Μια μακριά διαδρομή ποιητικού λόγου, που ασκήθηκε στις πιο ακραίες προκλήσεις του υπερρεαλισμού, σφραγίζει η τελευταία ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου «Στα πρόσω ιαχής», αλλά και το ποιητικό δοκίμιό του «Βραχέα και Μακρά, για την ποίηση / γλώσσα και λόγος», που δίνει το απόσταγμα της ποιητικής του ‘αγχιβασίας’ και του φιλοσοφικού του οράματος για τον κόσμο και την ύπαρξη.
Αν υπερρεαλισμός είναι η υπέρβαση της πραγματικότητας και η δημιουργία μιας υπερ-πραγματικότητας, όπου κυριαρχούν άλλοι ποιητικοί νόμοι του νοείν και του είναι του κόσμου, θα έλεγα πως η ποίηση αυτή του Κακναβάτου αποτελεί περισσότερο μια διάσπαση ολόκληρου του ποιητικού του γίγνεσθαι, έξω από κάθε μορφή ή σχολή, έξω από κάθε έλλογη σημασιολογία. Γιατί έχει φτάσει ο ίδιος στο «ουδενός χωρίον», όπου καμιά ποιητική «παράταξη» δεν τον διεκδικεί πια.
Εκεί, σε εκείνη την επώδυνη θα έλεγα «διάσπαση» του ποιητικού του γίγνεσθαι, στην απόλυτη ελευθερία προσέγγισης του κοσμικού «Χάους», οικοδομεί την νέα εκφραστική του. Όταν διάβασα την ποίησή του, είπα, δεν μπορώ να γράψω, τόσο απροσπέλαστη μου φάνηκε. Όμως ήταν μια πρόκληση. Να δοκιμάσω την αντοχή της προσωπικής μου όρασης σε ένα ποιητικό σύμπαν διασπασμένο και αιωρούμενο πάνω από τη «Γεωμετρία του κβαντικού Χάους». Δεν είναι τυχαίο που τόσο μιλά για το «Χάος» και την πιθανή μορφολογία του. «Στην Ησιόδεια εκδοχή του, γράφει, το Χάος ακούγεται σαν ένα διανοητικό εφεύρημα που απαντά στην ανάγκη ύπαρξης ενός σημείου αναφοράς, προκειμένου να αναχθεί το γίγνεσθαι σε μια χρονική αφετηρία».
Το Χάος, λοιπόν, είναι το σημείο αναφοράς. Επάνω του οικοδομείται το ποιητικό του γίγνεσθαι. Και εκεί, «στη χαοτική νηνεμία, κάθε μορφή θα πρέπει να επιστρέφει», γράφει αλλού. ΄Αλλωστε, το Χάος το έδωσε με άπειρες ποιητικές εκδοχές, στη συλλογή του «Χαοτικά», 1997, Άγρα. Και, πιστεύω, από την πρώτη του ακόμα ποίηση, την σχεδόν λυρική, η έννοια του γεωμετρίας Χάους αλλά και της κβαντικής διάστασης των πραγμάτων, παίδευαν τη σκέψη του.
Στην παρούσα ποίησή του, αλλά και στην προηγούμενη, «Ακαρεί», 2001, Άγρα, μοιάζει να υπερβαίνει και αυτή την διεγερμένη γεωμετρία του Χάους. Ή, σαν να έχει διασπαστεί το ίδιο το Χάος, συμπαρασύροντας στη διέγερσή του και τον ίδιο τον ποιητή, έτσι που το ποιητικό του σύμπαν να έχει μεταμορφωθεί σε μια επώδυνη εν-αιώρηση, όπου οι λέξεις πετράδια πολύτιμα, σπάνια, σαν θεμέλιοι λίθοι μιας γλώσσας ακμάζουσας στην αφάνειά της. Οι λέξεις στην παρούσα ποίησή του μοιάζουν σηματωροί ενός κατακερματισμένου νοήματος, μιας αρχέγονης πρώτης ύλης, που σημαίνει το Άδηλο, και που μόνον ψηλαφείς τα ίχνη της πίσω από το ακατάληπτο ή το αινιγματικό.
Πιστεύω πως το Άδηλο θέλει να δώσει ο Έκτωρ Κακναβάτος με την παρούσα ποίησή του. Αυτό το μυστηριώδες «Αθέατο», που εξουσιάζει το μέσα και έξω στο ποιητικό γίγνεσθαι των πραγμάτων, καταργώντας όλες τις διάρκειες, το χρόνο, αλλά και μεταποιώντας χύδην τα κοσμικά υλικά σε ποίηση. Σε παλαιότερη ποιητική συλλογή του, «Η κλίμακα του Λίθου», έγραφε: «ένα θεό μέσα στην πέτρα βρήκα που με γνώριζε / κι άστραψα πλάι του κοπίδι λίθινο». Στην παρούσα ποίησή του, η μεταποίηση του ποιητικού υλικού του έχει μια μεταφυσική διαφάνεια, γιατί ο ίδιος έχει εισχωρήσει στα στεγανά των νόμων που συνθέτουν το γίγνεσθαι των κοσμικών στοιχείων. Και με ανατροπές δυσπρόσιτες πασχίζει να δημιουργήσει μια διαλεκτική προσέγγισης. «Η πραγματικότητα είναι ο ορατός, ψηλαφητός φλοιός του Χάους», γράφει στα «Βραχέα και Μακρά», για να σκεφτούμε ότι ο υπερρεαλισμός της εκφραστικής του πια, η ποιητική υπερ-πραγματικότητα, θα μπορούσε να είναι το Υπερ-Χάος. Με αυτή τη διαλεκτική των κοσμικών στοιχείων και μεταμορφώσεων μαρτυρεί ο Κακναβάτος τις θέσεις του στον κόσμο της «αναμέτρησης με το τερατώδες». Έτσι οι στίχοι: «και που δεν σάστισες σαν μέσα στο ψωμί / αντίς πετροχελίδονο βρήκες το πέδιλο / του αρχάγγελου», ή: «Κι εγώ / στις τσέπες μου όσο γινόταν πιο βαθιά / επώαζα φυσίγγια», μαρτυρούν τον τρόπο της μεταποίησης των κοσμικών υλικών.
Και όμως, παρά την τόσο ερμητική ποίησή της τελευταίας του συλλογής, βρίσκεις εικόνες ενός καθαρού υπερρεαλισμού, που έχουν την ίδια σαγήνη με παλαιότερες, όπως: «κανένας τους δεν μαρτυρούσε που το σπίτι / κινούσε νύχτα από μόνο του / παίρνοντας το στρατί / για τα κακόφημα άστρα». Κι αλλού: «ξέμεινε πίσω κι έρημο να αλυχτά / το κόκαλο του σκοταδιού».
Έτσι, ο ποιητής, καταμεσής σε αυτό το κοσμικό Χάος, που ταυτίστηκε με το ποιητικό του σύμπαν, μπορεί να έχει ένα όραμα αχρονικό των πραγμάτων. Και μέσα από μοναχικές λέξεις ή ημιτελείς στίχους να συνθέτει την ιστορία της ύπαρξης. Ο ίδιος παραθέτει κάπου τον γνωστό στίχο του τραγουδιού «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στη θάλασσα». Με έναν ίδιο τρόπο, ριγμένες οι λέξεις του ξετυλίγουν την ιστορία τους. «κυνηγώντας / στα φαράγγια του Καλλίδρομου την αλαφιασμένη / ηχώ», γράφει, και μας ταξιδεύει στη μάχη των Θερμοπηλών, στο βουνό Ανόπαια, όπου «κάποτε ολίγιστοι, μα Έλληνες, εστόρεσαν / κλπ». Κι ύστερα, όταν διαβάζεις το ρήμα «κεύθει», στον στίχο του, πρέπει να ξέρεις ότι μιλά για την επιγραφή στο μνήμα του Αισχύλου.
Μια ποίηση γριφώδης μα σαγηνευτική, σαν τα άδηλα του Χάους και της Ύπαρξης.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, 2 Αυγούστου 2005