Ανάμεσα στις άπειρες Αντιγόνες που έχουν γραφτεί στους νεότερους καιρούς, μου έτυχε κι εμένα να γράψω τη δική μου Αντιγόνη. Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια γραφής. Ήταν η μύησή μου σε κάποιες έννοιες που μόνον βιωματικά ή διαισθητικά μπορείς να τις προσεγγίσεις.
Και ίσως αξίζει τον κόπο να πω πώς, γράφοντας την Αντιγόνη μου και προσπαθώντας να της δώσω το τραγικό της μεγαλείο, έζησα μια εμπειρία διαφορετική. Έζησα την αδυνατότητα και το παράλογο. Την αδυνατότητα να είναι τραγική. Ή αλλιώς, το τραγικά Αδύνατο. Και ταυτόχρονα, αυτή η διαψευσμένη Αντιγόνη των καιρών μας, η απομυθοποιημένη, είδα πως ήταν μια τραγική Αντιγόνη, όμως με άλλη έννοια. Μου έδινε την αίσθηση του τραγικού στους δικούς μας καιρούς.
Το έργο μου αυτό, Αντιγόνη – Ή Νοσταλγία της Τραγωδίας γράφτηκε πριν από αρκετά χρόνια. Είχα βρεθεί να παρακολουθώ μαθήματα στο θεατρικό τμήμα της Σορβόννης, και κάποια στιγμή μελετούσαμε την αρχαία τραγωδία σε σχέση με το τραγικό στοιχείο στη σύγχρονη ζωή. Τότε, θυμούμαι, είχα ετοιμάσει μια ανακοίνωση για το Πανεπιστήμιο του Παρισιού, με τίτλο «Το τραγικό στοιχείο στο θέατρο του Σάμουελ Μπέκετ, σε αντιπαράθεση με την αρχαία Τραγωδία».
Θα παραθέσω τη διαλεκτική των δρόμων που πήρα για να φτάσω στη δική μου Αντιγόνη. Τη διαλεκτική των ερωτημάτων που με βασάνιζαν, τότε, προκειμένου να γράψω την εργασία μου για τη Σορβόννη.
Ήξερα πως η τραγωδία υπάρχει μόνο ως τραγική συνείδηση. Πως τα στοιχεία που την συνθέτουν, η Ύβρις, η υπέρβαση, η συντριβή, η κάθαρση, είναι η διαδρομή της συνείδησης ώσπου να φτάσει στον φωτισμό της. Και προσπάθησα να δω τη διαφοροποίηση ανά τους αιώνες.
Πολλές μορφές της τραγωδίας γεννήθηκαν κατά καιρούς που έδωσαν την εκάστοτε θέση του ανθρώπου έναντι των υπαρξιακών και μεταφυσικών του ερωτημάτων. Στον αιώνα που πέρασε, ο Κάφκα έδωσε την τραγικότητα του προσώπου με τα μυθιστορήματά του. Ο Αλμπέρ Καμύ με τη φιλοσοφική του σκέψη. Ο Αρτώ με τον θεατρικό στοχασμό του. Υπήρχε μια διαφορά της οπτικής του κόσμου. Οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι έδωσαν την τραγική συνείδηση μέσα από τη δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Εκεί υπάρχει η συντριβή του ανθρώπου, τη στιγμή που αρνείται να υποταγεί σε αυτή τη δυσαρμονία. Η συνειδητοποίηση αυτή είχε ως συνέπεια την κοσμική μοναξιά και την κοσμική του απόρριψη, αφού ο κόσμος τον έκλεινε έξω από τα μυστικά της ύπαρξής του.
Κάνοντας λοιπόν τα βήματά μου στη διαλεκτική των δρόμων μου, είπα. Ο τραγικός ήρωας στην αρχαία Τραγωδία είναι ο αθώος, που σε κάποια στιγμή θα διαπράξει ένα λάθος. Αυτή είναι η πρώτη σύγκρουσή του με την αρμονία του κόσμου. Ο τραγικός ήρωας της αρχαίας Τραγωδίας θα διαπράξει το λάθος χωρίς να είναι κακός. Αν ήταν, δεν θα υπήρχε τραγωδία, θα υπήρχε ένα δράμα στη σύγχρονη μορφή του.
Όλοι οι αρχαίοι τραγικοί ήρωες είναι μέσα στα πλαίσια ενός ανθρώπινου ή θεϊκού νόμου του δικαίου.
Ο τραγικός ήρωας δεν είναι ηθικά ένοχος με τη σύγχρονη έννοια. Στην περίπτωση που ήταν, θα είχαμε και πάλι ένα ψυχολογικό δράμα. Θα μπορούσε να μετανοήσει και να σωθεί. Ο τραγικός ήρωας δεν υπάρχει περίπτωση να μετανοήσει και να σωθεί. Η σωτηρία του είναι η ίδια η συντριβή του που θα τον οδηγήσει στην κάθαρση και στον φωτισμό της συνείδησης. Γιατί μέσα στην έννοια της συντριβής το πνεύμα παραμένει αλύγιστο. Υπάρχει μια πνευματική σχέση με το γεγονός που θα τον οδηγήσει στην Ύβρι και στην υπέρβαση των ορίων του. Και είναι γνωστό πως ό,τι δεν λυγίζει σπάζει.
Από μια παράλληλη οπτική, η σύγχρονη αίσθηση του τραγικού είναι μια συνέπεια της φιλοσοφίας των καιρών μας. Όπως και η αρχαία Τραγωδία ήταν μια συνέπεια της φιλοσοφίας και της αντίληψης της εποχής εκείνης.
Μια άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αρχαία Τραγωδία και στις τραγωδίες των μεταγενέστερων εποχών, ήταν πως οι Τραγικοί Ποιητές χρησιμοποίησαν τα σύμβολα του μύθου. Τα αρχετυπικά πρόσωπα του μύθου. Έξω από μικρές εξαιρέσεις, όπως Οι Πέρσες του Αισχύλου, όπως η Ανδρομάχη και Οι Φοίνισες του Ευριπίδη. Χρησιμοποίησαν λοιπόν τα αρχέτυπα. Τα σύμβολα που αποκαλύπτουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς χρησιμοποίησαν τον ιστορικό άνθρωπο και τον ιστορικό χρόνο. Όλα αυτά σας είναι γνωστά. Όμως για μένα, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ήταν τα μονοπάτια του μυαλού που με οδηγούσαν βιωματικά στην τελική διαπίστωση.
Όταν ετοίμαζα την ανακοίνωσή μου για τη Σορβόννη, με βασάνιζε η σκέψη πως, στην αρχαία Τραγωδία, ο αθώος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν μπορούσε να είναι τραγικός. Τότε ακόμα δεν έβλεπα κάποια εξήγηση. Εκεί σταματούσα. Αν δεν διαπράξει το λάθος, αν δεν φτάσει στην Ύβρι, δεν θα οδηγηθεί στην αυτοσυνείδηση δια της συντριβής, έλεγα. Και αυτό μου έκλεινε το δρόμο.
Εκείνον τον καιρό, εγώ ζούσα τα υπαρξιακά μου ερωτήματα. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποιούσα την προσωπική μου απομυθοποίηση. Η μεταφυσική του κόσμου και τα επίπεδα της ύπαρξης, η τραγικότητα του υπαρξιακά μόνου, η ανυπέρβατη αντίληψη της δυτικής σκέψης, όλα αυτά οδηγούσαν στη βεβαιότητα πως ο άνθρωπος είναι τραγικά μόνος επάνω στη γη, στέκεται μπρος στο πεπρωμένο της ζωής του γυμνός και απρόσωπος, απομυθοποιημένος.
Όλες αυτές οι σκέψεις, οι αναζητήσεις, τα μαθήματά μου στη Σορβόννη με τον φιλόσοφο Henri Gouhier και τον θεατρολόγο Bernard Dort για τον απομυθοποιημένο κόσμο και για τον εγκαταλελειμμένο στη μοναξιά άνθρωπο που στέκεται γυμνός και μόνος, ανίσχυρος, μπρος στο κοσμικό του πεπρωμένο, μου έδωσαν κάποιες άλλες απαντήσεις. Αυτοί οι απομυθοποιημένοι καιροί μας, είπα, μπορεί και να άλλαξαν τον αριστοτελικό ορισμό.
Ο σημερινός άνθρωπος είναι μαζί αθώος και τραγικός. Τραγικός σε μιαν άλλη διάσταση. Και αυτό μου άνοιγε το δρόμο.
Δύο πράγματα με βοήθησαν να αποδεχτώ αυτή την οπτική. Ένα θεατρικό έργο και ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Το έργο ήταν «Ω, οι ωραίες μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ. Το είχα δει στο Παρισινό Οντεόν και με συγκλόνισε. Έγινε αιτία να γνωριστώ προσωπικά με τον Σάμουελ Μπέκετ και να γίνω μεταφράστρια και μελετήτρια του έργου του. Είχα μια πολύχρονη αλληλογραφία μαζί του.
Το δοκίμιο ήταν ένα επαναστατικό για την εποχή εκείνη κείμενο του Jean-Mari Domenach με τίτλο Résurrection de la tragédie, και ήταν στο θεατρικό περιοδικό Esprit, αριθμός 5. Ήταν η στιγμή που ο Aragon έλεγε : Il y a un tragique moderne, c’ est une espèce de grand volant qui tourne et qui n’ est pas dirigé par la main». Και ο Camus είχε προφητέψει πως μια νέα εποχή του τραγικού θα αναδυθεί από τα ερείπια των φιλοσοφιών της Ιστορίας. «Ο σημερινός άνθρωπος, είπε, που απαιτεί την ελευθερία και υπομένει την αναγκαιότητα, αυτός ο αντιφατικός, ο κατακερματισμένος, που έχει συνείδηση της ιστορίας του, είναι ο κατ’ εξοχήν τραγικός άνθρωπος». “L’ homme d’ aujourd’hui, qui exige la liberté et subit la nécessité, cet homme contradictoire, déchiré, desormais conscient de l’ ambiguité de l’ homme et de son histoire, est l’ homme tragique par excellence ».
Την ίδια στιγμή ο Georges Steiner διακήρυττε το θάνατο της Τραγωδίας, με το ομώνυμο βιβλίο του. Αφού οι αρχαίοι θεοί είχαν πεθάνει, έλεγε, η Τραγωδία πέθανε μαζί τους. Αλλά ο Jean Marie Domenach στο εκτενές φιλοσοφικό δοκίμιό του μιλούσε για την ανάσταση της Τραγωδίας, όπως είπα, La Resurection de la Tragedie, με το έργο «Ω, οι ωραίες μέρες του Σάμουελ Μπέκετ. Ήταν το ίδιο στοιχείο του τραγικού που ο Albert Camus αλλά και όλοι οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι του ευρωπαϊκού μηδενισμού το είχαν δώσει με το φιλοσοφικό έργο τους. Όμως θεατρικά δεν είχε ακόμα δοθεί. Και ο Domenach περιγράφει γλαφυρά τη στιγμή. Σε μια μισοσκότεινη αίθουσα, λέει, με την Winny θαμμένη στο λόφο της, το αίνιγμα λύθηκε : “Avec elle s’ annonce la tragedie”.
Όταν είδα το έργο αυτό του Μπέκετ στο Οντεόν, αισθάνθηκα δέος. Αισθάνθηκα πως πραγματικά θα μπορούσε να ήταν μια νέα μορφή τραγωδίας το έργο αυτό. Ήταν περισσότερο η βεβαιότητα της διαίσθησης, της μυητικής προσέγγισης, που, πολλές φορές είναι πιο δυνατή από τη λογική διαδικασία. Είπα, ναι, η Winny είναι ένα τραγικό πρόσωπο, έτσι καθώς υπάρχει σε μια κοσμική μοναξιά, ένα πλάσμα που ατενίζει με γυμνή συνείδηση το κοσμικό πεπρωμένο. Εκείνη βιώνει υπαρξιακά την τραγωδία της υπάρξεως, είπα, έτσι θαμμένη μέσα στο χρόνο, βιώνει την κοσμική εγκατάλειψη και τη γυμνότητα. Και η κάθαρσις αυτού του μπεκετικού προσώπου, η υπέρβασις της τραγικότητας που ζει, είναι η στιγμή που αποδέχεται αυτό το κοσμικό πεπρωμένο, στιγμή μιας απόλυτης και ήσυχης συντριβής. Ναι, είπα, η Winny είναι πρόσωπο τραγικό και μαζί αθώο. Και στην τραγωδία της δεν υπάρχει άλλο λάθος παρά μόνο αυτό της γέννησής της, “le péché d’ être née”, όπως είχε πει ο Μπέκετ. Το γεγονός ότι γεννήθηκε, αυτό ήταν το μοναδικό λάθος που διέπραξε και που μπορεί να υπάρχει σαν σκοτεινή ενοχή στα κατάβαθα της ψυχής της.
Όλη αυτή η διαδικασία της σκέψης με αναστάτωσε. Αισθάνθηκα πως και εγώ ζούσα το δικό μου πεπρωμένο μέσα από εκείνη, και αυτό με έφερνε αντιμέτωπη με μια νέα αίσθηση του τραγικού. Θα μπορούσα μεταφορικά να είμαι εγώ η Winny, εγώ να βρισκόμουν θαμμένη στον υπερρεαλιστικό λόφο της που θα μου έδινε τη συγκεκριμένη οπτική της κοσμικής συνείδησης.
Θα μπορούσε να ήμουν εγώ στη θέση της ή οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα πάνω στη γη. Εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο σίγουρη για όλα αυτά. Ζούσα τη βεβαιότητα που έχει το πνεύμα όταν διαισθάνεται πως βρίσκεται μπρος στην αλήθεια. Ήταν εκείνη η διαίσθηση, η μυητική αποκάλυψη, σαν στιγμή λάμψης.
Όταν διάβασα την ανακοίνωσή μου στο πανεπιστήμιο, οι φοιτητές ήρθαν να μου μιλήσουν και το μόνο πράγμα που θαύμασαν σε μένα ήταν πως μπορεί να είχα γνωρίσει τον Κολωνό, αυτή τη φτωχική συνοικία της σημερινής Αθήνας, πως μπορεί ακόμα και να είχα περπατήσει τα στενά δρομάκια του όπου έζησε ο Οιδίποδας στο τέλος της ζωής του. Αυτό με αναστάτωσε. Κάτι πιο πολύ. Μου έδωσε το ίδιο δέος, το ρίγος, όπως όταν δέχτηκα το έργο του Μπέκετ. Αισθάνθηκα ξαφνικά πως ήταν πολύ σημαντικό το να έχω ζήσει στους ίδιους δρόμους με τον Οιδίποδα.
Είπα, ναι, γνωρίζω τον Κολωνό, τα έχω περπατήσει τα στενά δρομάκια του, και με τη θύμησή μου προσπαθούσα να τα δω. Κομμάτι κομμάτι μετακινούσα το χρόνο, μετακινούσα τις εικόνες τις χαμένες στα τρίσβαθα μιας αρχετυπικής μνήμης, και έβλεπα τον Οιδίποδα τυφλό να περπατά στους ίδιους εκείνους δρόμους, με την Αντιγόνη να τον οδηγεί.
Μέχρι σήμερα, θυμούμαι τη μεγάλη συγκίνηση που έζησα, αυτό το υπαρξιακό ρίγος, καθώς κομμάτι κομμάτι αποκαλυπτόταν μέσα μου το μυθικό παρελθόν του τόπου μου. Και η Αντιγόνη έγινε μέσα στο μυαλό μου ένας μαγικός δρόμος για να ταξιδέψω μαζί της στους αιώνες του μύθου. Ένα σημείο αναφοράς στο χαμένο, που έπρεπε μόνη μου να συναντήσω. Όμως δεν μπορούσα να βρω έναν τρόπο γραφής να εκφράσω τις σκέψεις μου. Να μιλήσω γι’ αυτό το λαμπερό σημείο, που λειτούργησε στο μυαλό μου σαν μαγικός κωδικός και μου άνοιγε το χρόνο να περπατήσω.
Δύο στίχους θυμόμουν από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Ο ένας ήταν «Ούτοι συνέχθην, αλλά συμφιλείν έφυν» “My nature is for mutual love, not hate”. Ένας στίχος που έδειχνε όλη την ευγένεια και την ψυχική δύναμη που ο Σοφοκλής προσέδιδε στη γυναικεία φύση μέσω της Αντιγόνης.
Και το άλλο σημείο που θυμόμουν ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στον Κρέοντα και στην Αντιγόνη, σημείο όλων των συγκρούσεων που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στην εξουσία, ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στον άνθρωπο και στη συνείδησή του. Μια σύγκρουση που θεμελίωσε τη δυτική σκέψη της δικαιοσύνης, της πολιτικής, της οντολογικής φιλοσοφίας, της μη συμβατότητας του ανθρώπινου και του θείου δικαίου. Η σύγκρουση Αντιγόνης-Κρέοντα, είναι η σύγκρουση δύο υπαρξιακών ελευθεριών, “a clash of existential freedoms”, είπε ο George Steiner και «κανείς δεν μπορεί να υπαναχωρήσει χωρίς να διαψεύσει την ουσία της υπάρξεώς του», “neither can yield without falsifying his essential being” (Antigones, Oxford University Press, 1984). Κι ακόμα, πως η σύγκρουση αυτή είναι ένας διάλογος μεταξύ κουφών «a dialogue des sourds”, είπε, αφού ο ένας δεν ακούει τον άλλον. Η γλώσσα του Κρέοντα είναι η γλώσσα της χρονικότητας, ενώ η Αντιγόνη μιλά μέσα από την αιωνιότητα. “Creon’s idiom is that of temporality. Antigone speaks out of eternity”.
Ήξερα πως ήμουν ελάχιστη εγώ μπρος σ’ αυτό το παμμέγιστο σύμβολο και τρόμαζα στη σκέψη πως τολμούσα να θέλω να γράψω για μια σύγχρονη Αντιγόνη. Όμως ολόκληρο το είναι μου προετοιμαζόταν γι’ αυτό. Οι διαδρομές του μυαλού, που είχα κάνει, οι μελέτες στη Σορβόννη, ο Μπέκετ, με έφερναν κυκλικά στο ίδιο σημείο. Σε μιαν ακατανίκητη ανάγκη να εκφράσω με τα δικά μου μέσα την τραγικότητα της Αντιγόνης, να τη δώσω μέσα από τους δικούς μας καιρούς.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε η δικτατορία στην Ελλάδα.
Και η Αντιγόνη, η δική μου Αντιγόνη, αναδύθηκε από μέσα μου σαν από πηγή ιερή. Ήταν μια πράξη προσωπικής μου αντίστασης στα γεγονότα του «παραλόγου» που συνέβαιναν στη χώρα μου. Εκείνη την ταραγμένη άνοιξη την έζησα γράφοντας με πάθος ιερό την Αντιγόνη μου.
Ήταν η ίδια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσω για την ελευθερία του προσώπου, να δώσω το παράλογο μιας σύγχρονης τυραννίας, όπως ήταν η δικτατορία. Να σκιαγραφήσω τη γελοιότητά της ακόμα στο πρόσωπο του Κρέοντα. Κι ακόμα να δώσω έναν Λαό-Χορό συνειδητοποιημένο και έτοιμο να ανατρέψει τις παράλογες αυτές εξουσίες τις σκοτεινές, που είναι έτοιμες να καταρρεύσουν από μόνες τους.
Όμως γράφοντας το έργο, δεν ήξερα τότε ακόμα πως η Αντιγόνη μου αυτή δεν μπορούσε να είναι τραγική – τραγική με την αρχαία έννοια. Δεν ήξερα πως διαμορφώνοντας έναν απομυθοποιημένο Κρέοντα, έναν συμβατικό Αίμονα, κι ακόμα, δίδοντας στο έργο μια άλλη διάσταση, αυτή με τις ξύλινες καρότσες που φέρνουν τα παιδιά τους νεκρά από έναν πόλεμο άδικο, η Αντιγόνη δεν μπορούσε παρά να βιώσει την εμπειρία της αδυνατότητας της τραγωδίας. Ή αλλιώς, το τραγικά Αδύνατο. Γι’ αυτό και ο πρώτος τίτλος του έργου ήταν «Αντιγόνη Ή νοσταλγία του Αδύνατου».
Είχα περπατήσει και εγώ μαζί της αυτή την αδυνατότητα του τραγικού. Είχα οδηγηθεί μαζί της στα μονοπάτια της διάψευσης και της αξιοπρέπειας της ήττας. Και ύστερα όταν έστειλα το έργο στον Bernard Dort, ήταν ο πρώτος που μου έγραψε πως «αυτή η Αντιγόνη που της αρνούνται τη δυνατότητα να είναι τραγική, γίνεται τραγική μέσα από αυτή την ίδια την αδυνατότητα. “Je trouve aussi très intéressante l’ idée centrale : cette Antigone à qui l’ on refuse la tragedie et qui, en même temps, la découvre, l’ impose aux autres. Cela me semple un variation très moderne et très juste du thème”. Με την ίδια οπτική, το 1996, παρουσιάστηκε στο πανεπιστήμιο Hayward της Καλιφόρνιας, και ο σκηνοθέτης, καθηγητής του πανεπιστημίου Edgardo De La Cruz, έγραψε στο πρόγραμμα:
“This production pays homage to all the wonderful aspirations of humanity for a braver more meaningful wolrd” «Αυτή η παραγωγή αποτίει φόρο τιμής στα υψηλά εκείνα ιδεώδη της ανθρωπότητας που ονειρεύονται έναν κόσμο πιο ανθρώπινα γενναίο και πιο νοηματικό». Κι ακόμα: «To me, Maria’s characters were archetypes, even icons of universal personalities”: «Για μένα, τα πρόσωπα του έργου είναι αρχετυπικά, είναι πανανθρώπινα πρότυπα».
Έτσι γράφτηκε η Αντιγόνη μου, παραμιλώντας στους δρόμους του Παρισιού και αναζητώντας τις μνήμες τους Άργους και της Θήβας, αυτές τις μνήμες τις μακρινές που τις έβρισκα χαραγμένες επάνω στο αρχέτυπο της ψυχής μου. Εκείνο τον καιρό, περισσότερο από κάθε άλλον, πίστευα στην κυτταρική μνήμη και στο λόγο του Ηράκλειτου «όσα δε ούτε είδομεν ούτ’ ελάβομεν, ταύτα φέρομεν».
Είχα δανειστεί το υλικό από το μύθο της Αντιγόνης, για να πλάσω μια δική μου αντίσταση μέσα από το πρόσωπό της. Στην πραγματικότητα δανείστηκα το μύθο της για να πλάσω μια Αντιγόνη του καιρού μας, που όρθωνε ένα καινούριο όχι.
Δεν σχεδίασα την πλοκή με τη λογική διαδικασία. Η απόσταση των τριών χιλιάδων χρόνων με εμπόδιζε. Μόνον έκανα αυτές τις σκέψεις: Οι Κρέοντες, είπα, ανήκουν σε όλους τους καιρούς. Αυτοί οι τύραννοι που, με την Ύβρι της απόλυτης εξουσίας, μπορούν να συντρίψουν το άτομο, αλλά δεν μπορούν να το λυγίσουν. Κι ακόμα, είπα, εξαιτίας τους, υπάρχουν οι «Αντιγόνες» όλων των καιρών, αυτές που θα διαπράξουν τη δική τους Ύβρι, με την περηφάνια της απόρριψης του τυράννου. Οι Αντιγόνες των καιρών, αυτές με ενδιέφεραν στο βάθος, αυτά τα μοναχικά πλάσματα που βαδίζουν υπερήφανα τη μοναξιά των υπαρξιακών ερωτημάτων. Αυτά που υπάρχουν ξανά και ξανά, όσο θα υπάρχει το νόημα της ελευθερίας του προσώπου, και όσο, έστω και ένας άνθρωπος επάνω στη γη θα ορθώσει το ανάστημά του μπρος στην παράλογη εξουσία.
Η Αντιγόνη μου ήταν η πιο δυνατή ποίηση της ζωής μου. Ποίηση όχι του λόγου αλλά των στιγμών που τη γέννησαν. Της ιερότητας εκείνων των στιγμών. Έτσι καθώς γράφτηκε το έργο, μυητικά, μέσα σε μιαν εγρήγορση της διαίσθησης, βρήκε από μόνο του τους τρόπους και τα σχήματα του λόγου και έφερε μέσα από τον πηλό της Αντιγόνης ένα άλλο τραγικό στοιχείο, αυτό της αδυνατότητας να είναι τραγική με την έννοια της αρχαίας τραγωδίας.
Και κάτι ακόμα. Η στιγμή που γράφτηκε η Αντιγόνη μου ήταν για μένα στιγμή της μύησής μου στο θέατρο του παραλόγου, στο θέατρο του Μπέκετ, όπου τα πρόσωπα έρχονται στη σκηνή χωρίς ιστορία και χωρίς ταυτότητα. Ήταν η στιγμή της μύησής μου όχι μόνο στο θέατρο του παραλόγου αλλά στο συλλογικό παράλογο της ζωής, που αποτελεί τον θεμελιακό νόμο της, θραύσματα όνειρα που αναδύονται ένα μέσα από το άλλο ανατρέποντας τη λογική της πραγματικότητας. Μύηση στον υπερρεαλισμό και στη μεταφυσική τελετουργία του, που λειτουργεί με αρχέγονους βηματισμούς χρησιμοποιώντας τα σύμβολα της ψυχής.
Η Αντιγόνη μου ήταν μια αντίθεση, που έφτανε σε ένα άλλο παράλογο. Ερχόταν στη σκηνή με μια ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων και είχε το κουράγιο να θέλει να την επαληθεύσει σε έναν κόσμο που είχε σκοτώσει όλους τους θεούς της. Σήμερα που βλέπω το έργο ύστερα από τόσα χρόνια, σήμερα που δεν το ζω με το νεανικό εκείνο ιερό πάθος, βρίσκω πως υπάρχει και στο έργο αυτό ένα στοιχείο του παραλόγου. Είναι η ίδια η αντίθεση που το δημιουργεί. Αυτά τα πρόσωπα που κουβαλούν στη σκηνή μια ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων μοιάζουν παράλογα και ξένα σε μιαν εποχή που δεν ενδιαφέρεται πια για το δράμα τους. Και ό,τι ίσως μένει τραγικό και ανθρώπινο είναι η ίδια η συντριβή τους. Μια συντριβή που συντελέστηκε επώδυνα στην παράλογη σύγκρουσή τους με τους νέους καιρούς.
Κι ύστερα, ένα έργο, όπως και ένα θεατρικό πρόσωπο, έχει άπειρες οπτικές. Και ο συγγραφέας είναι ο τελευταίος που μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό. Γιατί είναι συναισθηματικά δεμένος – ή εγώ είμαι. Αγαπώ τα πρόσωπα που έπλασα. Τα συμπονώ. Δεν ξέρω να τα εξηγήσω. Ξέρω μόνο ότι τους έδωσα ζωή. Και η ζωή δεν έχει εξήγηση.
Ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίου Δράματος των Δελφών, για τα 2500 χιλιάδες χρόνια από τη γέννηση του Σοφοκλή, Ιούλιος 2004