τη νόηση.
Ο χρόνος.
Ο χρόνος είναι το πιο ζωντανό θεατρικό στοιχείο στα έργα του Μπέκετ. Κι ας είναι στην ουσία του νεκρός.
Τα πρόσωπα μπορεί να μη γνωρίζουν τι μέρα είναι, τι εποχή, τι ώρα, αλλά γνωρίζουν καλά το σκοτάδι που έρχεται, όταν το φως σβήνει την ύπαρξή τους.
Γνωρίζουν καλά τον φόβο για το σκοτάδι που είναι έτοιμο, πέρα από τις λέξεις που έχουν να πουν.
Ό,τι πιο οδυνηρό υπάρχει στα πρόσωπα του Μπέκετ είναι η σ χ έ σ η τους με τον χρόνο. Είτε μέσα στην τρομακτική αναμονή, όπως στο “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Είτε όταν βυθίζονται ως τον λαιμό μέσα στον χρόνο, όπως η Ουίννυ. Είτε όταν είναι σταματημένος στο μηδέν, σ” ένα σύμπαν σκοτεινό και άβιο, όπως στο “Τέλος του παιχνιδιού”. Είτε όταν ανασύρουν από τα βάθη τους στιγμές ευτυχισμένες.
Έτσι ο χρόνος είναι ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει στο έργο του Μπέκετ.
Κι ας μοιάζουν τα πρόσωπά του να ζουν σε μια άχρονη περιοχή. Κι ας δείχνουν πως περιφρονούν τη ροϊκότητά του.
Είναι πέρα από το υλικό στοιχείο του καιρού, ο χρόνος, στη διάσταση της νόησης. Εκεί υπάρχει η σχέση του μπεκετικού προσώπου με τον χρόνο.
Γι” αυτόν ακριβώς τον λόγο ο χρόνος στο έργο του Μπέκετ δεν έχει λογική μέτρηση ή λογική επαγωγή. Είναι ο χρόνος του Έλιοτ: Μια ουσία τυραννική που έχει μέσα της μαζί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Όσα συμβαίνουν στα πρόσωπα του έργου του έγιναν μια μέρα. Μια στιγμή. Δεν έχει σημασία “ποια μέρα”, “ποια στιγμή”.
Έτσι που η ζωή μας ταυτίζεται μ’ αυτή τη μέρα. Μ’ αυτήν την μοναδική στιγμή που υπήρξαμε. Σαν να συμπυκνώνεται σ’ αυτήν όλη η εμπειρία του χρόνου που ζήσαμε, αφού μέσα μας υπάρχει εμπειρικά η γνώση”.
Δημοσιεύτηκε στο Εργαστήρι του συγγραφέα του ηλεκτρονικού περιοδικού Fractalart, για την επανέκδοση του βιβλίου “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης” τον Δεκέμβριο 2015.
Υπεύθυνη του περιοδικού η ποιήτρια δημοσιογράφος Ελένη Γκίκα