Πώς μπορεί ένας ποιητής, μετά από έντεκα ποιητικές συλλογές που έχει γράψει, να πει: τώρα πια τέλειωσα με την ποίηση
Δεν τέλειωσα με την ποίηση, κάθε άλλο. Την πέρασα στα μυθιστορήματά μου. Τώρα λέω πως και τα μυθιστορήματά μου είναι ποίηση, με την έννοια πως η ποίηση είναι μια λειτουργία ύπαρξης. Όμως για να το τοποθετήσω αυτό πρέπει να πω γιατί το πιστεύω. Να διαχωρίσω το ποίημα από την ποίηση. Βίωσα την ποίηση μέσα από άλλα πρότυπα. Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει στα Ανοιχτά Χαρτιά «δεν μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει κανείς στίχους, αλλά για την άλλη: να ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά και μεταφορικά».
Κι ύστερα: μια ρυτίδα περισσότερο στο πρόσωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή, όπως είπε, αυτό περιμένω, την απόλυτη αντιστροφή, τη διαφάνεια.
Με έχει απασχολήσει απόλυτα η έννοια αυτής της διαφάνειας που είναι η νεότητα του Πλωτίνου, σε μια σχέση με την ποίηση. Και σήμερα με όλες αυτές τις ρυτίδες μου, αισθάνομαι πως εκεί βρίσκεται ο ποιητικός μου λόγος. Σε αυτή τη νεότητα της διαφάνειας.
Και όταν λέω πως τα μυθιστορήματά μου είναι ποίηση, δεν εννοώ τον καλλιεπή λυρικό λόγο. Πριν αναφερθώ στην ποίηση, ως λειτουργία ύπαρξης, θέλω να θέσω την έννοια του υπερρεαλισμού όπως την αντιλαμβάνομαι ή όπως την βίωσα, γράφοντας τα «υπερρεαλιστικά» μυθιστορήματά μου.
Αυτό που με δίδαξε η εμπειρία των χρόνων μου, είναι πως με τον ποιητικό λόγο ανασυνθέτεις το πραγματικό δημιουργώντας έναν νέο τρόπο του «νοείν» και του «είναι», όπως θα έλεγε και πάλι ο Ελύτης. Δηλαδή, υπάρχει μια υπέρβαση του πραγματικού, μια ανατροπή. Για να συνθέσεις τον δικό σου ποιητικό κόσμο. Δηλαδή, όταν λέει ο ποιητής: «ο ασβέστης που σηκώνει στη ράχη του τα μεσημέρια», είναι ανατροπή του πραγματικού, υπέρβαση.
Όμως αυτή την υπέρβαση ή ανατροπή, στα μυθιστορήματά μου δεν την δίνω με τον λόγο μόνο, αλλά με τις καταστάσεις. Για παράδειγμα, όταν στη Λάμπα Θυέλλης ο ήλιος δεν βασίλευε επί τρεις ημέρες αλλά γύριζε πίσω και έκαιγε τον κόσμο, αυτό πιστεύω πως είναι μια καθαρά υπερρεαλιστική εικόνα. Μια «κατάσταση» που την κάνεις πραγματική. Ή στον Άγγελο της Στάχτης, όταν ο Κωνσταντίνος του δημοτικού τραγουδιού, γυρίζει πίσω το “βέλος” του χρόνου για να μαζέψει σταγόνα, σταγόνα ένα ποτήρι νερό από τις λάσπες όπου το πέταξαν, είναι μια εικόνα-υπέρβαση της κοσμικής τάξης. Μια απορρύθμιση των κοσμικών νόμων. Με αυτή την έννοια είπα «πέρασα την ποίηση στα μυθιστορήματά μου», που σημαίνει, όχι μόνο δεν εγκατέλειψα την ποίηση, αλλά προσπάθησα να εισχωρήσω στο ουσιώδες που κρύβει. Γιατί η ποίηση δεν είναι το ποίημα. Ή δεν είναι μόνον.
Και για να πάω πιο πέρα. Ο Μπέκετ, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε βγει πια από τον λόγο. Από τις λέξεις. Έδωσε θεατρικό έργο με αναπνοές μόνο. Όμως και το έργο του «Ω, οι ωραίες μέρες» είναι ένας ποιητικός θρίαμβος του υπερρεαλισμού, καθώς η Ουϊννυ, βυθισμένη στον σκηνικό λόφο της, που είναι ο Χρόνος, ζει υπερρεαλιστικά το πεπρωμένο της. Είναι μια ανατροπή όχι πια κάποιων κοσμικών καταστάσεων αλλά του ίδιου του θεμελιακού νόμου της ζωής. Μπορώ να πω πως αυτόν τον ποιητικό υπερρεαλισμό τον βίωσα ως μέσα στο αίμα μου από τότε που μετέφραζα το «Ω οι ωραίες μέρες», και λέξη λέξη εισχωρούσα στο πνεύμα του Μπέκετ.
Από τότε ξεκίνησε η αλληλογραφία σας μαζί του;
Ναι, από τότε που είχα δει το έργο αυτό στο Οντεόν του Παρισιού και ζήτησα ευθύς την άδεια να το μεταφράσω. Μετά, όταν τον είχα συναντήσει – και ήδη το έργο είχε παιχτεί στο Εθνικό με Μινωτή και Μανωλίδου – μου είπε, θυμάμαι, πως το έργο αυτό ήταν πολύ δύσκολο να μεταφραστεί. Και είναι αλήθεια. Θυμούμαι, ενάμισι χρόνο το μετέφραζα και είχα πάθει μελαγχολία, μου φαίνονταν όλα μάταια, και ήθελα μόνο να κλαίω. Όμως εκείνες οι υπερρεαλιστικές εικόνες έμειναν μέσα μου σαν μια αξεπέραστη ποίηση. Κοσμογονική και βαθιά ανθρώπινη. Είχα γράψει και ένα κείμενο στο Διαβάζω για το έργο αυτό, με τίτλο «Ένα ποίημα στην Ύπαρξη».
Λοιπόν, όταν λέτε «Και τα μυθιστορήματά μου είναι ποίηση», εννοείτε τις υπερρεαλιστικές εικόνες;
Τις ποιητικές. Όταν το σώμα του Κωνσταντίνου γίνεται στάχτη γιατί δεν μπορεί ν’ αντέξει τον πόνο, στον «Άγγελο της Στάχτης», ή όταν το Πέτρινο Δέντρο άνθισε τη μέρα που ο Κωνσταντίνος βγήκε από τον Άδη, για μένα είναι εικόνες-καταστάσεις ποιητικές. Και ας είναι μυθιστορηματική γραφή. Σας θυμίζω αυτό που είπε ο Τενεσύ Ουϊλλιαμς σε μια συνέντευξή του: «Είμαι ποιητής, λέει. Γι’ αυτό και το δράμα το δίνω με ποίηση. Η ποίηση είναι ποίηση. Ξέρεις, δεν χρειάζεται να τη λες ποίημα».
Εάν επιτύχατε κάτι διακονώντας τόσα χρόνια τη λογοτεχνία, ποιο είναι αυτό;
Να πω: κέρδισα τον εαυτό μου – είναι μεγάλος λόγος. Όμως έτσι είναι. Είναι τα μονοπάτια της ψυχής, αυτά τα τυλιγμένα στην ομίχλη, που τα περπατάς με κάθε καινούριο βιβλίο και σε οδηγούν σε μια αυτογνωσιακή καθαρότητα. Πάντα έλεγα πως τα βιβλία μου τα γράφω για μένα – πρώτα για μένα. Πως το κάθε βιβλίο μου είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι της ζωής μου, της ψυχής μου, που βγήκε από μια βαθιά υπαρξιακή θα την έλεγα ανάγκη και που με πλούτισε. Όπως γράφω και στο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου:
Περιουσίες όλο αστροφεγγιές
και δωρεάν φθινόπωρα
και θέα προς το Αμίλητο
Αυτό κέρδισα ή επέτυχα – χωρίς να προσβλέπω σε καμιά επιτυχία. Όμως και κάτι άλλο: Κέρδισα την αγάπη των αναγνωστών – και αυτό δεν είναι λίγο.
Αυτά τα μυθιστορήματά μου τα υπαρξιακά και τα μεταφυσικά, με τον υπερρεαλισμό να ανατρέπει κάθε φορά τη συμβατική τάξη, αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες όσο ποτέ δεν φαντάσθηκα. Λαβαίνω γράμματα από απλούς ανθρώπους που μου γράφουν πόσο τους βοήθησε το εκάστοτε βιβλίο μου να βρουν την ψυχή τους. Ψυχή. Είναι γραμμένα με ψυχή. Και αυτό το πιάνει ο αναγνώστης όποιο και αν είναι το μορφωτικό του επίπεδο.
Γιατί η ψυχή κρύβει τη δική της σοφία – και μια δυνατότητα αντίληψης πολύ ισχυρή. Που την είδα στην επικοινωνία μου μαζί τους.
Μιλήστε μας λίγο ακόμα γι’ αυτό που λέτε πως η ποίηση είναι μια λειτουργία ύπαρξης. Δηλαδή;
Είναι μια έκφραση που την είπα για πρώτη φορά σε μια συνέντευξή μου στην Ελευθεροτυπία για το «Μυστικό Πέρασμα», στον Δημήτρη Γκιώνη, όταν με ρώτησε πώς γίνεται να υπάρχω σε τόσο διαφορετικά ήδη του λόγου. Θυμάμαι – περίπου (και το θυμάμαι γιατί με είχε απασχολήσει αυτό μετά) είχα πει κάτι που το είπα και στο πρόσφατο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου» πως: το πρώτο μου υλικό ξέρω πως είναι η ποίηση. Με ποίηση ξεκίνησα και μόνο μέσα από την ποίηση μπορώ να αναζητώ τη διαίσθησή μου για τον κόσμο και για την ύπαρξη. Κάπως έτσι. Γιατί η ποίηση δεν είναι λειτουργία λόγου – αλλά λειτουργία ύπαρξης. Είναι ένας αδιάκοπα μεταβαλλόμενος τρόπος του νοείν και του υπάρχειν μέσα στον κόσμο. Και για να πάω πιο πέρα, είναι ο «νους που κινεί και η ύλη που γίνεται» του Αναξαγόρα (τον μεν νουν κινούντα την δε ύλην γενομένην).
Δύσκολο να πω ότι απάντησα. Κι αυτό γιατί οι λεπτές αυτές έννοιες βιώνονται μόνο, δεν εξηγούνται. Υπάρχουν άνθρωποι απλοί, με τη σοφία μέσα τους. Που δεν έχουν καμιά σχέση με την ποίηση κι ωστόσο, οι στιγμές της ζωής τους είναι ποίηση. Υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στην αθέατη τελετουργία μιας ποίησης που τους φέρνει στην έκσταση και στην υπέρβαση, τους φέρνει σ’ αυτό που είναι η ουσία και το νόημα της ζωής. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, εκεί, στην απομονωμένη τότε Λήμνο, που και τα βιβλία λιγοστά, ήταν ένας αγρότης που δούλευε τα χωράφια μας. Ένας μοναχικός άνθρωπος, υπερήφανος. Ο Σώζος. Τότε που η σχέση της γης με τον άνθρωπο κρατούσε ακόμα την ομορφιά μιας δημιουργίας. Μια μέρα, τον ρώτησα, πόσες ώρες δουλεύει. Και εκείνος μου απάντησε : «άστρα με άστρα». Θυμούμαι ακόμα πόση εντύπωση μου έκανε ο λόγος του. Είχε τη δύναμη μιας κοσμικής ποίησης. Κάτι από την αρχέγονη στιγμή του κόσμου. Άστρα με άστρα. Σαν να έδινε μια έννοια οντολογική στον ανθρώπινο κάματο. Ύστερα, όταν αναζητούσα τους δρόμους της δικής μου ποίησης, τον θυμόμουν. Σκεφτόμουν πως ο λόγος του εκείνος είχε μέσα του και μια ευχαριστία. Γιατί αξιώθηκε να ζει τις μέρες του, σε μια σχέση ζωντανή με τα μυστικά της φύσης αλλά και με το μυστήριο του κόσμου. Και ένα πρωί, άστρα ακόμα, μας πήρε με τον αδερφό μου μαζί του στο μεροκάματο του μόχθου. Ήμασταν παιδιά. Όμως μέχρι σήμερα θυμούμαι τη μυρουδιά του όρθρου, το απίστευτο εκείνο άρωμα της κοσμικής ώρας, με τα άστρα να αργοσβήνουν. Και πολλές φορές το έχω περιγράψει στα μυθιστορήματά μου. Αυτή την υγρή οσμή του όρθρου, οσμή κοσμική του πρωινού άστρου. Και εγώ ξέρω πως αυτό το έζησα τότε, σε εκείνη την συγκεκριμένη παιδική στιγμή.
Αυτό θεωρώ ποίηση: το πώς βιώνει κανείς την κοσμική έννοια των στιγμών του σε μια σχέση με το εφήμερο του κόσμου. Κι ύστερα, έτσι γεννήθηκε η μεγάλη ποίηση του δημοτικού μας τραγουδιού. Από μια ανάγκη βαθιά να εκφραστεί ο ανθρώπινος πόνος και η χαρά, ο φόβος, ο θάνατος, το πένθος. Την βίωναν αυτή την ανάγκη έκφρασης, ήταν η τελετουργία της καθημερινής τους ζωής.
Σαν τη γυναίκα που είχα συναντήσει κάποτε στο χωράφι της. Φορούσε ένα μαύρο μπαμπακερό και μάζευε τις ντομάτες και τα φασολάκια, τα έριχνε στο πανέρι που κρατούσε και μιλούσε μονάχη της. Όταν την πλησίασα ν’ ακούσω τι έλεγε έμεινα άφωνη. Μια γυναίκα που σίγουρα δεν είχε ακούσει ποτέ για ποίηση. Και όμως ήταν η ίδια προσωποποιημένη η ποίηση. Στην πιο βαθιά στην πιο ουσιαστική εκδοχή της.
Τριανταενός ήταν χρονώ, ψηλός σαν κυπαρίσι
διάβηκε και σκοτείνιασαν ο ήλιος και τα αστέρια
Λες και έρεαν οι στίχοι από πάνω της. Και είπα, η Μάνα. Αυτή είναι η Μάνα του δημοτικού τραγουδιού. Κάποιες παρόμοιες στιγμές-εμπειρίες μ’ έκαναν να πιστέψω πως η ποίηση, πέρα από τον καλλιεπή φροντισμένο λόγο – είναι μια λειτουργία της ύπαρξης στην πιο βαθιά την πιο ουσιαστική έκφραση της ανθρώπινης ψυχής.
Πιστεύετε πως η ποίηση δεν ανήκει σε κάποια μόνο ξεχωριστά πλάσματα;
Το κάθε πλάσμα πάνω ση γη είναι ξεχωριστό. Ο Ηράκλειτος είπε «του δε λόγου δ’ εόντος κοινού» (ξυνού). Πάει να πει, εκείνο που κάποιος μπορεί να σκεφτεί ή να πει ανήκει σε όλους. Είναι «κοινό». Και με αυτή την οπτική, μέσα βαθιά μου αισθανόμουν πως ο λόγος αυτός ανήκει στον καθένα. Ανήκει και σε μένα, αφού ανοίγει μέσα μου δρόμους απάτητους να διευρύνω την ψυχή μου. Γιατί, πιστεύω, αυτό είναι και το ουσιώδες μιας ποιητικής ή φιλοσοφικής διαίσθησης. Σε βοηθά να διευρύνεις την ψυχή σου. Την αισθαντικότητά σου. Την αντίληψή σου για το πεπρωμένο της ζωής σου.
Τι είναι ακριβώς ποίηση για σας;
Να πω ο πόνος της εφημερότητάς μας ή η διαίσθησή μας για τον κόσμο. Θα ήταν ελλιπής η απάντηση. Πιστεύω πως κανείς δεν μπορεί να πει τι ακριβώς είναι αυτό που ταυτόχρονα είναι πόνος και υπέρβαση του πόνου, είναι μυστήριο και κοσμική πνοή, και λάμπει στα βάθη του είναι μας σαν το νόημα το άρρητο της ζωής.
Ναι, πιστεύω πως κανείς δεν μπορεί να πει τι ακριβώς είναι αυτή η λάμψη που την είπαν ποίηση. Αυτό το βαθύ μυστικό που καταλάμπει ανεξιχνίαστο στα αρχέγονα βάθη της ψυχής μας. Και που δεν ανήκει αποκλειστικά στους ποιητές, ως προνομιούχα ή εξαιρετικά πλάσματα. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι ο ποιητής των στιγμών της ζωής του. Είτε γράφει την ποίηση. Είτε τη ζει. Τη βιώνει με τους προσωπικούς του κωδικούς. Πέρα από τον λόγο, η ποίηση είναι μια τελετουργία ζωής – και όχι το ποίημα. Μόνον έτσι μπορεί να νοηθεί σαν ύψιστη αξία και σαν άγραφος κώδικας μιας αρχετυπικής διαίσθησης του κόσμου.
Λέτε λοιπόν πως η ποίηση δεν ανήκει σε προνομιούχα και ξεχωριστά πλάσματα αλλά στον κάθε άνθρωπο;
Ναι, αυτό ακριβώς λέω. Η ποίηση δεν είναι των ολίγων που πήραν το κοντύλι στα χέρια τους και είχαν το χάρισμα να γράφουν. Η ποίηση είναι οι στιγμές των απλών ανθρώπων την ώρα που τους φέρνει κοντά στο Θεό. Ή, να το πω αλλιώς. Την ώρα που διαισθάνονται το μυστήριο του κόσμου. Η επαφή με το μυστήριο είναι μια ποίηση πέρα από τον λόγο. Θυμούμαι, όταν είχα επισκεφθεί τον Σάμουελ Μπέκετ, στο πολύ ταπεινό διαμέρισμά του, είχα μια τέτοια συζήτηση μαζί του. Στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο μπρος σε κάτι ξύλινα απλά ράφια με τα βιβλία του και πολλές φορές είπε: Δεν έκανα τίποτα, δεν είναι τίποτα όλα αυτά, ο πόνος υπάρχει και ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος να αποτρέψει αυτό το τεράστιο κύμα του πόνου. Έμοιαζε με τον πιο ταπεινό άνθρωπο που ζούσε τη σιωπή του μυστηρίου. Εκείνος που οραματίστηκε τη γυμνότητα και την κοσμική μοναξιά του ανθρώπου, έδωσε το ρίγος μιας ποίησης έξω από τον λόγο, στη σιωπή και στην αναζήτηση ενός θεού. Έδωσε, με τον δικό του τρόπο, την ποίηση της ανυπέρβατης αβύσσου – που είναι το έργο του ολόκληρο. Τον πόνο αυτής της ποίησης.
Εν τέλει, πιστεύετε πως η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου εμπεριέχει την αναζήτηση ενός θεού;
Την υπέρτατη νόηση αναζητά για να αποθέσει στους ώμους της τον πόνο ή τον φόβο της εφημερότητάς του. Να την προσεγγίσει έστω, αυτή την υπερβατική νόηση, που την είπαν Θεό, ή Αλήθεια, και να γαληνέψει την αγωνία του. Αυτή είναι, πιστεύω, η πιο βαθιά, η πιο επώδυνη αναζήτηση του ανθρώπου. Η υπαρξιακή αγωνία του. Και η αγωνία αυτή δεν ανήκει μόνο στον ποιητή ή στον φιλόσοφο. Αλλά και στον πιο ταπεινό. Σε εκείνον που δεν ξέρει να μιλήσει ή να γράψει. Αλλά μπορεί να αισθανθεί. Να διαισθανθεί όσα κείνται έξω από τον λόγο. Και τα πιο ουσιώδη κείνται έξω από τον λόγο. Γι’ αυτό είπα πως η ποίηση είναι μια λειτουργία ύπαρξης. Μια τελετουργία ζωής.
Είτε λέγεται ποίηση ο δρόμος που θα μας οδηγήσει στα υπαρξιακά μας ερωτήματα, είτε επιστήμη ή τέχνη είτε σιωπή ή άρνηση, αξίζει τον ίδιο σεβασμό. Γιατί η αγωνία είναι η ίδια. Και γιατί το ουσιαστικό νόημα της ζωής θα το βρει κανείς μόνον αφού περπατήσει σε εκείνα τα μονοπάτια της ψυχής που εγείρουν τη μέσα γνώση και όραση. Ο Ιώβ βιώνει μια ίδια με τον κάθε ταπεινό άνθρωπο υπαρξιακή αγωνία, όταν λέει: «Κράζω προς Σε και δεν μοι αποκρίνεσαι, άκουσον, δέομαι». Κάπου σ’ εκείνες τις λεπτές και άκρως ευαισθητοποιημένες περιοχές της ψυχής κείται το ποιητικό «υλικό» που το είπα λειτουργία ύπαρξης.
«Για τα γεγονότα που με χάραξαν, για τον πόνο», λέτε στο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου». Η χαρά τι ρόλο έχει παίξει στην πεζογραφία και την ποίησή σας; Η χαρά υπήρξε για σας ουτοπία;
Όχι δεν ήταν καθόλου ουτοπία. Όταν γράφω είμαι ευτυχισμένη. Και όχι μόνον. Απλά πράγματα με κάνουν ευτυχισμένη. Άλλωστε αυτό περνάει μέσα στα βιβλία μου. Η ποίηση ελευθερώνει, είναι ένας θρίαμβος της στιγμής – ακόμα και όταν μιλά για τραυματικά πράγματα. Αυτή είναι η δύναμή της. Κι εγώ ξέρω πως την κατέχω αυτή τη δύναμη. Γιατί ζω την ποίηση. Βέβαια, προς θεού, δεν μιλάμε για μεγάλα τραύματα και για απώλειες. Μιλάμε για την καθημερινή διαδικασία της ζωής.
«Τα γεγονότα που με χάραξαν και ο πόνος» αποτελούν – κατά βάση – περιοχές που δεν έγιναν ποίηση. Και ούτε άλλο βιβλίο. Γιατί αυτά δεν τα μοιράζεσαι με τον αναγνώστη
Κι αν έγραψα κάποια αυτοβιογραφικά στο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου», ήταν για να δώσω τον χρόνο, τον τόπο, τις συνθήκες ή τα πιστεύω μου τη στιγμή που γεννιόταν το κάθε βιβλίο. Τη διαδρομή. Αλλιώς, το έργο του συγγραφέα παραμένει ελλιπές. Ουσιαστικά, εκείνο που μας διαμορφώνει είναι το τραυματικό γεγονός – και όχι η χαρά. Η χαρά είναι ένας θρίαμβος του πραγματικού. Και δεν διαθέτουμε χρόνο να σκεφτούμε.
Μέσα στον γκρίζο και θλιβερό καθημερινό μας κόσμο, τι είναι ικανό να σας δώσει χαρά ή συγκίνηση;
Αλίμονο αν μείνει κανείς μόνο στο «γκρίζο και θλιβερό καθημερινό». Υπάρχουν άπειρα άλλα «καθημερινά» που μοιάζουν μικρά και ασήμαντα όμως αν τα δούμε από τη σωστή οπτική γίνονται πηγές χαράς. Όπως το να ξυπνήσεις το πρωί και να συνειδητοποιήσεις πως είναι δική σου η μέρα αυτή, «ακόμα μία» όπως θα έλεγε και η Ουίννυ του Μπέκετ, «μεγάλες ευχαριστίες». Βέβαια στις μέρες μας ζούμε και την ευτέλεια. Και αυτό δεν γίνεται να το αγνοεί κανείς. Όταν έγραφα το Ξύλινο Τείχος, ένα μυθιστόρημα απίστευτου μόχθου, έλεγα πως το έκανα για να πω μέσα από τα λόγια του σαλαμινομάχου Αισχύλου πόσο πολύτιμη είναι η γη μας, ο τόπος μας, που πια τον ξεπουλάμε και τον κακοποιούμε με όλη τη ασυδοσία των ημερών. Σήμερα γίνεται κάτι χειρότερο: ευτελίζεται η ίδια η ζωή μας.
Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο. Αυτά είναι ένας μόνιμος πια και διαρκής πόνος – φαντάζομαι του κάθε ανθρώπου.
«Η ποίηση δεν είναι λόγος. Είναι το περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο» λέτε στο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου». Ακούγεται βαρύγδουπο. Τι εννοείτε;
Με παίδεψε πολύ ο λόγος αυτός. Και πριν τον πω και αφού τον είπα. Όμως για να απαντήσω στην ερώτηση πρέπει να πω πρώτα πώς βίωσα εγώ την άβυσσο – αυτή την ανυπέρβατη καμπύλη του Σάμουελ Μπέκετ. Πώς έγινε ένα στοιχείο δομικό της ποίησής μου, του λόγου μου ολόκληρου. Πώς την είδα «άνω και κάτω μία» όπως την είπε ο Ηράκλειτος. Πώς την έδωσα στο μυθιστόρημά μου «Η Επέτειος των ρόδων», όπου υπάρχει η έννοια της αβύσσου σαν στοιχείο αρχαίας τραγωδίας της γυναίκας που χάνει το παιδί της – και άλλα πολλά.
Πώς είναι δυνατόν να «βιωθεί» η άβυσσος;
Σίγουρα όχι με κάποια λογική διαδικασία. Όμως όταν λέω πως την «βίωσα» το εννοώ. Ήταν τότε που ζούσα την οδύνη μιας προσωπικής απώλειας και το έργο του Μπέκετ με βοήθησε να βγω. Η άβυσσος η ανυπέρβατη του έργου του – που εγώ τη ζούσα μέσα από τον σπαραγμό του σώματος, όσο κι αν μοιάζει παράλογο, με βοήθησε να βρω δρόμους ανάβασης στο φως. Αυτή η καμπύλη άβυσσος, η άνω και κάτω μία. Άκρη άκρη πατούσα πάνω της και άκουγα τους τριγμούς της ή, αλλιώς, γεωγραφούσα το σκοτάδι που έκλεινε. Είχα ανάγκη να τη δω, να γνωριστώ μαζί της, να την αγγίξω σώμα με σώμα, να την περπατήσω, να την ομοιωθώ.
Όμως δεν θέλω να μιλήσω άλλο γι’ αυτό. Προτιμώ να σας απαντήσω με κάποιους στίχους. Είναι αυτή η άβυσσος που κουβαλά η ψυχή από τις προγεννητικές διαδρομές της, η «πονεμένη άβυσσο του σώματος», όπως την είπα, που «ιριδίζει πάνω της το Αόρατο».
Κι είναι η άβυσσος που βρυχιέται γύρω μας
όρθια ξέσκεπη άβυσσος
όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
να την πατώσω
Μαζεύω τα υπάρχοντά μου
Από τη συλλογή «Και θέα προς το Αμίλητο»:
Είπα να μη του ξαναγράψω
έτσι μικρό που έφυγε
μην το βαρύνουν δάκρυα
μην το τρομάξει η άβυσσος όπου
ανασύρω την ηχώ
από τις πέτρες που έριξα
να την πατώσω
Χρόνια η ηχώ της άβυσσος
και πατωμό δεν έχει
σάμπως μ’ ένα κουβά να την τραβώ
μ’ ένα σκοινί που τρίζει
μα είναι βαριά τα δάκρυα
και τηνε πάνε κάτω
Μόνο η ηχώ της άβυσσος ούου ούου
ίδιο νανούρισμα
Παραθέτω και μία παράγραφο από το μυθιστόρημα: Η Επέτειος των Ρόδων:
«Εκείνο που την απασχολεί είναι η άβυσσος. Το απόκρημνο τοπίο, το αδιάβατο. Η σκέψη της μένει ακίνητη. Άβυσσος, ναι. Είναι η δεύτερη λέξη που μαθαίνω μαζί σου. Μπερδεύτηκε ξαφνικά στις σκέψεις μου, τις αφομοίωσε. Μπερδεύτηκε στα βήματά μου. Στην κάθε μου κίνηση. Το καθετί υπάρχει πια μόνο πίσω από τούτη τη λέξη, ξένο, άσχετο με μένα. Το καθετί υπάρχει σε μια σχέση με τούτη τη λέξη: Άβυσσος.» Αυτό είναι το «περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο».
Από το Μαζεύω τα υπάρχοντά μου; «…όπως και μένα με βοήθησαν κάποια άλλα βιβλία, λέτε. Τελικά, το βιβλίο μας βοηθά να βρούμε την ψυχή μας». Στο ίδιο βιβλίο, σελ. 376: «τίποτα δεν μπορούν να σου διδάξουν τα βιβλία ούτε οι φιλοσοφίες τους. Αυτές τις εμπειρίες τις κατακτάς μονάχος». Σε ποιο από τα δύο πιστεύετε;
Μα και στα δύο. Στο πρώτο λέω «το βιβλίο μας βοηθά να βρούμε την ψυχή μας». Και εγώ το έζησα αυτό. Κάποια βιβλία με πλούτισαν – κάποια άλλα όμως με βοήθησαν να κατανοήσω κάποιες αξίες ή τον εαυτό μου. Ουσιαστικά, να βρω την ψυχή μου. Τώρα, στο δεύτερο μέρος της ερώτησης.
Τα βιβλία δεν μπορούν να μας διδάξουν. Όχι, δεν μπορούν. Ούτε οι φιλοσοφίες τους. Μόνο ο εαυτός μας μάς διδάσκει. Τα βιβλία όμως μας βοηθούν να ανιχνεύσουμε τον εαυτό μας. Να βιώσουμε κάποιες περιοχές πολύτιμες που θα μας οδηγήσουν σε μια αυτογνωσιακή αλήθεια. Ή μας δίνουν κάποιες γνώσεις.
Να μας διδάξει όμως: μόνον ο εαυτός μας μπορεί. Όχι το βιβλίο.
Το βιβλίο θα μας συγκινήσει – αν το μπορεί. Και θα μας κάνει να κατανοήσουμε κάποια πράγματα. Δηλαδή, θα διευρύνει την αντίληψή μας, την ψυχή μας, για να μπορέσουμε εμείς οι ίδιοι να φτάσουμε σε μια αυτοανάλυση, σε μια αυτοεκτίμηση ακόμα. Είμαι ευγνώμων για κάποια βιβλία που διάβασα. Ευγνώμων γιατί με βοήθησαν να δω. Όχι γιατί με δίδαξαν. Να δω και να κατακτήσω εμπειρικά τη γνώση.
Γιατί ουσιαστικά για τη γνώση μιλάμε.
Πιστεύετε πως είναι επώδυνη η πνευματική δημιουργία;
Ο άνθρωπος που βιώνει τον κόσμο στην πνευματική του σύσταση, γνωρίζει πως το τίμημα είναι ο πόνος. Γι’ αυτό και τα άτομα αυτά είναι εύθραυστα και ευάλωτα. Άτομα που ζουν την τραγωδία ύπαρξης ως τραγωδία της ιστορίας.
Καμιά δημιουργία δεν είναι ανώδυνη. Πολύ περισσότερο όταν προσπαθεί κανείς να εκφράσει το Άδηλο και το Άρρητο. Να εκκοσμικεύσει το αόρατο. Γιατί δημιουργώ ή «ποιώ» σημαίνει δίνω σχήμα και ύπαρξη στο μη υπάρχον.
Να κλείσουμε με μία τελευταία ερώτηση. Λέτε στο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου»: «Έζησα σε μια μοναχικότητα που την επέλεξα». Η μοναχικότητα σας βοήθησε να γράψετε τα βιβλία σας;
Ευτυχώς πολύ νωρίς στη ζωή μου κατάλαβα πως τις αλήθειες που αναζητούσα μόνο έξω από τη βουή και τη σπατάλη θα μπορούσα να τις βρω. Έχασα κάποια πράγματα. Κέρδισα κάποια άλλα. Πάντα κερδίζουμε και χάνουμε στον βίο μας. Αρκεί να βρούμε τι αξίζει περισσότερο – για μας.
Στα πλαίσια εκδήλωσης που οργάνωσε ο Δήμος Θεσσαλονίκης για το έργο της μ.λ.π., 10 Μαϊου 2010.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας Ιούλιος 2011
Ο Αστέριος Λουκάς είναι ποιητής, δημοσιογράφος