«Ου περί χρημάτων αλλά περί αρετής…»
Παπαί, Μαρδώνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους
ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιεύονται αλλά περί αρετής
Ηρόδοτος, Ιστορία 8, 26
Λίγο μετά τη νίκη του Ξέρξη στις Θερμοπύλες, κάποιοι αυτόμολοι Αρκάδες, που η πόλη τους ολόκληρη είχε αξανδραποδιστεί από την εισβολή των βαρβάρων, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, κατέφυγαν στο στρατόπεδο του μεγάλου βασιλέα των Αχαιμενιδών να ζητήσουν δουλειά. Τους οδήγησαν στη βασιλική σκηνή και εκεί τους ρώτησαν με τι ασχολούνταν οι Έλληνες εκείνον τον καιρό. Αυτοί απάντησαν πως ήταν το ολυμπιακό έτος και παρακολουθούσαν τους γυμνικούς και ιππικούς αγώνες. Τους ρώτησαν ποιο ήταν το βραβείο για το οποίο αγωνίζονταν και αυτοί αποκρίθηκαν πως ήταν ένα στεφάνι από ελιά. Οι βάρβαροι γέλασαν και ένας αξιωματούχος του Ξέρξη, ο Τριτανταίχμης του Αρταβάνου, φώναξε ενώπιον όλων: «Αλίμονο, Μαρδώνιε, εναντίον ποιων ανθρώπων μας έφερες να πολεμήσουμε. Αυτοί δεν αγωνίζονται για χρήματα αλλά για την αρετή».
Όσο και αν είναι γνωστή η παραπάνω στιχομυθία, πιστεύω πως αποδίδει με ακρίβεια το πνεύμα των ολυμπιακών αγώνων, σε αντιπαράθεση με την αντίληψη των βαρβάρων «περί αρετής και χρημάτων». Και το ερώτημα γεννιέται από μόνο του: Μήπως αυτή η διαφορά της «αντίληψης» διαχωρίζει το αρχαίο πνεύμα των ολυμπιακών αγώνων από τους σύγχρονους καιρούς μας; Δύσκολη η απάντηση. Ο Πέρσης που κατέβαινε φορτωμένος χρυσάφι να κατακτήσει την Ελλάδα είχε ήδη ένα δικό του πολιτισμό. Είχε τα παλάτια του, τους ποιητές του, τις απέραντες χώρες του, το άφθονο χρυσάφι του. Δεν ήταν ο βάρβαρος με τη σημερινή έννοια, ήταν απλά ο μη Έλλην. Κι ωστόσο, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το έπαθλο του νικητή ήταν ένα κλαδάκι αγριελιάς και όχι χρυσός.
Όμως για να το καταλάβει αυτό έπρεπε να γνωρίσει όλη την τελετουργία της καθημερινής ζωής στην αρχαία Ελλάδα. Για να το καταλάβει, έπρεπε να βιώσει την έννοια της αρετής, που ήταν ταυτόσημη με την ανδρεία.
Κι ακόμα, έπρεπε να ξέρει πως ήταν αδύνατο να αγωνιστούνε για τα χρήματα αφού, για παράδειγμα, η νομοθεσία του Λυκούργου στη Σπάρτη απαγόρευε στους Σπαρτιάτες πολίτες να έχουν στην κατοχή τους χρήματα ή χρυσό. Και οι «οβολοί», που είχαν, ήταν κάτι μακριές σιδερένιες βέργες που ούτε ο βαρκάρης του Αχέροντα δεν τις δεχόταν. Υπήρχαν βέβαια οι αττικές δραχμές και τα τετράδραχμα, οι κουκουβάγιες, υπήρχαν οι αιγινήτικες χελώνες, που περνούσαν σε όλες τις πόλεις, όμως αυτό δεν ίσχυε παντού.
«Περί αρετής», λοιπόν.
Τι θα εσήμαινε η έκφραση αυτή στη δική μας καθημερινότητα; Και πόσο έχει εκπέσει από τα βάθρα της τελετουργίας όπου λατρευόταν ως ουσία υπάρξεως και ως όρος τιμής;
Και αν ακόμα δεν χρησιμοποιήσουμε την έκφραση «έχει εκπέσει», θα πούμε σίγουρα «έχει διαφοροποιηθεί». Οι έννοιες και οι αξίες έχουν διαφοροποιηθεί. Άλλα ήταν τα μεγέθη που τις προσδιόριζαν τότε και άλλα τα τωρινά. Σήμερα επίσημα μετρά πια κανείς το «κέρδος» από τους ολυμπιακούς αγώνες. Κέρδος σε αξία χρημάτων, σε τουρισμό, σε προβολή της χώρας, σε γόητρο. Και είναι φυσικό. Είναι και αυτό μέσα στη «διαφοροποίηση». Η καθημερινότητά μας δεν είναι μια τελετουργία ή μια ανάγκη βίωσης της αρετής της ταυτόσημης με την ανδρεία. Κάθε άλλο. Είναι ένα αδιάκοπο άγχος που μας οδηγεί στη θλίψη των διαψεύσεων που ζήσαμε στο μάκρος της ημέρας.
Έτσι μικρός έγινε και ο σημερινός άνθρωπος. Έτσι να κουβαλά τα ερείπια των διαψεύσεών του. Έτσι να αυτό-αμφισβητείται από τις εξαγγελίες των νέων καιρών.
Κι όμως.
Όταν κοιτάζω τον λαμπαδηδρόμο που τρέχει κρατώντας τη δάδα στο χέρι, κάτι σκιρτά μέσα μου. Αυτή η μικρή φλόγα ενώνει τους ανθρώπους, σκέφτομαι, ενώνει τους λαούς. Αυτός ο μαύρος, ο κίτρινος, ο λευκός λαμπαδηδρόμος που τρέχει μονάχος στους δρόμους του πλανήτη, υψώνει τη στιγμή πάνω από τον χρόνο, τη φέρνει σε μια νοητή παράλληλο με το ίδιο εκείνο αρχαίο πνεύμα που οραματίστηκε τη συμφιλίωση και την ειρήνη – συμφιλίωση και ειρήνη των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν σε συνεχή πόλεμο.
Αυτή η μικρή στιγμή, πιστεύω, δικαιώνει όλον τον αγώνα.
Έτσι καθώς υψώνεται πάνω από τον χρόνο των θνητών, γίνεται σύμβολο και αναφορά σε ό,τι μεγάλο μπορεί να γεννήσει το πνεύμα του ανθρώπου στον κάθε καιρό. Εκείνοι, οι μακρινοί φίλοι μας, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, θέσπισαν την εκεχειρία.
Ανοίγω το λεξικό να βρω την καταγωγή της: Προέρχεται από δύο λέξεις, γράφει, έχω και χείρα. Και κατ’ ανομοίωση, γίνεται εκε-χειρία. Πάει να πει, έχω το χέρι σου στο δικό μου, κρατώ το χέρι σου, δεν κρατώ όπλα.
Όμως τι θα εσήμαινε η εκεχειρία στους δικούς μας καιρούς;
Τι θα μπορούσε να σιγήσει το μένος των ανά τον κόσμο τρομοκρατών – σε όλα τα επίπεδα της έννοιας της τρομοκρατίας;
Τότε, σε εκείνους τους αρχαίους ολυμπιακούς, παρόν ήταν και το πνεύμα. Εκεί διάβασε ο Ηρόδοτος την Ιστορία του. Εκεί διάβασε ο Πίνδαρος τα ποιήματά του. Εκεί, στον πανηγυρικό που εκφώνησε ο Λυσίας, είπε πως «αυτή η συνάθροιση των Ελλήνων είναι η αρχή της μεταξύ των φιλίας». Εκεί, ο Θεμιστοκλής, όταν πήγε ύστερα από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τιμήθηκε σαν ήρωας. Εκεί ο Ισοκράτης, ο μαθητής του Γοργία, είπε τις διαφορετικές του απόψεις για τους ολυμπιακούς. Μέσα στη γενική αποθέωση των αγώνων και των νικητών, εκείνος τόλμησε να μιλήσει διαφορετικά.
«Τας μεν των σωμάτων ευτυχίας ούτω μεγάλων δωρεών ηξίωσαν, τοις δ’ υπέρ των κοινών ιδία πονήσασι και τας αυτών ψυχάς ούτω παρασκευάσασιν ώστε και τους άλλους ωφελείν δύνασθαι, τούτοις δ’ ουδεμίαν τιμήν απένειμαν, ων εικός ην αυτούς μάλλον ποιήσασθαι πρόνοιαν».
«Με ποια λογική, είπε, θεώρησαν άξια για μεγάλες δωρεές την εξαιρετική σωματική επίδοση και σ’ εκείνους που ιδιαίτερα μόχθησαν για τα κοινά και καλλιέργησαν με τέτοιο τρόπο την ψυχή και το πνεύμα τους ώστε να μπορούν να ωφελούν τους άλλους καμία τιμή δεν απονέμουν, ενώ το φυσικότερο θα ήταν πρώτα αυτούς μάλλον να σκεφτούν¨ γιατί οι αθλητές, ακόμη κι αν διπλασίαζαν τη σωματική τους δύναμη, τίποτα περισσότερο δεν θα πρόσφεραν στους άλλους, ενώ από το φρόνημα ενός και μόνον ανδρός όλοι μπορούν να έχουν όφελος…»
Ο Ισοκράτης τόλμησε και είπε την διαφορετική άποψή του. Εμείς δεν την κρίνουμε. Όμως μπορεί και να έχει μια διάσταση αλήθειας. Αυτό ανήκει στην προσωπική κρίση του καθενός.
Σήμερα ζούμε τους ολυμπιακούς αγώνες στη χώρα μας.
Στον τόπο που ακούστηκε η κραυγή «τήνελλα καλλίνικε!» θα ακουστούνε οι δικές μας φωνές. Και η τελετουργία των αγώνων δεν θα είναι θυσίες και σπονδές στους θεούς, αλλά μια μεγαλοπρεπής φαντασμαγορία της τελευταίας τεχνολογίας. Είθε, το πνεύμα, που ζει μέσα στους ολυμπιακούς, αυτό που κρατήθηκε ζωντανό δύο χιλιάδες επτακόσια ογδόντα χρόνια, να φέρει τους λαούς πιο κοντά, να ενώσει τα χέρια στο όνομα μιας ειρήνης ουσιαστικής, στο όνομα μιας εκεχειρίας που θα ακυρώσει τα όπλα. Είθε, το όραμα που εξαγγέλλει το ολυμπιακό πνεύμα να συμπεριλάβει και εκείνους τους τυραγνισμένους λαούς που δεν έθαψαν ακόμα τους νεκρούς τους.
Και μόνο γι’ αυτό το πολύτιμο όραμα, αξίζει ο μόχθος των παιδιών που θα αγωνιστούν, η μοναξιά που έζησαν στη σκληρή διαδρομή της άσκησης του σώματος. Μόνο γι’ αυτό το πολύτιμο όραμα αξίζει ο μόχθος εκείνων που ετοιμάζουν την υποδομή των αγώνων.
Όσα έχουν διασωθεί από την αρχική ιδέα του ολυμπισμού, όσα δεν έχουν εκπέσει ή διαφοροποιηθεί από την αντίληψη και το πνεύμα των δικών μας καιρών, είναι, πιστεύω, πιο δυνατά και πιο ουσιαστικά. Γιατί εκφράζουν τη βαθιά ανάγκη του κάθε ανθρώπου πάνω στη γη για ειρήνη, αυτή την ολοένα και πιο εναγώνια έκκλησή του για εκεχειρία, με την ακριβή ερμηνεία της λέξης. Και ας λένε πως οι ολυμπιακοί σήμερα είναι ένα διεθνές marketing. Μπορεί. Μπορεί και αυτό να είναι μια διάσταση πραγματική των αγώνων.
Όμως είναι και όραμα.
Είναι η φλόγα του λαμπαδηδρόμου που τρέχει στις λεωφόρους των ηπείρων, θυμίζοντας πως υπάρχει και η ειρήνη στον κόσμο, υπάρχει η συμφιλίωση των ανθρώπων και των λαών.
Αυτά η μικρή φλόγα, σαν σπίθα συνείδησης, φτάνει ίσως για να ακυρώσει όλα τα όπλα.
Είχαν γράψει στην εφημερίδα το Έθνος 17 συγγραφείς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δημοσιεύτηκε στις 20 Αυγούστου 2004