Αγάπη όπως αίμα
«τον δ’ ήτοι θνητοί μεν Έρωτα καλούσιν ποτηνόν, αθάνατοι δε Πτέρωτα, δια πτεροφύτορ’ ανάγκην».
“Αυτόν οι θνητοί τον ονομάζουν φτερωτό Έρωτα, όμως οι αθάνατοι τον λένε Πτέρωτα, επειδή από τη φύση του βγάζει φτερά”. Πλάτων, Φαίδρος
Ένας έρωτας πτέρωτας, ένας έρωτας που μας βοηθά να πετάξουμε ψηλά είναι ο έρωτας στον Πλάτωνα και στον φιλοσοφικό πυρήνα του «Άγγελου της Στάχτης» της Μ. Λ. Π.
Στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδρο», όπως και στον ιδεατό κόσμο της «Πολιτείας», παρουσιάζεται ο κόσμος των ψυχών. Οι ψυχές είναι αθάνατες. Κάποτε ζούσαν στον υπερουράνιο κόσμο του φωτός, της αλήθειας, της τέλειας ομορφιάς πριν πέσουν στο θνητό επίπεδο του κόσμου αυτού. Κάθε χίλια χρόνια, σε τρεις περιόδους, μια ψυχή που έχει την ισχυρή θέληση να ανέλθει ξανά στον τέλειο κόσμο των Ιδεών, ενσωματώνεται σε ζωές για να δοκιμαστεί και να κερδίσει τα φτερά που έχασε και να ξαναβρει τη δική της θέση στο φως της αλήθειας της. Από την θέαση του κόσμου που ήταν πριν την πτώση, διασώζονται αναμνήσεις τις οποίες αν καταφέρει να ανακαλέσει, θα κατακτήσει τη γνώση τους μέσω της ανάμνησης. Αυτή η γνώση θα την οδηγήσει να πετάξει ξανά.
Όσο η ψυχή δεν γνωρίζει είναι σκοτεινή, καλυμμένη από στάχτη. Όταν η ψυχή θυμηθεί την αλήθεια της (α-λήθεια) θα γίνει ξανά φως.
Το βασικό πρόσωπο στον «’Αγγελο της Στάχτης» είναι ο Κωνσταντίνος, ένας λυπημένος πεπτωκός που έχει χάσει το δρόμο του στο χρόνο, ένας «άγγελος που ξεστράτισε κι έχασε τους δρόμους του ουρανού». Έχασε τα μονοπάτια της υπαρξιακής του εξερεύνησης και εγκλωβίστηκε στο άχρονο. Μετεωρίζεται στο πάνω και στο κάτω, στο εδώ και στο εκεί, το παρελθόν και το παρόν. Εδώ ο πλατωνικός μύθος συναντά και αλληλοεισχωρεί στον μύθο της παραλογής του «Νεκρού αδερφού», στον Κωνσταντίνο που νίκησε τους φυσικούς νόμους της ζωής και του θανάτου αλλά για την Ύβρι του αυτή έμεινε παγιδευμένος στο πουθενά. Αιτία της Ύβρις του ήταν ο όρκος της αγάπης. Ο όρκος της ψυχής του κατά την πτώση της να μην ξεχάσει την αγνότητά της.
Η ψυχή του Κωνσταντίνου του «Άγγελου της Στάχτης» έχει διανύσει ένα μέρος της εξαγνιστικής του πορείας στη γη για άλλες δυο φορές΄ είναι μια από τις μυημένες ψυχές που έχουν αρνηθεί να πιούν στον Άδη το νερό της Λήθης κι έχει πιει το νερό της Μνήμης. Για να ολοκληρώσει τη διαδρομή του και να ανέλθει στο φως της αλήθειας του χρειάζεται την αγάπη ενός άλλου προσώπου. Αυτό το πρόσωπο είναι ο Φοίβος.
Ο Φοίβος βρίσκεται στον τόπο συνάντησης με τον Κωνσταντίνο στη χρονική στιγμή της δικής του ανάγκης για υπαρξιακή εξερεύνηση. Έχει έρθει εδώ για «να ξεχάσει την εγκόσμια εφήμερη ζωή για να θυμηθεί την αιώνια ζωή της ψυχής του». Οι δυο ψυχές συναντούνται, λες και έχουν καλέσει η μια την άλλη, για να μοιραστούν την αγάπη που θα οδηγήσει τον καθένα στην γνώση- ανάμνηση, την αυτογνωσία και τη λύτρωση.
«Δυο κόσμοι διαφορετικοί, που αντάμωναν στις παρυφές του χρόνου, για να συμπληρώσει ο ένας τον άλλον, να χωνευτεί ο ένας μέσα στη γνώση του άλλου, να αγαπηθεί».
«Το έκανα, το ξέχασα και το θυμάμαι» σημειώνει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου. Και θυμόμαστε κι εμείς ότι στην πλατωνική φιλοσοφία ο ιδανικός κωδικός που θα ενεργοποιήσει την αναμνησιακή γνώση είναι αυτός ο ίδιος ο έρωτας. Ένας έρωτας μεταφυσικός που λειτουργεί πέρα του αισθητού σώματος.
Τα μάτια του Φοίβου βλέπουν την αγαπημένη μορφή του Κωνσταντίνου, αλλά τα μάτια της ψυχής του βλέπουν εκείνη την υπερβατική ομορφιά του υπερουράνιου κόσμου της. «αυτό το άγγιγμα ήταν μόνον ο πόνος του μυαλού και μια απελπισμένη προσπάθεια να ανασύρει νοητά τη μνήμη». Η ψυχή του Φοίβου κατακλύζεται από την νοσταλγία του παραδείσου που έχασε κατά την πτώση της στη γη, «στον ασυνήθεα χώρο» κατά τον Εμπεδοκλή – δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της τελευταίας του μουσικής σύνθεσης «Ο παράδεισος που έχασα»-. Φυτρώνουν ξανά τα φτερά στην πλάτη της ψυχής του στην λαχτάρα της να πετάξει.
Αυτό όμως που θα κρίνει τελικά την πορεία προς τα πάνω είναι ο προσωπικός αγώνας. Ο αγώνας του ανθρώπου να αφηγηθεί την ιστορία του, δηλαδή να κατανοήσει τον εσωτερικό του κόσμο. Να θυμηθεί όσα η ψυχή του είδε κατά την ουρανική κίνησή της και ξέχασε στην ενσώματη ζωή της. Ο αγώνας αυτός εμπεριέχει κόπο και πόνο. Ή όπως μας λένε οι σύγχρονες ψυχαναλυτικές θεωρίες, χρειάζεται να βιώσεις τον ξεχασμένο πόνο του απωθημένου στο ασυνείδητο, να ανασύρεις στη μνήμη το απωθημένο λόγω πόνου, για να το κατακτήσεις μέσω του βιωμένου τώρα πόνου. Μόνο έτσι θα επαναπροσδιορίσεις το εγώ σου, θα δεις το πραγματικό σου πρόσωπο, θα ανθρωποποιηθείς.
«Πονάει η μνήμη. Πονάει η περασμένη του ζωή». «Κομμάτι κομμάτι, ξυπνά η συνείδησή του. Κομμάτι κομμάτι, το πνεύμα του βγαίνει μέσα από την καταχνιά. Κομμάτι κομμάτι, η ζωή που έζησε του ξαναδίνει τον πόνο. Του δίνει τον όρκο της χαμένης αγάπης».
Η αγάπη έχει όλους του κωδικούς που θα λύσουν τους προσωπικούς μας γρίφους. Μόνο μέσα από τον άλλον, θα οδηγηθούμε στο εγώ.
Η μεταφυσική τελετουργία της αγάπης αφορά και τα δυο πρόσωπα που συμμετέχουν. Όλα γίνονται παράλληλα, διττά και αλληλοεξαρτώμενα. Όσο αγαπά ο Φοίβος, τόσο θυμάται ο Κωνσταντίνος. Όσο θυμάται και γνωρίζει ο Κωνσταντίνος τον εαυτό του, τόσο αγαπά τον Φοίβο. Όσο αγαπούν, τόσο λυτρώνονται.
Αυτή η αγάπη –«που τη βρίσκεις στα χίλια χρόνια μια φορά» – , θα οδηγήσει και τα δυο πρόσωπα του βιβλίου σε ένα οδυνηρό ταξίδι αυτογνωσίας, αυτοσυνειδησίας, σε μια γνώση-ανάμνηση. Από τη μία, τον Κωνσταντίνο θα τον οδηγήσει προς τον Άδη, για να βρει την Αρετή, την Αγαπημένη, που δεν είναι άλλη παρά η αγνή του καθαρή ψυχή την οποία έχασε μέσα στη ματαιοδοξία, τον εγωισμό και την αλλαζονία της κάποτε ζωής του. Για να κάνει την δική του κατάβαση έχει ανάγκη την αγάπη του Φοίβου που θα τον γεμίσει με το φως της α-λήθειας του. Από την άλλη, τον Φοίβο θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι εκτός από τον φυσικό κόσμο, υπάρχει και ένα μεταφυσικό επίπεδο. Θα θυμηθεί και τη δική του μύηση κάποτε, τη μουσική του σύνθεση τον «Παράδεισο που έχασε», την αγαπημένη του Άλμα (ψυχή) που πέθανε, τα αγνά του όνειρα που ξέχασε στο βωμό της ματαιοδοξίας, του πλουτισμού και των άνευ νοήματος σαρκικών επαφών που είχε επιλέξει (Μόιρα – μοίρα).
Το βιβλίο «Ο Άγγελος της στάχτης» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου από μια έννοια θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε στις Καταβάσεις, δηλαδή στις μυθικές περιγραφές του ταξιδιού στον Κάτω Κόσμο για τη σωτηρία και επάνοδο στον Πάνω Κόσμο μιας θηλυκής ψυχής΄ του Οδυσσέα στη Νέκυια της Οδύσσειας για την Ιθάκη, του Ορφέα για την Ευριδίκη και τέλος του Χριστού για την ψυχή της ανθρωπότητας΄ αναφορές που μας θυμίζει η συγγραφέας.
Η ψυχή της γης είναι γυναίκα που κατά ένα ορφικό ύμνο, γέννησε ανθρώπους με την ένωσή της με τον ουρανό. Οι σταγόνες από το αθάνατο αίμα του ουρανού έπεσαν στη γη και έγιναν πέτρα, έγιναν λήθη. Αυτές οι σταγόνες αίματος θα είναι τα σημάδια που θα δείξουν το πέρασμα προς τα πάνω ξανά. Για να πάς επάνω όμως πρέπει να πάς κάτω. «Άνω και κάτω οδός μια» έλεγε ο Ηράκλειτος. Να κατέβεις στην ψυχή σου, να φτάσεις στην γνώση – ανάμνησή της. Να μπεις μέσα στο αίμα σου.
Όσο μάτωνε ο Φοίβος, όσο έτρεχε και άλλη μια σταγόνα αίμα από τον κρόταφο, τόσο ερχόταν άλλη μια σταγόνα θύμηση στον Κωνσταντίνο, άλλο ένα κομμάτι ζωής, άλλο ένα βήμα στη σκάλα που πάει κάτω, στον Άδη. Άλλο ένα σκαλί για να οδηγήσει πάνω στο φως του Ήλιου τη χαμένη του αθωότητα, τη χαμένη του ψυχή, την Αγαπημένη.
«Μια μέρα θα σου ανταποδώσω την αγάπη» λέει ο Κωνσταντίνος στον Φοίβο. Η ίδια η αγάπη είναι η ανταπόδοση. Μέσω αυτής ο Φοίβος θα αναγνωρίσει τον δικό του εαυτό, θα βρει τη δική του χαμένη ψυχή, την Άλμα, τη χαμένη του αθωότητα. Τον δικό του χαμένο παράδεισο.
Το αίμα είναι οι κόμποι που θα λύσει έναν έναν ο καθένας από τους δυο ήρωες για να φτάσει στην αφήγηση της προσωπικής του ιστορίας. Με κάθε σταγόνα αίματος από τον Φοίβο ξεκολλάει και ένα κομμάτι λήθης από τον Κωνσταντίνο. Η κάθε στάλα αίματος από τον κρόταφο του Φοίβου ξεκλειδώνει τον δική του εσωτερική διαδρομή.
Ζωή θάνατος και ανάσταση. Στο βιβλίο οι παλαιότεροι μύθοι συναντούν την Μεγάλη Παρασκευή, τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Το αίμα της Θυσίας. «Και, να τώρα βρίσκει το «κάλλος» στους ύμνους του Σταυρωμένου Θεού. Για μια στιγμή του φάνηκε πως το πρόσωπο του Κωνσταντίνου, εκείνη τη νύχτα της στάχτης, έτσι όπως έλιωνε πονεμένο και με το αίμα να κυλά από τις πληγές των ματιών, είχε την ίδα απάρνηση, το ίδιο κάλλος. Ένα πρόσωπο ευαγγελικό, που ερχόταν να εξαγγείλει μιαν άλλη Ανάσταση».
Το αίμα της αγάπης είναι η σπονδή για το ανακάλεμα της ψυχής.
Και η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου ως ένας σύγχρονος Ορφέας έδωσε με αυτό το βιβλίο και το δικό της «αίμα» για το ανακάλεμα της ψυχής μας. Για να μας θυμίσει τα αγνό μέρος του εαυτού μας που έχουμε ξεχάσει. Για να μας φωτίσει με τη δική της «λάμπα θυέλλης» το δικό μας μυστικό πέρασμα. Για τη δική μας προσωπική ανάσταση. Για να βγάλει και η δική μας ψυχή κάποτε φτερά όπως και ο «Άγγελός» της.
Ένας Άγγελος με φτερά γίνεται στο τέλος του βιβλίου ο «Άγγελος της Στάχτης».
Η αγάπη τον έκανε να πετάξει ξανά στο φως.
Ένας έρωτας πτέρωτας. Μια αγάπη όπως αίμα.
Χαλκίδα 1 Απριλίου 2015