Μέρες περπατούσε, βδομάδες, χρόνια. Δεν είχε καταλάβει πώς ξεμάκρυνε τόσο πολύ. Εκείνη μόνο κι ο δρόμος. Και κάτι παράξενοι ασφοδελοί στις άκρες, που έφταναν ίσαμε μέσα στα όνειρά της. Και τότε δεν ήξερε αν ήταν ξυπνητή ή αν ζούσε στον ξύπνο της το πιο παράξενο όνειρο. Όσο πιο μακριά πήγαινε, τόσο είχε την αίσθηση πως όλη τούτη η ατέλειωτη οδοιπορία ήταν ένα όνειρο από κείνα που δεν ξέρεις πότε αρχίζουν – αν αρχίζουν από κάποιο σημείο υπαρκτό – και πώς τελειώνουν, αν τελειώνουν κάποια στιγμή μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος την παίδευε πάντα, η στιγμή, τη στιγμή φοβόταν, τη μία μοναχική στιγμή τη διορισμένη για τη συνάντηση μαζί του. Ήταν το μόνο που περίμενε: τη συνάντηση μαζί του. Γιατί το ήξερε αυτό. Ήταν το μόνο που ήξερε. Πως εκεί στο τέλος του δρόμου, έξω από τις άγνωστες Πύλες, θα συναντηθεί επιτέλους μαζί του.
Κάποιες νύχτες ο αέρας φυσούσε μανιασμένος. Κρεμιόταν πάνω στις μαύρες λεύκες που υπήρχαν κατάγυμνες ένα γύρω, και άλλαζε μορφές και σχήματα σαν να ιεροργούσε το σκοτάδι. Όμως εκείνη τίποτα δεν τη σταματούσε. Να φτάσει ήθελε. Να φτάσει μόνο. Εκεί θα την περίμενε το τρισαγαπημένο πρόσωπο. Παιδί της άραγε; Αγαπημένος; Μάνα; Μπορεί όλα μαζί. Μπορεί και μόνο η λαχτάρα της να βγει από αυτή την άφεγγη οδοιπορία, να φτάσει σ’ έναν χαρούμενο ήλιο, έτσι να μοιάζει με την αλήθεια που ζητούσε. Κι όσο πλησίαζε, τόσο η αγωνία μεγάλωνε. Ποιος την έβαλε στο δρόμο; Και ποιος είχε το δικαίωμα να της δώσει τόσον πόνο. Τόσες αγρυπνίες. Τόση ελπίδα πως θα δει ξανά τον αγαπημένο της. Κι αν όλο αυτό είναι ένα όνειρο, ποια ήταν η πραγματικότητα της ζωής της. Τίποτα δεν θυμάται. Κάποιος πήρε ασβέστη και νερό και έσβησε όλη τη μνήμη της. Σαν να μην έζησε ποτέ. Μόνο τα μάτια του αγαπημένου της μέσα στο άπλετο κενό του μυαλού της. Κι ένα παιδί, που μπορεί να ήταν το παιδί της. Και μια μάνα, που μπορεί να ήταν η μάνα της. Κάποτε είχε μια μάνα και φώλιαζε στον κόρφο της. Αυτό το θυμάται καλά. Αυτό μόνο και λίγες ακόμα μνήμες σώθηκαν. Το παιδί. Tο έσφιξε πάνω της τρελή από λαχτάρα, κι ύστερα ξαφνικά το έχασε. Τρεις κομματιασμένες αναμνήσεις όλες κι όλες. Κι εκείνος. Τα μάτια του δεν τα ξέχασε ποτέ. Εκείνα τα λυπημένα μάτια που είχαν τους γλυκύτερους κόσμους μέσα τους. Κι ούτε το χέρι του ξέχασε. Σε μιαν άκρη του ραγισμένου μυαλού της, είχε σωθεί το χέρι του, ένα χέρι χλομό όλο ευγένεια. Κι η φωνή του τρυφερή και σαν ερωτική ξυπνούσε μέσα της όλους τους χαμένους ουρανούς.
Τα πόδια της ξυπόλυτα στον κακοτράχαλο δρόμο και απορεί. Πώς βγήκε έτσι χωρίς ένα πανοφόρι για το κρύο και χωρίς παπούτσια, δεν κατάλαβε. Κι ούτε πόσον καιρό οδοιπορεί σε τούτα τα ασφοδελά μονοπάτια τα τυλιγμένα σε πυκνές άφεγγες ομίχλες. Ένα πρωί την έβγαλαν στο δρόμο χωρίς να τη ρωτήσουν. Και το μυαλό της πονούσε. Πονούσε, πονούσε. Πονάει το μυαλό όταν ραγίζει έτσι μονάχο του στην ερημιά, όταν χάνεται απροστάτευτο. Κάνει μια προσπάθεια να προσευχηθεί. Όμως δεν ξέρει σε ποιον να προσευχηθεί. Σε σένα που μ’ ακούς, τολμά να πει. Όμως δεν ξέρει αν κάποιος την ακούει. Νιώθει πως έμεινε ολομόναχη μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν γνωρίζει. Και χάθηκε. Δεν ξέρει πού χάθηκε. Όμως χάθηκε, χάθηκε. Και ταχύνει το βήμα. Εκεί ανατέλλει ένας άλλος ήλιος. Εκεί, μόνο εκεί θα βρω το φως που θα γιατρέψει της πληγές μου, σκέφτεται. Και κοιτάζει το σώμα της που είναι γεμάτο πληγές. «Ότι εσύ δώσεις ύδωρ εν δίψει τοις πορευομένοις εν ανύδρω…» Πώς της ήρθε τώρα στη σκέψη αυτός ο λόγος του ψαλμωδού. Προσπαθεί να χαμογελάσει. Δεν είναι όλα τα κύτταρα του μυαλού μου νεκρά. Κι ούτε όλες οι αισθήσεις. Αφού διψώ. Διψώ, λέει. Και μια χαρά δυνατή αναβλύζει από τα πονεμένα σπλάχνα της, καθώς νιώθει το πολύτιμο τούτο αίσθημα της δίψας. Διψώ, λέει πάλι δυνατά να το ακούσει. Διψώ και πονώ ακόμα και ελπίζω. Και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
Α, πόσο μαλάκωσε η αγριάδα του μυαλού της, αυτή η αίσθηση ότι χάνεται, ότι κάπου χάνεται και δεν ξέρει πού, πόσο γαλήνεψε το φυλλοκάρδι της, αν υπάρχεις, θεέ μου, έρχομαι να σε βρω, είμαι ξυπόλυτη και πληγιασμένη, όμως λένε ότι το έλεός σου είναι μεγάλο, κι εγώ έρχομαι ν’ ακουμπήσω σε μιαν άκρη του μεγάλου ελέους σου, έρχομαι με όλα τα ερείπια που κουβαλώ, συντρίμμια που ιριδίζουν τις νύχτες στο φως της σελήνης. «Μην αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού…» σου φωνάζω. Αν δεν υπάρχεις εσύ τούτη την ώρα, πουθενά δεν έχω να πάω. Αν δεν υπάρχει το έλεός σου, τότε είμαι πολύ μόνη. Θέλω να πλυθώ και να λευκανθώ και να εξαγνιστώ από το αμάρτημα της τόσης οδοιπορίας. «Ραντιείς με οισόπω και καθαρισθήσομαι, πλυνιείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι…» Α, τι εξαίσια προσδοκία! Να πλύνει το πονεμένο σώμα της μέσα στο φως εκείνο το λευκό και το άκτιστο. Κλείνει τα μάτια να το ονειρευτεί. Όνειρο μέσα στο όνειρο. Μπορεί αυτό να ήταν τελικά η ζωή μου, λέει. Και φωνάζει πάλι: «Η ψυχή μου εξεχύθη εντός μου, άκουσον, δέομαι…» Μένει λίγο ακίνητη ν’ αφουγκραστεί. Καμιά απάντηση. Και μη μπορώντας πια να κάνει ούτε βήμα, αφήνει το σώμα της να σωριαστεί εκεί, έξω από κάτι πελώριες πύλες που υψώνονται μπροστά της. Σηκώνει το κεφάλι να τις κοιτάξει. Μπορεί και να είναι μία μόνο πύλη, «Επτάπυλη», που οι αρμονικές καμπύλες της χάνονται σε βάθη άγνωστα.
Έφτασα, συλλογίζεται. Και γέρνει ακόμα πιο πολύ. Εδώ ήταν η συνάντηση, εκείνη η διορισμένη από χρόνο ανύποπτο. Κι η καρδιά της χτυπά να σπάσει από λαχτάρα. Έλα, ψιθυρίζει, έλα κοντά μου. Και σφίγγει το παιδί στον κόρφο της. Ύστερα σφίγγει εκείνον, τον αγαπημένο με τα τρυφερά μάτια και το χέρι της ευγένειας. Τον σφίγγει στον ματωμένο κόρφο της και του ψιθυρίζει τα γλυκύτερα λόγια της αγάπης, λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, λόγια που βγήκαν απ’ όλες τις πληγές που κουβαλά κι έχουν μέσα τους όλες τις νύχτες του φεγγαριού κι όλους τους όρκους της μοναδικής αγάπης τους. Κι η μάνα κρατάει το φως το άκτιστο πλάι τους, το κρατάει σφιχτά και χαμογελά. Να πλυθούν και να λευκανθούν και να γιορτάσουν το όνειρο που έγινε Ζωή.
Αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό FRACTAL, Οκτώβριος 2014