Αγαπητή Μαρία Λαμπαδαρίδου,
Μόλις τελείωσα την ανάγνωση του δοκιμίου σας πάνω στο έργο του Samuel Beckett και δεν θέλω να περιμένω περισσότερο για να σας πω πόσο ενδιαφέρον βρήκα αυτό το κείμενό σας και, προπαντός, πόσο με συγκίνησε. Λέω: με συγκίνησε, γιατί δεν είναι μόνο μία ανάλυση αυστηρή, ακριβής των πηγών ή των δομών του έργου. δεν είναι μόνο μία μελέτη εμβριθής και τεκμηριωμένη πάνω σ’ ένα θέατρο και στις απηχήσεις του. Είναι περισσότερο ένα ποίημα, μία μουσική υπόκρουση, που συνοδεύει, με τη μουσική έννοια της λέξης, το έργο που ερμηνεύετε (κι εδώ ακόμα, είμαστε σχεδόν στον χώρο της μουσικής).
Υπάρχουν, βέβαια, στο κείμενό σας ιδέες και εκτιμήσεις που έχω διαβάσει και σε άλλες μελέτες – γιατί τα γεγονότα είναι προφανή, θα έλεγα, και επιβάλλονται στον καθένα παραδείγματος χάρη, η αγωνία, η μοναξιά, η υπαρξιακή απόγνωση των προσώπων. Υπάρχουν όμως και κρίσεις πρωτότυπες και προσφυείς. Συγκεκριμένα, αυτή η ιδέα ή αυτή η διαίσθηση της ύπαρξης, στα πιο βαθιά και μυστικά στρώματα των προσώπων, που εσείς ονομάζετε «σκοτεινή μνήμη» και που εγώ θα έλεγα «προγεννητική μνήμη», σύμφωνα με την έκφραση ενός ποιητή, πεθαμένου σήμερα, αλλά που αγαπώ πολύ, του Ροζέ Ζιλμπέρ Λεκόντ, και που είναι η ατέρμονη μνήμη αλλά συγχρόνως και μη λωθείσα από κάτι προγενέστερο από μας τους ίδιους ή από τον παρόντα χρόνο της δικής μας ζωής.
Ναι, χωρίς αμφιβολία, υπάρχει εκεί μία οδός για να φωτίσουμε την άβυσσο, θα έλεγα μάλλον, ένα εύθραυστο φως, που μοιάζει με τη σπίθα εκείνη που οι Γνωστικοί φιλόσοφοι έβλεπαν να λάμπει στο βάθος της κόρης του ανθρώπινου οφθαλμού – μνήμη από την πρώτη φλόγα του αληθινού κόσμου.
Ίσως αυτή ακριβώς την αλήθεια, αυτή την πυκνότητα να αναζητούν συνειδητά ή όχι τα πρόσωπα του Beckett.
Υπάρχει, πράγματι, και το αντιλαμβάνομαι διαβάζοντας το κείμενό σας, κάτι από τη φιλοσοφία των Γνωστικών στην ουσιαστική έννοια, την αλεξανδρινή, της λέξης μέσα στο έργο του Beckett και μέσα στα πρόσωπα του Εστραγκόν και του Βλαδίμηρου που έχουν κάποια ομοιότητα μ’ εκείνα τα εμπνευσμένα, τα απελπισμένα πρόσωπα που υπήρξαν ο Βαλεντίνος, ο Βασιλίδης, ο Καρποκράτης και τόσα άλλα. Αλλά εδώ, χωρίς αμφιβολία (σε τούτον τον κόσμο, όπου η περιπλάνηση μέσα σε πολιτείες θνήσκουσες των ψυχών μας ή των αιώνων είναι το κοινό σημείο με τους Βλαδίμηρους όλων των καιρών, εδώ, χωρίς αμφιβολία, σταματά η σύγκριση. Γιατί το έργο του Beckett είναι καθαρό, ‘‘καθαρό’’ με την έννοια του διαφυλαγμένου, του ανέγγιχτου από τη μυθολογία και την κοσμολογία των Γνωστικών, από τα παραληρηματικά οράματα, τα σπαραχτικά, της αρχέγονης Πτώσης του Φωτός μέσα στον δικό μας κόσμο της ‘‘σκοτεινής φωτιάς’’, από τις περιπλανήσεις της Σοφίας μέσα στις παγωμένες αιωνιότητες. Θα έλεγα ακόμα πως το έργο του Beckett είναι άδειο απ’ όλον αυτόν τον κυκεώνα ή από τη μετά ή μακροφυσική πανοπλία, και ότι η μπεκετική γνωστική είναι γυμνή, με όλη τη γυμνότητα ενός παρόντος δίχως αύριο και ενός πεπρωμένου δίχως ουρανό.
Το μόνο όραμα που θα μπορούσαν να είχαν από κοινού οι σύγχρονοι γνωστικοί, που είναι ο Beckett, και εκείνοι οι αλεξανδρινοί Beckett που υπήρξαν οι δάσκαλοι της γνωστικής φιλοσοφίας είναι ακριβώς αυτό το όραμα της γης, συσταλμένης σε μία ‘‘σκοτεινή φωτιά’’, σ’ ένα ‘‘παγωμένο μόριο από τον πρώτο κόσμο’’, σ’ έναν ‘‘τάφο’’, όπου ο χρόνος ο ίδιος έχει σταματήσει.
“Ζούσα μυριάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο του ζοφερού σκότους και κανείς ποτέ δεν έμαθε πως ήμουν εδώ”, λέει ένας ύμνος των γνωστικών. Δεν υπάρχει, εδώ, ένα σημείο κοινό; Εξάλλου, σ’ αυτή την παγωμένη γη, σ’ αυτή τη ‘‘σκοτεινή φωτιά’’, όπου ο χρόνος ο ίδιος είναι ακίνητος, συναντάμε το δικό σας όραμα για τον χρόνο και για τον χώρο, για τη ζωή στο έργο του Beckett: ένας χρόνος νεκρός, ένας χώρος ουδέτερος και άβιος, μία ζωή ακίνητη και, επομένως, έ ν α ς θ ά ν α τ ο ς ε ξ ί σ ο υ α κ ί ν ητ ο ς .
Έτσι, σκέφτεται κανείς εκείνα τα νεκρά άστρα, που έχουν χάσει την εσωτερική τους φωτιά αλλά που συνεχίζουν να αιωρούνται παγωμένα μέσα στο διάστημα, μαύρα και αθέατα, και για τα οποία οι αστρονόμοι είπαν: ο χρόνος και ο χώρος υπακούνε σε διαφορετικούς νόμους. Η πυκνότητά τους είναι τόσο ισχυρή, τόσο αδιανόητη για το γήινο μυαλό μας, που ο χρόνος ο ίδιος θα μπορούσε να είναι από στοιχείο υλικό.
Αλωμένος και φυλακισμένος σ’ ένα νεκρό άστρο. Είμαστε άραγε μακριά από τον Beckett και από το νεκρό δέντρο του ‘‘Περιμένοντας τον Γκοντό;” Δεν το νομίζω. Εν πάση περιπτώσει, η ανάγνωση αυτής της μελέτης σας μ’ έκανε να σκεφτώ και μαζί να ονειρευτώ. Και αυτό είναι η ουσία ενός κειμένου.
Με μαθαίνει ακόμα πως το έργο του Beckett, αντίθετα απ’ ό,τι συνηθίζουν μόνιμα οι άλλοι συγγραφείς (και οπωσδήποτε στο κλασικό ή παραδοσιακό θέατρο) δεν είναι πια ο άνθρωπος που φορά μία μάσκα (γιατί ο άνθρωπος στο έργο του Beckett έχει αποβάλει τα πάντα: ρούχα, καλύμματα της ψυχής και του κορμιού, είναι ένας απογυμνωμένος, ένας αδιάλειπτα απεκδυόμενος, ένας εκκαλυπτόμενος) όχι, είναι το σύμπαν που φορά το δικό του προσωπείο. Ένα προσωπείο που προσπαθεί να καλύψει το κενό και το μηδέν.
Αλλά πώς να φανταστεί κανείς ένα προσωπείο για το Μηδέν; Σε ποιο καρναβάλι νεκρών ή παγωμένων άστρων;
Ευχαριστώ, αγαπητή Μαρία Λαμπαδαρίδου, γι’ αυτό το δοκίμιό σας, που φώτισε τη σκέψη μου, αλλά και με τράβηξε μακριά από τη γη, ως τα έσχατα όρια ενός σύμπαντος που το είπαν καμπύλο. Με άλλα λόγια, με επανέφερε στον άνθρωπο. Με τη μακριά, γεμάτη πάθος, περιδιάβαση ενός έργου.