(…)
Στην ίδια εποχή, τον πολυτάραχο 10αι. μ.Χ., αφορά Η Δοξανιώ της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου. Κόρη ιερέα από τη Λήμνο, η Δοξανιώ πέφτει στα χέρια των Σαρακηνών που θέλουν να την πουλήσουν σκλάβα στην Κρήτη. Εκείνη όμως κατορθώνει να γλιτώσει, να ταχθεί στο πλευρό του Νικηφόρου Φωκά και να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Κρήτης θυσιάζοντας την ίδια της τη ζωή.
«Νοέμβρης του 959 στη Βασιλεύουσα.
Η μέρα μουντή από το πρωί και ψιχαλίζει. Σύννεφα μελανά στον ουρανό κι η θάλασσα του Μαρμαρά οργισμένη αγκαλιάζει το πλατύ άνοιγμα του Βοσπόρου, όπου κύματα βιαστικά και θυμωμένα καλπάζουν σαν λευκές χαίτες. Η βοσπόρια άκρη, με τους χρυσούς τρούλους της και τους μαρμάρινους πύργους, τυλιγμένη τη χειμωνιάτικη καταχνιά, μοιάζει πολιτεία ονειρευόμενη τους αιώνες του μύθου της. Ο Αλέξιος περπατά το μαρμαροστρωμένο δρόμο με τα κιονόκρανα, από την πλατεία της Μεγάλης Εκκλησιάς, περνά την Αγία Ειρήνη, που υψώνεται μεγαλοπρεπής, στο πίσω μέρος της πλατείας, με τους δυο πανύψηλους τρούλους από χρυσό και σμάλτο, και κατευθύνεται προς το Ιερό Παλάτιο. Πρέπει να συναντηθεί αμέσως με τον Ιωσήφ Βρίγγα, να του παραδώσει το μήνυμα του θείου του Νικηφόρου Φωκά, για τη Σύγκλητο. Και ξέρει πως το μήνυμα τούτο αφορά την εκστρατεία της Κρήτης».
Τα λυρικά μέρη, εκεί όπου η γραφίδα σταματά για να χαϊδέψει μια λεπτομέρεια ενός κτιρίου ή ν’ αποδώσει τα κινήματα της ψυχής της Δοξανιώς και των άλλων προσώπων, ισορροπούν τα επικά, εκεί που ο αχός της μάχης κορυφώνεται και περιγράφει τη βία και το θανατικό. Η βυζαντινή ψυχή, με την πίστη της στα οράματα, τα θαύματα των Αγίων και τη μαγεία, εντάσσεται στην εποχή της. Δίνεται ολοκληρωτικά σε έναν σκοπό η Δοξανιώ. Έχει κάτι από τη δύναμη της μάγισσας, κι όλος ο κόσμος ψηλαφείται μέσα από τα θεϊκά σημάδια. Κανένα εγχειρίδιο ιστορίας δεν μπορεί να δώσει αυτή την αντίληψη του βυζαντινού ανθρώπου με τέτοια δύναμη, και γοητεία, όπως τη δίνουν τα ιστορικά μυθιστορήματα της Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου.
Στην εποχή της Ενετοκρατίας, στη Λήμνο, μας μεταφέρει Η Μαρούλα της Λήμνου, επίσης της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Πρόκειται για ένα ιστορικό πρόσωπο που ωστόσο είναι γνωστό κυρίως μέσα από τους θρύλους και τις παραδόσεις, τα ποιήματα και τους ύμνους που γράφτηκαν για εκείνην, παρά από τις ιστορικές πηγές. Η Μαρούλα Κομνηνή, γόνος ίσως της Κομνηνών, ζει στην βενετοκρατούμενη Λήμνο που έχει έναν μόνο αντίπαλο: τον φοβερό Σουλεϊμάν πασά.
Η Μαρούλα, ως άλλη Ιωάννα της Λωραίνης, θα οδηγήσει τους κατοίκους του νησιού, και τους Βενετσιάνους, σε μια λαμπρή νίκη. Η ιστορία του ελληνισμού, μετά την Άλωση της Πόλης, και ο αγώνας του να κρατηθεί όρθιος σε δύσκολους καιρούς, προβάλλει μέσα από τον ηρωισμό της Μαρούλας.
«Εκείνη την εποχή ο κόλπος του Μπουρνιά ήταν μεγάλο εμπορικό λιμάνι. Όμως το χελάνδιο ετούτο [καράβι] άραξε σε σημείο ερημικό. Η αποβίβαση έπρεπε να γίνει κρυφά. Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο οι Τούρκοι απαγόρευαν, όλο και πιο σκληρά, τη φυγή των νικημένων από τη Βασιλεύουσα. Ήθελαν να τους κρατάνε εκεί δούλους, να τους εξευτελίζουν.»
Απελπισμένοι πρόσφυγες καταφτάνουν στο λιμάνι της Λήμνου και το νησί τους υποδέχεται όσο καλύτερα μπορεί. Γίνεται ένα λίκνο του ελληνισμού και η Μαρούλα η φλογερή έκφρασή του.
Η συγγραφέας εναλλάσσει τον λόγο της μυθοπλασίας με τον λόγο του ιστορικού:
«Η Λήμνος, την εποχή εκείνη του μεσαίωνα, βρισκόταν σε μεγάλη εμπορική ακμή.»
[…]
«Όμως, ας μεταφερθούμε και πάλι στα γεγονότα της ιστορίας μας. Ιστορία και μύθος έχουν δημιουργήσει μια συναρπαστική σύζευξη. Λοιπόν, βρισκόμαστε στα 1471…»
Κι αυτό ακριβώς κάνει η συγγραφέας με μεγάλη μαεστρία, ιστορεί ως ιστορικός και αφηγείται σαν λογοτέχνης.
«Η Μαρούλα στάθηκε λίγες στιγμές ακίνητη. Κοίταξε αυτόν τον ηλικιωμένο άντρα, που ήταν ο πατέρας της. Τώρα πρόσεχε πόσο οι ρυτίδες είχαν χαρακώσει το πρόσωπό του. Τον αγαπούσε μ’ ένα βαθύ πόνο. Ήξερε πως και η δική του αγάπη ήταν μαζί λαχτάρα και πόνος για τη μοίρα εκείνη, που απειλούσε, στην κάθε στιγμή, την ακριβή ζωή τους.
-Σήμερα είσαι ένας αληθινός άγγελος! της είπε εκείνος θαμπωμένος απ’ αυτό το παράξενο φως, που ανέδινε το πρόσωπό της.
Η Μαρούλα χαμογέλασε. Πήρε το ξίφος και τη λαβή να το περάσει στη ζώνη της. Μα το χέρι της σταμάτησε μετέωρο. Τούτο το άγγιγμα ξύπνησε στην παλάμη της την αφή από το ξίφος της Αυγούστας.
Αναρίγησε.
-Έλα, κάθισε εδώ, κοντά μου, να μου διηγηθείς το όνειρό σου…»
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ο αναγνώστης, γραμμένο από την Ελένη Σβορώνου, 28 Δεκεμβρίου 2020, με τίτλο: “Βυζαντινές πριγκίπισσες με πορφύρα ή ρομφαία”