Παρασκευή, 18 του Μάη του σταυρικού 1453
“Απόσπασμα από το βιβλίο “Πήραν την Πόλη, πήραν την…”
“Η γραμμή της λυκαύγειας αναιρούσε την αντάρα του πολέμου και μάζες χρυσής κινούμενης ομίχλης διέγραφαν την καμπύλη του κόσμου. Είχα ανεβεί στην πιο ψηλή έπαλξη του πύργου, όπως κάθε πρωί, να ιδώ τις κινήσεις στο εχθρικό στρατόπεδο όταν, μέσα στο σύθαμπο, διέκρινα έναν πελώριο όγκο που προχωρούσε τριζοβολώντας προς τα τείχη μας.
Ειδοποίησα ευθύς τους σαλπιγκτές και τους βιγλάτορες, και μέσα σε λίγα λεπτά όλοι βρίσκονταν στις επάλξεις με τα χλομά τους πρόσωπα και τα άρματα τα βαριά στο κουρασμένο σώμα.
Θερίο της Αποκάλυψης ή κόλαση όρθια, ντυμένη δέρματα χοντρά, που προχωρούσε ακάθεκτη απάνω σε αμέτρητους τροχούς και μας πλησίαζε.
Σαστίσαμε, μα τους αγίους. Ήρθε και στάθηκε τόσο κοντά, εξήντα πόδια ούτε από το εξωτείχιο, πάνω στο χείλος της τάφρου, και ανατριχίλα κύλησε στο αίμα μας, γιατί ευθύς καταλάβαμε τι μας περίμενε. Ήτανε μια ελέπολη τρομερή, ένας πύργος ξύλινος, θεόρατος, καλυμμένος με δέρματα βουβαλιών και καμήλας. Και ήτανε πιο ψηλός και από τα σταυρώματα, πιο ψηλός και από τις επάλξεις του μεσοτειχίου, και στο πλάτωμα της οροφής του γυάλιζαν οι βομβάρδες.
Κομμάτι κομμάτι τον ετοίμαζαν καιρό, οι τρισκατάρατοι, και μέσα σε μια νύχτα τον συναρμολόγησαν και τον έσυραν μπρος στα τείχη μας, σίγουροι πως με αυτό το θηριώδες κατασκεύασμα θα έμπαιναν κατακτητές στην πολυπόθητη Βασιλεύουσα.
(…)
Σαν τα λιοντάρια πολεμούσαμε σώμα με σώμα τώρα, μα αυτοί χιλιάδες κι εμείς λιγοστεμένοι πια. Αυτοί ξεκούραστοι κι εμείς εξαντλημένοι. Αυτοί από καινούρια ασκέρια, που κατεβαίνανε από τα βουνά της Ασίας, και εμείς πάντα οι ίδιοι. Όμως θα αντέξουμε, λέγαμε. Θα τους τσακίσουμε κι ετούτη τη φορά, θα τους γκρεμίσουμε, λέγαμε. Η αγωνία μάς θέριευε, εκείνη η ύστατη, ο τρόμος πως μπορεί από στιγμή σε στιγμή… Και ατσάλι γίνονταν τα κορμιά μας τα τυραγνισμένα. Βροντή του κεραυνού η κραυγή μας. Αστροπελέκι το χέρι μας.
Όλη τη μέρα εκράτησε ετούτη η λυσσαλέα μάχη.
Από τις πρώτες αχτίδες της αυγής, έως τις τελευταίες που τύλιγαν το χρυσό στις σκιές της νύχτας. Ξέπνοοι, νηστικοί, εξαντλημένοι και μαζί άγριοι. Εμείς οι μυθικοί τιτάνες. Εμείς οι ημίθεοι. Εμείς οι αρχάγγελοι της ρομφαίας. Εμείς οι έγκοποι και οι ελάχιστοι, που μας πολλαπλασίαζε η οργή του κεραυνού, σαν τον άρτο του θαύματος”.
Το βλέπω πως δεν υπάρχει πια ενδιαφέρον για αυτές τις ημερολογιακές αναρτήσεις μου που, 567 χρόνους μετά, φέρνουν τα γεγονότα εκείνα σε μια διάσταση του σήμερα. Όμως εγώ, όσο θα υπάρχω, θα συνεχίσω να αναρτώ το Ημερολόγιο της Άλωσης, έτσι για την τιμή εκείνων που θυσιάστηκαν, που έζησαν ως την ύστατη αγωνία το έπος της Άλωσης και την υπέρβαση.
Αλλά και για έναν άλλον λόγο: Με έναν ίδιο σχεδιασμό, με μια παρόμοια δίψα αίματος, προχωρά ο γείτονας, όπως πάντα, να λαβώσει και να αρπάξει στις μέρες μας.
Ο Γιάννης Παπαδάτος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ρόδου έγραψε:
“Η ύψιστη ποίηση της πεζογραφικής γλώσσας, η εξερεύνηση και μαζί η τραγική πλην ενορατική διερεύνηση του άφθαρτου βυζαντινού μεγαλείου, της υπέρτατης θυσίας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ιδανικά της ελευθερίας όχι μοναχά εκείνα των συνόρων αλλά της ψυχής που ανασκαλεύει τις αιτίες και οραματίζεται το μέλλον. Τέτοια βιβλία δεν γράφονται συχνά. Αποτελούν μνημεία ελληνικού Λόγου”