Ο άνθρωπος είναι τραγικός και µαζί αθώος
Η βίωση του παρελθόντος
«Το χτες είναι µέσα µας δύσβατο και απειλητικό». Γράφει ο Σάµουελ Μπέκετ στη µελέτη του για τον Προυστ. Δεν γίνεται ν’ απαλλαγούµε από τον χρόνο. Από το αύριο ή το χτες, επειδή το χτες µας παραµόρφωσε ή εκείνο παραµορφώθηκε από εµας. Αυτή η «παραµόρφωση» µέσα στη µνήµη, µέσα στη νοσταλγία ή την απειλή της µνήµης, είναι η πιο οδυνηρή εµπειρία της ύπαρξής µας. Είναι η εµπειρία του παραλόγου στο έργο του Μπέκετ. Το έργο του είναι γεµάτο από «φωνές του παρελθόντος». Είναι φωνές που διερευνούν την ύπαρξη. Διερευνούν το µυστήριο της ύπαρξης. Αγγίζουν τα όρια της µεταφυσικής σιωπής. Είναι η βίωση του παρελθόντος, που ανασύρεται παραµορφωµένο και απειλητικό από τα βάθη του εγώ µας, από τα σκοτεινά στρώµατα της ύπαρξής µας. Κι ωστόσο, αυτές οι φωνές είµαστε εµείς. Η δική µας ύπαρξη χαµένη µέσα στον χρόνο. Μια άλλη ύπαρξη.
Αυτή η διάσταση µε τη χαµένη µέσα στον χρόνο ύπαρξή μας είναι ό,τι πιο οδυνηρό μπορεί να ανασύρει η εμπειρία της νόησης. «Το άτοµο είναι µια σειρά από άτοµα», λέει και πάλι ο Μπέκετ. Είναι µια ατέλειωτη σειρά από µεµονωµένα άτοµα, που απολήγουν στο τελευταίο µας πρόσωπο. Δεν µπορούµε να απαλλαγούµε από αυτά. Όπως δεν µπορούµε να απαλλαγούµε από το βάρος του υλικού κόσµου.
Επίπεδα της ύπαρξης
Τα πρόσωπα του Σάμουελ Μπέκετ συνθλίβονται κάτω από το βάρος του κόσμου με τις καθορισμένες έννοιες και αξίες. Γι’ αυτό και δεν µπορούν να υπάρξουν στην επίπεδη πραγµατικότητα. Το θέατρο του Σάµουελ Μπέκετ δεν είναι η επίπεδη πραγµατικότητα. Τα πρόσωπά του κινούνται σε άλλα στρώματα της διάνοιας. Σε άλλα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το κάθε «πρόσωπο» ζει τη δική του ξεχωριστή εµπειρία για την απόγνωση της εγκόσµιας µοίρας του. Ζει τη δική του υπαρξιακή οδύνη στις σχέσεις του µ’ ένα άλλο πρόσωπο ή µε το σύµπαν. Αυτή η «σχέση» του µε το σύµπαν οριοθετεί τη µεταφυσική του διάσταση.
Ο άνθρωπος είναι τραγικός και µαζί αθώος
Το έργο του «Ω, οι ωραίες µέρες» είναι ένα ποίηµα στην Ύπαρξη! Είναι ύµνος και µαζί πόνος που σε ανεβάζει στη δέηση.
Όταν είδα για πρώτη φορά το έργο αυτό στο Παρισινό Οντεόν, το 1966, µε τη Μαντλέν Ρενώ και τον Ζαν Λουί Μπαρρώ, αισθάνθηκα την πιο δυνατή συγκίνηση που θα µπορούσε να µου δώσει ποιητικό θεατρικό κείµενο. Είδα ξαφνικά πως όλη η υπαρξιακή αγωνία, που υπήρχε µέσα µου θολά και σκοτεινά, είχε εκφρασθεί τόσο τέλεια από ένα συγγραφέα που δεν µου ήταν άγνωστος και που είχα δει κιόλας άλλα του έργα. Το έργο αυτό έδινε τη βεβαιότητα της καινούριας τραγικής διάστασης του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι τραγικός µέσα στη µοίρα της ύπαρξής του. Είναι τραγικός µέσα στην εγκόσµια συνείδησή του. Ο άνθρωπος είναι τραγικός και µαζί αθώος, ανατρέποντας τον αριστοτελικό ορισµό, σύµφωνα µε τον οποίο ο αθώος δεν είναι τραγικός. Εδώ το αριστοτελικό «λάθος» δεν βρίσκεται σε κανένα έγκληµα, σε καµιά «µιαρή» πράξη του ανθρώπου, αλλά µόνο στην ενοχή της γέννησής του. Γεννήθηκε. Και αυτό είναι ένα µεγάλο «λάθος», που θα το πληρώσει σε όλη την εξιλαστήρια τροχιά της εγκόσµιας ζωής του. «La culpabilite d’ etre», όπως είπε ο ίδιος ο Μπέκετ.
Και η υπέρβαση του τραγικού ανθρώπου είναι η ίδια η ύπαρξή του, στην απελπισµένη της προσπάθεια να κατανοήσει το µυστήριο που τη συνδέει µε το σύµπαν. Ο τραγικός άνθρωπος κουβαλά µέσα του την υπερβατική πραγµατικότητα, το δέος και την αγωνία της µνήµης.
Προσωπικός φόβος
Βέβαια, σκέφθηκα, και τι ήµουν εγώ που τολµούσα να ταυτιστώ µε το έργο του Σάµουελ Μπέκετ. Κι ακόµα, είχα την ασέβεια να δίνω ερµηνείες και προσωπικές απόψεις. Δεν ήµουν τίποτα; Μα το έργο είχε γραφτεί κ α ι γ ι α µ έ ν α. Και εκείνη τη στιγµή, εγώ πονούσα µέσα σ’ αυτή τη µοίρα της ύπαρξης. Κι αυτός ο πόνος άγγιζε όλη την ανθρωπότητα, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι παγιδευµένοι µέσα στην ίδια µοίρα.
Έτσι, ξεπέρασα την ηττοπάθεια και έγινα απρόσωπη. Δεν είχε σηµασία πια τι ήµουν και ποια ήµουν. Σηµασία είχε πως πονούσα από το έργο αυτό, γιατί µέσα από τα σκοτεινά βάθη του είναι µου είχε αναβλύσει όλη η αγωνία για την ύπαρξή µου µέσα στον κόσµο. Για τη δική µου ύπαρξη. Κι έτσι, ένιωσα αποµονωµένη, σαν την Ουίννυ, µέσα σ’ ένα έρηµο σύµπαν, όπου µόνον το µυστήριο και ο τρόµος επικοινωνούσαν µε τη νόησή µου. Με τη δική µου νόηση. Γιατί εκείνη τη στιγµή, ε γ ώ υ π ή ρ χ α. Και η επικοινωνία µου µε το σύµπαν ήταν προσωπικό µου θέµα και προσωπικός µου φόβος.
Η λειτουργικότητα των πραγµάτων
Ήταν η πρώτη βαθιά γνωριµία µου µε το έργο του Σάμουελ Μπέκετ. Κι όταν, το 1969, τιµήθηκε µε το βραβείο Νόµπελ, η πρώτη µετάφραση που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, την ίδια µέρα µε το βραβείο, ήταν το έργο του «Ω, οι ωραίες µέρες». Η µεταφραστική δουλειά µ’ έκανε να µπω πιο βαθιά στα στρώµατα της διάνοιας του συγγραφέα. Η ποίηση δεν έβγαινε από τις λέξεις. Ο λόγος ήταν µια βαθιά ουσία που ξεκολλούσε, θαρρείς, από την ίδια την ουσία της ύπαρξης.
Λοιπόν, «ο άνθρωπος είναι τραγικός και µαζί αθώος!». Και η υπέρβαση είναι η συνειδητοποίηση της εγκόσµιας µοίρας του και η διάσταση που δηµιουργεί στην ανθρώπινη διανόηση το σύµπαν. Αυτή η «σ χ έ σ η» της ανθρώπινης διανόησης µε το σύµπαν είναι η λειτουργία του χρόνου, µέσα στον οποίο κινούνται τα µπεκετικά πρόσωπα.
«Ο χρόνος ανήκει στον Θεό και σε µένα!», λέει η Ουίννυ. Το έργο αυτό καθιέρωσε τον Σάµουελ Μπέκετ σαν τραγικό συγγραφέα. Είναι η ποίηση της ερηµιάς όπου το ανθρώπινο πλάσµα ζει την ύστατη ώρα του. Είναι η τραγικότητα της συνείδησης, καθώς η ύπαρξη βυθίζεται ολοένα στο εγκόσµιο πεπρωµένο της. Υπάρχει µια κοσµογονική αίσθηση για την «παλιά πυροσβησµένη γη». Και η Ουίννυ, θαµµένη µέσα στο καµένο χόρτο, που συµβολίζει τον ακίνητο γύρω της χρόνο ή θάνατο, βουλιάζει λυτρωτικά µα και εναγώνια, καθώς η µνήµη ανασύρει «από αβύσσους» τις τελευταίες εικόνες της ζωής.
Η Ουίννυ είναι το απρόσωπο πλάσµα, που δεν έχει καµιά σχέση µε την πραγµατικότητα της ζωής µας. Λειτουργεί πέρα από τους φυσικούς νόµους ή µάλλον µπορεί και συλλαµβάνει τη λειτουργία άγνωστων νόµων, όπως κάποια τυφλά, ενορατικά πλάσματα. Η ζέστη και η καµένη γη, και το καθρεφτάκι που µπορεί να γίνει χίλια κοµµάτια, αλλά να παραµείνει ακέραιο, για να τη «βοηθήσει να βγάλει την ηµέρα της», και η µεγάλη ψάθινη τσάντα, γεµάτη από τις αναµνήσεις µιας ζωής, αυτή η τσάντα που συµβολίζει τα αδιερεύνητα βάθη της ψυχής και του ασυνείδητου, «τα ανεξερεύνητα βάθη» όπως λέει η ίδια, που «ποιος ξέρει τι θησαυρούς ακόµα κρύβουν», όλα αυτά είναι πράγµατα που δεν έχουν καµιά σχέση µε τους νόµους µε τους οποίους λειτουργεί η πραγµατικότητα της ζωής µας.
Κι ούτε µπορούµε να πούµε πως είναι µόνο συµβολικά και πως έχουν µόνο τη σχέση που έχουν τα πράγµατα µέσα στο όνειρο.
Στο έργο αυτό τα πράγµατα υπάρχουν σε µια λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ή σχέση µε την απρόσωπη ύπαρξη. Υπάρχουν σε µια βαθιά ενότητα, και ο ρόλος τους είναι «λειτουργικός», καθώς η ανθρώπινη ύπαρξη επικοινωνεί µαζί τους.
Και όσα συµβαίνουν, όχι µόνο στο έργο αυτό, αλλά και σε όλα τα έργα του Μπέκετ, έγιναν «µια µέρα», «µια στιγµή». Έτσι που η ζωή µας ολόκληρη ταυτίζεται µε αυτή τη µέρα. Με αυτή τη µοναδική στιγµή που υ π ή ρ ξ α µ ε. Σαν να συµπυκνώνεται σε αυτή όλη η εµπειρία του χρόνου που ζήσαµε. Κι ακόµα, του χρόνου που θα ζήσουµε, αφού µέσα µας υπαρχει εµπειρικά η «γνώση».
Το αντιφατικό και το αβέβαιο
Η πιο βαθιά ποίηση στο «Ω, οι ωραίες µέρες», είναι το αντιφατικό και το αβέβαιο που εκφράζει τη διαλεκτική της αγωνίας. Μέσα από τη συµβολική του ακινησία, το έργο αυτό εκφράζει τη ροή της ζωής. Μέσα από τα «αναλλοίωτα» από τη φύση στοιχεία, εκφράζει την αλλοίωση των µορφών και των καταστάσεων. Μέσα από τη βαθιά υπαρξιακή οδύνη, εκφράζει τη χαρά της ζωής και την ευγνωµοσύνη. Μια αλυσίδα από τις πιο απόλυτες αντιθέσεις, που είναι η ζωή και η ύπαρξη, καθώς το πλάσµα π ο ν ά στη συνείδηση της ζωής και της ύπαρξης. «Κι εγώ η ίδια δεν θα πάψω να λιώνω», λέει η Ουίννυ, «ω, δεν εννοώ οπωσδήποτε να καίγοµαι µέσα σε φλόγες. Όχι. Απλώς να µεταµορφώνοµαι λίγο λίγο σε µαύρες στάχτες».
Εδώ η υπερβατική έννοια είναι η ίδια η υπαρξιακή ώρα, που το πλάσµα πονά και φοβάται, καθώς αντιµετωπίζει το πεπρωµένο του. Αυτό το πλάσµα που ζει τον πιο ανθρώπινο παραδαρµό, αποµονωµένο µέσα στην ερηµιά της ύπαρξης, µε τον µισότυφλο σύντροφο κάπου σε µια τρύπα, µέσα στο καµένο χόρτο, µου δίνει όλο το νόηµα από τον πόνο και την ευλογία της ζωής. Μου δίνει όλη τη φρίκη για το «βαθύ σκοτάδι», που θα καλύψει το «νεκρωµένο φως». Και προσπαθεί µε ασήµαντα µικρά πράγµατα να γεµίσει τις ώρες ποίηση. Μικρές στιγµές ζωή. Και τρέµει στη σκέψη πως µπορεί να τελειώσουν γρήγορα αυτές οι «µικρές στιγµές ζωή», και µείνει άδειος ο χώρος, άδειος ο χρόνος, ως τη στιγµή που «θα σηµάνει». Τρέµει µήπως αδειάσει η µεγάλη ψάθινη τσάντα µε το παρελθόν που κουβαλά από «απύθµενα βάθη».
Τρέµει το κενό. Την απόλυτη ερηµιά. Όταν ούτε οι λέξεις, ούτε τα µικρά πράγµατα δεν θα µπορούν να τη βοηθήσουν. Κι ύστερα, συνδέει τον πόνο µε τη ζωή. «Αυτό που βρίσκω τόσο θαυμάσιο! Να µην περνά ούτε µια µέρα χωρίς λίγος πόνος». Σαν να είναι ο πόνος η επιβίωση. Η επιβεβαίωση της ζωής. Σαν να είναι ο πόνος η ρίζα της Ύπαρξης και της Νόησης. Αυτός ο πόνος που περιρρέει τα πράγµατα και τις στιγµές στο έργο του Μπέκετ.
Και φτάνει στην αµφισβήτηση. Είναι η αµφισβήτηση της ύπαρξης και των πραγµάτων, που σκάβει τα θεµέλια του είναι και του µη είναι πάνω στα οποία χτίστηκε ο κόσµος κι αφήνει µια αίσθηση από κενό και τίποτα.
Το τραγούδι
Όµως, µέσα στην αµφιβολία της ζωής και των πραγµάτων, η «τελευταία στιγµή» είναι η µοναδική βεβαιότητα. Και το πλάσµα προετοιµάζεται γι’ αυτή τη «βεβαιότητα», που θα την υποδεχτεί τραγoυδώντας.
Ο Μπέκετ συνδέει την τελευταία στιγµή µε το τραγούδι. Τα πλάσµατά του βυθίζονται στο σκοτάδι τραγουδώντας. Ίσως από αντίδραση στον µεγάλο τελικό φόβο. Ίσως γιατί εκείνη η στιγµή είναι µια σκοτεινή υπέρβαση ή, ίσως, διάβαση σε µιαν άλλη αλήθεια που το πλάσµα διαισθάνεται.
Στο «Ω, οι ωραίες µέρες» αυτή η προετοιµασία για το βράδυ, που «θα σηµάνει», είναι µια ποιητική τελετουργία σε όλη την ανθρώπινη µεγαλοπρέπεια.
Ένα σεμνό ασκητικό πρόσωπο
Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγεµα. Λίγο πριν, είχε τιµηθεί µε το βραβείο Νόµπελ. Το παρισινό τοπίο βροχερό. Περπατούσα ανάµεσα στις αγριοκαστανιές, στη λεωφόρο του Αγίου Ιακώβου, και σκεφτόµουν πως εκείνη τη στιγμή ζούσα µια από τις πιο σηµαντικές στιγµές της ζωής µου.
Ο Σάµουελ Μπέκετ με περίμενε. Σε λίγο θα γνώριζα έναν άνθρωπο, που το έργο του είχε τόσο βαθιά εμποτίσει τη σκέψη μου. Το έργο του είχε τόσο απόλυτα επηρεάσει την πνευματική στάση και αναζήτηση του σύγχρονου ανθρώπου και όχι μόνο στον θεατρικό χώρο.
Ήξερα πως ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Πως µιλούσε λίγο και σώπαινε περισσότερο. Πως δεν επικοινωνούσε εύκολα µε τους ανθρώπους.
Ήταν η εποχή που είχα µεταφράσει τα έργα του. Και ήµουν ακόµα βυθισµένη µέσα στα κείµενά του. Το διαµέρισµά του απλό. Ένα ξύλινο παλιωµένο γραφείο γεµάτο φακέλους. Και στους τοίχους, απλά ράφια με τα βιβλία του. Στεκόταν σιωπηλός ανάμεσα στα έργα του. Ένα πρόσωπο ασκητικό, βασανισμένο. Όπως και το έργο του. Κι όλα εκεί ταίριαζαν με την ασκητική του μορφή.
Μιλήσαμε πολλή ώρα σ’ αυτόν τον απέρριτο χώρο. Ένιωθα πως γύρω εκεί πλανιόνταν κάποια από τα αγωνιώδη ερωτήματά του. Κάποιες από τις απελπισμένες αναζητήσεις του νοήματος, που κρύβει η ανθρώπινη Ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Ένιωθα ακόμα πως εκεί, σ’ εκείνον τον ασκητικό χώρο, η μοίρα του καιρού μας είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Στο αποστεωμένο του πρόσωπο φαίνονταν καθαρά τα σημάδια μιας άγρυπνης συνείδησης. Και ο ίδιος δεν ήταν παρά όπως τα βιβλία του. Τον μάντευες μέσα από τη σιωπή του. Από τον βαθύ ανθρώπινο πόνο του.
«Ο πόνος υπάρχει στον κόσμο. Και ο άνθρωπος είναι ανίκανος να αποτρέψει αυτό το τεράστιο κύμα του πόνου», είπε σε κάποια στιγμή. Μια διανόηση που άγγιξε τις πιο βαθιές πληγές του σύγχρονου ανθρώπου. Την ερημιά. Την αγωνία για το μεταφυσικό κενό. Τη συντριβή της αξιοπρέπειας. Τη μνήμη μιας σκοτεινής προϋπαρξης. Την εμπειρία της κοσμικής οδύνης.
Πιστεύω πως, όσο βαθιά κι αν μελετήσει κανείς το έργο του, πάντα θα αναρωτιέται: Ποια ήταν η διάνοια του Σάμουελ Μπέκετ στον καιρό μας. Και γιατί στάθηκε τόσο μοναχικός και σκοτεινός, αλλά και τόσο μαγνητικά μεγάλος!
Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 115, 27 Μαρτίου 1985
Αναθεωρημένο συμπεριελήφθη στο βιβλίο μου “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης”. Επίσης, μέρος του κειμένου είχε δημοσιευθεί στο Πρόγραμμα της παράστασης του έργου στο Εθνικό Θέατρο.